Μια οικονομική κρίση δεν έχει τις ίδιες ή ακόμη και ανάλογες συνέπειες για όλο τον πληθυσμό και για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έτσι και με το συσσωρευτικό κύμα ακρίβειας των τελευταίων χρόνων και το σημαντικά αυξημένο κόστος του χρήματος, οι επιπτώσεις είναι σαφώς περισσότερες στην αγοραστική δύναμη των φτωχότερων και πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Για αυτό, σε περιόδους κρίσης απαιτείται αναδιανομή και ανακατανομή του πλούτου. Για να το πούμε απλά, αυτοί που έχουν πρέπει να δίνουν σε αυτούς που δεν έχουν. Και ακριβώς ο ρόλος του κράτους είναι να παρέμβει εγκαίρως, αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους που επαπειλούν την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα. Σε τέτοια περίπτωση, η κρατική παρέμβαση μετουσιώνεται κυρίως σε στοχευμένα μέτρα, χωρίς όμως να αποκλείονται και οριζόντια εκεί και όπου χρειάζεται. Ο υπέρτατος κανόνας είναι ότι σε περιόδους κρίσης δεν υπάρχουν δογματικές προσεγγίσεις, αλλά προέχει πάντα η προστασία και η ευημερία της κοινωνίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, πολύ ορθά η κυπριακή κυβέρνηση αναθεώρησε την αρχική αρνητική της στάση για αρκετά από τα μέτρα που τελικά υιοθέτησε και προχώρησε με πακέτο συνολικού ύψους €197 εκατομμυρίων (το οποίο περιλαμβάνει τόσο στοχευμένα, όσο και οριζόντια μέτρα). Παρά δε το γεγονός ότι η ολοκληρωμένη κυβερνητική παρέμβαση ήρθε με σημαντική καθυστέρηση, εντούτοις αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν προς την ορθή κατεύθυνση.
Είναι όμως αρκετά αυτά τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης για να ξεπεραστεί η κρίση με τις λιγότερο δυνατές συνέπειες; Η απάντηση είναι «όχι». Ως πακέτο οφείλουμε να το χαρακτηρίσουμε «χαμηλής έντασης» που δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει στον απαραίτητο βαθμό τις επιπτώσεις από την παρατεταμένη ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά. Η κυβέρνηση αγόρασε μεν πολιτικό χρόνο αλλά δεν απέτρεψε τον κίνδυνο που απειλεί την κοινωνική ευημερία και συνοχή.
Και δεν είναι μόνο η ακρίβεια. Χιλιάδες καταναλωτές βαδίζουν σήμερα σε τεντωμένο σχοινί καθώς βλέπουν το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού τους να σκαρφαλώνει σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, και την ποιότητα ζωής τους να υποχωρεί επικίνδυνα, ως αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, ένας δανειολήπτης με συνολικό δάνειο €200.000, με χρόνο αποπληρωμής τα 20 χρόνια και κυμαινόμενο επιτόκιο, πριν την κρίση πλήρωνε μηνιαία δόση €1.000. Σήμερα ο ίδιος δανειολήπτης πληρώνει δόση περίπου €1.500, δηλαδή €500 επιπλέον κάθε μήνα, χωρίς όμως να υπάρχει ανάλογη αύξηση στις απολαβές του. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μην μπορεί πια αυτός ο συνεπής δανειολήπτης να εξυπηρετήσει το δάνειό του το οποίο θα μετατραπεί σε μη εξυπηρετούμενο. Εάν όμως αυτό συμβεί σωρευτικά, τότε δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί τέτοιο πρόβλημα χωρίς να υπάρξουν δραματικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες ευρύτερα. Τότε, δυστυχώς, δεν θα ξεκινούμε από μηδενική βάση, αλλά από αρνητικό έδαφος.
Για αυτό δεν είναι τυχαίο που οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με τους ίδιους δημοσιονομικούς περιορισμούς και κανόνες) έλαβαν μέτρα κατά της ακρίβειας και του ψηλού κόστους του χρηματος, τα οποία αντιστοιχούν κατά μέσο όρο το 2023 στο 1,8% του ΑΕΠ τους. Σύμφωνα με μελέτες, δεδομένης τη ύπαρξης ενός μέσου ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, αυτά τα μέτρα αναμένεται να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κρίσης κατά περίπου το ένα τρίτο. Η σύγκριση με τα μέτρα που έλαβε η κυπριακή κυβέρνηση είναι απογοητευτική: αντί €500 εκατ. που αντιστοιχούν αναλογικά με το μέγεθος του ΑΕΠ μας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δόθηκαν μόλις €197 εκατ. Πόσω μάλλον αν προσμετρήσουμε και την ουσιαστική απουσία προνοιών κοινωνικού κράτους στην πατρίδα μας, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι προφανές λοιπόν, ότι προκύπτει σοβαρό έλλειμα και μάλιστα σε μια περίοδο που το κυπριακό κράτος έχει (κυρίως λόγω της ακρίβειας) επιπλέον έσοδα κατά €2,5 δισ. τα τελευταία δυο χρόνια.
Για αυτό θεωρώ τα μέτρα της κυβέρνησης ελλειμματικά ως προς την ένταση τους. Δεδομένων των συνθηκών, δεν προσφέρουν επαρκή προστασία στην κοινωνία και ιδιαίτερα στα νοικοκυριά που πλήττονται δυσανάλογα από την κρίση. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι η άμεση ενίσχυση και ο εμπλουτισμός των μέτρων ώστε, κατ’ ελάχιστον, να φτάσουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και όσον αφορά στις τυχόν δημοσιονομικές επιπτώσεις (δηλαδή το κόστος τους), η κυβέρνηση οφείλει να κάνει καλύτερη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και των σημαντικών της εσόδων την τελευταία περίοδο λόγω ακρίβειας. Η κοινωνία χρειάζεται άμεση και ουσιαστική στήριξη. Σήμερα, προτού να είναι πολύ αργά.
* Ο δρ Στέλιος Πλατής είναι διδάκτορας Χρηματοοικονομικών και Μακροοικονομίας του Πανεπιστημίου του Cambridge