Η πρόταση του Αβέρωφ Νεοφύτου για εκλογή (από τους Ελληνοκυπρίους) Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή βοηθού του Προέδρου φαίνεται να έσβησε πριν καν διατυπωθεί. Με αφορμή το προεκλογικό αυτό επεισόδιο, είναι καλό και χρήσιμο να ασχοληθούμε με τα σχετικά θέματα συνταγματικής τάξης και το ρόλο των θεσμών σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας.
Στο άρθρο περιορίζω το θέμα στην πρόταση για εκλογή Αντιπροέδρου, παρά την (τελική;) υποβάθμιση σε βοηθό του Προέδρου. Στο επίπεδο της παρούσας ανάλυσης παρουσιάζουν σχεδόν παρόμοια προβλήματα συσχετισμού ή σύγκρουσης εξουσιών, και τη δικοινοτική διάσταση. Η διάσταση αυτή ενυπάρχει στην κατάταξη στα θεμελιώδη του άρθρου 1 του Συντάγματος (που ορίζει πως ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος ανήκουν αντίστοιχα στην Ελληνική και την Τουρκική κοινότητα, η οποία τους εκλέγει). Το άρθρο 1 δεν μπορεί να αναθεωρηθεί ή να καταργηθεί ακριβώς γιατί είναι βάση της δικοινοτικότητας.
Συζήτηση του θέματος θα μπορούσε να τερματιστεί εδώ, με την υπογράμμιση «με βάση το άρθρο 182 του Συντάγματος δεν μπορεί να τροποποιηθεί το άρθρο 1», άρα δεν έχει νόημα να μιλήσουμε περαιτέρω. Μπορούμε, όμως, και είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τους λόγους της πρότασης, που, με βάση την ομιλία του Αβέρωφ Νεοφύτου, εντάσσεται σε «αναθεωρήσεις τους συντάγματος» ώστε «να αναβαθμίσει συνταγματικούς ελέγχους και ισορροπίες».
Πρώτη επισήμανση: Αναθεώρηση συντάγματος παραπέμπει σε αλλαγή πολιτεύματος. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει είτε μέσω συντακτικής συνέλευσης είτε με επανάσταση /πραξικόπημα. Στην περίπτωση της ΚΔ, αναθεώρηση προϋποθέτει συμμετοχή των δυο κοινοτήτων και των εγγυητριών, διαδικασία αδύνατη. Απομένει η δεύτερη λύση!
Εγείρεται επίσης το ερώτημα, πώς εκλογή Αντιπροέδρου ή βοηθού του Προέδρου οδηγεί σε ελέγχους και εξισορροπήσεις (αυτόν τον όρο προτιμώ για balances); Πώς η παρουσία νέου αξιωματούχου - ενισχυτή της προεδρικής παρουσίας επιφέρει έλεγχο; Πιο σημαντικό, οι εξισορροπήσεις στο δικοινοτικό σύνταγμα καλύπτουν κατά κύριο λόγο δικαιώματα και συμφέροντα των δυο κοινοτήτων, σε συνδυασμό επίσης με τις τρεις εξουσίες. Μπορεί να υπάρξει εξισορρόπηση με την παρουσία Προέδρου και Αντιπροέδρου από μια κοινότητα σε εξουσία, η οποία είναι ήδη ανεξέλεγκτη;
Το επόμενο στοιχείο είναι ο ρόλος του προταθέντος θεσμού, η «ευθύνη της εποπτείας της εσωτερικής διακυβέρνησης», κατά τον κ. Νεοφύτου.
Αγνοούμε τι εννοεί με τον όρο «εποπτεία εσωτερικής διακυβέρνησης». Ανατρέχοντας στο Σύνταγμα, διαπιστώνουμε πως ουδόλως αναφέρεται εξουσία εποπτείας είτε στη δέσμη εξουσιών του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου. Πρόσθετα, ουδείς των δυο έχει εξουσία ελέγχου! Αμφότεροι έχουν εξουσία διορισμού και παραίτησης των υπουργών, μα κυρίως άσκησης βέτο σε αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου σε συγκεκριμένα θέματα. Σε σχέση με τη Βουλή, υπογράφουν τους νόμους, προσφεύγουν ή κάνουν αναφορά στο Δικαστήριο αν διαφωνούν. Οι εξουσίες τους περιορίζονται σε διορισμούς, διαδικαστικά και άλλα δευτερεύοντα σε ό,τι αφορά την εκτελεστική εξουσία θέματα.
Διαφεύγει σε πλείστους το γεγονός ότι η εκτελεστική εξουσία ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο και ότι η υπερβολική στην πράξη εξουσία του Προέδρου απορρέει από το γεγονός της κατάρρευσης της δικοινοτικότητας. Ουδείς έλεγχος ή αμφισβήτηση μπορεί να προκύψει από το μονοκοινοτικό Υπουργικό και την απουσία Τούρκου αντιπροέδρου.
Από πού προέρχεται αυτή η ρύθμιση; Σύμφωνα με δημόσια παρουσίαση του Γλαύκου Κληρίδη το 1985, που δημοσιεύτηκε, η μετάθεση της εκτελεστικής εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο έγινε με πρωτοβουλία της Ελληνικής πλευράς. Ήταν ρύθμιση, κατά την επεξεργασία του Συντάγματος το 1959-60, μέσω της οποίας μείωναν τις εξουσίες του Τούρκου Αντιπροέδρου και τις δυνατότητες του για ευρύτερη χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας /βέτο. Πρόσθετα, οι αποφάσεις στο Υπουργικό, στο οποίο οι Έλληνες υπουργοί πλειοψηφούν, λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, χωρίς κοινοτικά κριτήρια. Αυτό ενίσχυε την εξουσία τους.
Πώς διαμορφώνεται η εκτελεστική εξουσία;
Το άρθρο 46 του Συντάγματος αναφέρει : «Η εκτελεστική εξουσία διασφαλίζεται υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας», αλλά η διασφάλιση γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο. Όντως, από όλο το Σύνταγμα, οι όροι διεύθυνση, έλεγχος, εποπτεία, συντονισμός εντοπίζονται μόνο στο άρθρο 54. Σε αυτό καταγράφονται οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη γενική πολιτική, τις δημόσιες υπηρεσίες και την περιουσία της Δημοκρατίας. Μόνο το Υπουργικό ελέγχει, διευθύνει, συντονίζει και εποπτεύει! Επίσης, το Υπουργικό Συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις για εξωτερικές υποθέσεις, για θέματα άμυνας και θέματα ασφάλειας και η μόνη σχετική εξουσία που έχουν Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος είναι η αποπομπή για οποιοδήποτε θέμα ή και άσκηση αρνησικυρίας σε αυτά τα τρία.
Στο επόμενο βήμα συναντούμε τις συνταγματικά κατοχυρωμένες εξουσίες των υπουργών, έκαστου υπουργού, που, σύμφωνα με το άρθρο 58, «προΐσταται του υπουργείου αυτού», εκτελεί όσα προνοούν οι νόμοι για τις αρμοδιότητές του και διοικεί το υπουργείο του. Συντάσσει διατάγματα και κανονισμούς που καταθέτει στο Υπουργικό Συμβούλιο και όταν εγκριθούν εκδίδει σχετικές διαταγές και οδηγίες. Οι εξουσίες κάθε υπουργού δεν μπορεί να υπεισέλθουν σε εξουσίες που το Σύνταγμα αποδίδει σε Πρόεδρο/Αντιπρόεδρο ή στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ είναι σαφές ότι το προεδρικό δεν έχει εξουσία παρέμβασης στις αρμοδιότητες και εξουσίες ενός υπουργού.
Περνώντας σε θέμα σχετικό με εποπτεία και συντονισμό σημειώνουμε τα ακόλουθα: Η υποχρέωση για μεταφορά στο Δίκαιο της Δημοκρατίας της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2011/85/ΕΕ που αφορά δημοσιονομικά πλαίσια, έγινε με την ψήφιση του Νόμου 20(Ι)2014, με βάση τον οποίο μέρος εξουσιών για θέματα προϋπολογισμού και δημόσιων οικονομικών αποδίδονται στον Υπουργό Οικονομικών. Για να είναι όμως σύμφωνες με το Σύνταγμα, οι πρόνοιες του Νόμου αυτού σαφώς αποθέτουν τις εκτελεστικές εξουσίες στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο συναντούμε σε κάθε βήμα, με τον αποφασιστικό και τελικό ρόλο. Δεν θα ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, ούτε να υπερκερασθεί το Υπουργικό Συμβούλιο μήτε να υπεισέλθει ο Υπουργός Οικονομικών σε αρμοδιότητες άλλων υπουργείων, έστω και για το σχετικό θέμα του Προϋπολογισμού και των δημόσιων οικονομικών.
Από τα πιο πάνω, είναι σαφές πως ουδεμία εξουσία εκτελεστικής μορφής για έλεγχο, διεύθυνση ή εποπτεία εντοπίζεται στο Προεδρικό. Η πρόταση του Αβέρωφ Νεοφύτου υποδεικνύει τουλάχιστον λειψή γνώση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που το Σύνταγμα αποδίδει στους θεσμούς του Κράτους. Εγείρει σοβαρά θέματα, και προώθησή της θα οδηγούσε σε παρέμβαση του Προεδρικού σε εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως επίσης κάθε υπουργείου χωριστά, στοιχεία συνταγματικής εκτροπής. Εξουσίες που το Σύνταγμα στη δικοινοτική του μορφή δεν αποδίδει σε Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, πώς μπορεί να τους αποδίδονται τώρα, που το κράτος έμεινε λειψό λόγω του «δικαίου της ανάγκης», όπου, εξαιτίας της κατάρρευσης της δικοινοτικότητας, ο Πρόεδρος είναι ήδη ανεξέλεγκτος;
Ο κ. Χριστόφορος Χριστοφόρου είαναι Πολιτικός αναλυτής.