Το ερώτημα ίσως φαντάζει ιδιαίτερο, αν όχι περίεργο. Αλλά οι καιροί είναι περίεργοι και σε περίεργους καιρούς τα αυτονόητα και αναγκαία, όπως η λειτουργία και ανάπτυξη των δημοσίων πανεπιστημίων, χρειάζονται επεξήγηση. Γιατί λοιπόν χρειαζόμαστε τα δημόσια πανεπιστήμια; Διότι τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν τον δικό τους ιδιαίτερο σημαντικό ρόλο σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον εκπαίδευσης, λειτουργώντας ως πρότυπα και εγγυητές ενός υψηλού πήχη ποιοτικής παιδείας προσβάσιμης για όλες τις κοινωνικές τάξεις και ως μοχλός προώθησης της ερευνητικής αριστείας, προτάσσοντας ύψιστες κοινωνικές και πολιτιστικές προτεραιότητες απέναντι σε μια ισοπεδωτική λογική που εντάσσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση πρωτίστως στη λογική της αγοράς.
Όμως τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερο, παρατηρείται μια ανησυχητική τάση αποδόμησης της αξίας και υποβάθμισης της προοπτικής των δημοσίων πανεπιστημίων. Αναφέρονται, ενδεικτικά, η θεσμική αμφισβήτηση της ερευνητικής τους απόδοσης (βλ. Στρατηγική Έρευνας και Καινοτομίας 2024-2026 του υφυπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής), η δυνατότητά τους να διεκδικούν ερευνητικά προγράμματα επί ίσοις όροις (βλ. τις πρόσφατες προσκλήσεις του ΙδΕΚ όπου, ως παγκόσμια πρωτοτυπία, σε προγράμματα αριστείας πριμοδοτούνται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια έναντι των δημοσίων!), οι τεράστιες αδικαιολόγητες καθυστερήσεις αναφορικά με τη θέσπιση νομοθεσίας που θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν καλύτερα υφιστάμενους πόρους και να προχωρήσουν με νέες στρατηγικές δράσεις (οι Κανονισμοί για τα ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών εκκρεμούν από το 2018, η τροποποίηση της νομοθεσίας για τους τεχνοβλαστούς από το 2019, η νομοθεσία για τις πανεπιστημιακές κλινικές από το 2020, κ.ά.).
Και αν όλα αυτά μεμονωμένα εμφανίζονται για ορισμένους ως «ψιλά γράμματα», συσσωρευτικά αποτυπώνουν μια ζοφερή εικόνα, με κύρια χαρακτηριστικά μια ιδιαίτερα αποθαρρυντική στασιμότητα που δεν ανταποκρίνεται στη δυναμική και στο όραμα των δημοσίων πανεπιστημίων. Η εικόνα αυτή ενισχύεται περαιτέρω από την παρατεταμένη ετήσια ανασφάλεια σχετικά με την έγκαιρη ψήφιση του προϋπολογισμού, η οποία εκ των πραγμάτων υπονομεύει κάθε προσπάθεια βιώσιμου αναπτυξιακού σχεδιασμού, δεδομένου ότι επιβάλλεται η μικρόπνοη λογική της οικονομικής επιβίωσης και όχι η μακρόπνοη υλοποίηση στρατηγικών στόχων.
Η σταδιακή υποβάθμιση των δημοσίων πανεπιστημίων θα μπορούσε ίσως από ορισμένους να ιδωθεί ως «ψιλά γράμματα» σε μια Κύπρο που λειτουργούν και «επιχειρούν» ήδη 12 πανεπιστήμια και 45 κολλέγια. Γιατί πολύ απλοϊκά θα μπορούσε να επιχειρηματολογηθεί ότι το τοπίο έχει πλέον αλλάξει και ότι τα «κρατικοδίαιτα» δημόσια πανεπιστήμια δεν είναι, ούτε πρέπει να είναι πλέον στο επίκεντρο, διότι η ανάδειξη της Κύπρου ως διεθνούς εκπαιδευτικού κόμβου προϋποθέτει να δοθεί έμφαση αλλού.
Η υποβάθμιση αυτή, ωστόσο, δεν θα είναι άμοιρη δραστικών συνεπειών, αλλά υπονομεύει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα το όλο οικοδόμημα της κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας. Μιας κοινωνίας και οικονομίας που τα τελευταία 30+ χρόνια έχει αξιοποιήσει πολλαπλώς τις δεκάδες χιλιάδες αποφοίτους των δημοσίων πανεπιστημίων (33.467 για το Πανεπιστήμιο Κύπρου, 7.200 για το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, 9.136 για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου), καθιστώντας τα δημόσια πανεπιστήμια κινητήρια δύναμη και θεμελιώδη πόλο κοινωνικής αναδόμησης μέσω της δημοκρατικής και αξιοκρατικής πρόσβασης στο ύψιστο αγαθό της ακαδημαϊκής παιδείας.
Παράλληλα, τα δημόσια πανεπιστήμια, πιστά στην αποστολή τους για υψηλής ποιότητας διδασκαλία και έρευνα, ως ερευνητικοί οργανισμοί παράγουν επιστημονικό έργο και αναπτύσσουν καινοτόμα τεχνολογία, με ανεκτίμητα οφέλη για την Κύπρο και με σημαντική συνεισφορά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, όπως καταγράφεται από τη σημαντική τους παρουσία σε διεθνείς κατατάξεις. Ειδικότερα, οι διεθνείς κατατάξεις των δύο μεγαλύτερων δημοσίων Πανεπιστημίων έχουν ήδη εδραιώσει την Κύπρο, παρά τη σύντομη ακαδημαϊκή της ιστορία, ως διεθνές κέντρο ερευνητικής αριστείας και παιδείας.
Η αποστολή αυτή, εμποτισμένη από την ακαδημαϊκή ελευθερία, είναι ταγμένη από τη φύση της να αναδεικνύει και να καλλιεργεί τη δημιουργικότητα και να προάγει την καινοτομία και τον πλουραλισμό, δηλαδή απαιτεί εξ ορισμού εγγενή δυναμισμό, απαγκίστρωση από ανούσια στερεοτυπία και υγιή ευελιξία.
Πέρα από την κοινωνική μετασχηματική τους συνεισφορά, τα δημόσια πανεπιστήμια μέσα από τις πολλαπλές ανοιχτές μη κερδοσκοπικές τους δράσεις συμβάλλουν ουσιαστικά και ενεργά στην επίλυση κοινωνικών και άλλων προκλήσεων, διαχέοντας γνώση και εμπειρογνωμοσύνη με ανεξαρτησία, υπευθυνότητα, κύρος και κοινωνική ευαισθησία. Ο αντίκτυπος, ο ρόλος και η θετική επίδραση των πανεπιστημίων στην κοινωνία δεν πρέπει να παραγκωνίζεται. Η απαγκιστρωμένη από ιδιωτικά συμφέροντα φωνή της κυπριακής ακαδημίας χρειάζεται να προστατευτεί.
Έχοντας κατά νου αυτόν τον θεμελιώδη ρόλο, είναι αν μη τι άλλο άξια απορίας η παρατεταμένη ρυθμιστική αδράνεια και η περιρρέουσα απαξίωση αυτού του σημαντικού έργου. Γιατί, ακόμη και όταν οι οικονομικές στρατηγικές και προτεραιότητες αλλάζουν, η σταδιακή αποδόμηση ενός από τους πιο ισχυρούς πυλώνες της κοινωνίας και της οικονομίας συνιστά ατόπημα.
Η καθηγήτρια Τατιάνα Ελένη Συνοδινού είναι αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου.