Του δρος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΩΜΑ
Αποτελεί σχεδόν παράδοση κάθε πιστός, θεολόγος και θεολογών τις μέρες των Χριστουγέννων να ενστερνίζεται μια μίζερη διάθεση θρηνωδίας για τον κόσμο που δεν βιώνει το νόημα της Εορτής και επιδίδεται σε «κοσμικές συνήθειες», ή συγκινείται από εικόνες αλλότριες και ξενόφερτες ή «άσχετες με το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων» αντί να αρνείται το «υλιστικό πνεύμα» που επικρατεί και να βιώνει «πνευματικά» τη Γέννηση του Χριστού στον κόσμο. Θα το υποψιάζεστε ήδη πως με αυτή τη στάση, τη λίγο-πολύ υποκριτική, τη σχεδόν απόλυτα δυϊστική (άλλο ύλη, άλλο πνεύμα, άλλο τα αισθητά, άλλο τα πνευματικά πράγματα) προσωπικά διόλου δεν συμφωνώ.
Δεν είναι η στιγμή κατάλληλη για εκτενείς αναλύσεις, αλλά θα συνδέσω την υποκρισία που μόλις απέδωσα στους πιο πάνω με την ενοχή της χαράς που βιώνει, όταν/αν μπορεί να τη βιώσει, ο κάθε ευσεβιστής Χριστιανός και θα τονίσω, αποκηρύσσοντας ευθαρσώς τον δυϊσμό, πως ο σαρκωθείς Θεός που κηρύσσει 2022 χρόνια η Εκκλησία της όπου γης Χριστιανοσύνης (αυτόν αλήθεια κηρύσσει ακόμα ή μια καρικατούρα του;) ήρθε να ενώσει –ασύγχυτα και αδιαίρετα– τη σάρκα με το πνεύμα, το άσαρκο με το υλικό, και συνεπώς να δώσει φυσιολογικά χώρο στη χαρά και τη γιορτή, στη χαρά της γιορτής, που δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την απόλαυση –και– των υλικών πραγμάτων. Ο άνθρωπος είναι αναπόδραστα ψυχοσωματικός. Δεν πρέπει, λοιπόν, να απομονωθεί η γιορτή των Χριστουγέννων από το κρασί που ευλογεί και δίνει άπλετο ο Χριστός στο γάμο της Κανά, ούτε από τα γεύματα που απολαμβάνει με τους μαθητές του μετά την Ανάσταση, χάριν ολοκληρωμένης κοινωνίας, επι-κοινωνίας, κοινής μετοχής και χαρμόσυνης σύναξης. Αλλά σε έναν τόπο θεολογικά απαίδευτο, ή στην καλύτερη περίπτωση θεολογικά επιλεκτικό –αν όχι εσκεμμένα αμνησιακό–, αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Θα πει κανείς, ίσως, «μα τι θέλετε κύριε, να προβάλετε τη γνώση σας έναντι στην απαιδευσία των άλλων, δεν είναι όλα θέμα γνώσεων και παραπομπών… αλλά βιώματος. Προσέξτε γιατί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της επιστημονικής /ακαδημαϊκής αλαζονείας…». Θα απαντούσα, πως αν κανείς έχει να κομίσει έναν ειλικρινή καημό στην κοινή τράπεζα (τούτη εξάπαντος δεν είναι η τράπεζα μιας θρησκόληπτης κάστας αλλά του όλου σώματος της Εκκλησίας που αποκαλύπτεται παντού στην κοινωνία), θα πρέπει να το κάνει κι ας κινδυνεύει να παρεξηγηθεί ή να παρερμηνευτεί. Ας μην αισθανόμαστε πια και τύψεις γιατί έχουμε άλλη άποψη ή γιατί είμαστε διαφορετικοί. Πολύς εξάλλου ο λόγος σήμερα για τη διαφορετικότητα αλλά λίγος χώρος για να υπάρξει, χωρίς τη συγκατάβαση όσων εκπροσωπούν τον νόμιμο κι ακίνδυνο κανόνα (εκκλησιαστικών, πολιτικών, εκπαιδευτικών και άλλων τινών). «Και ’γω κάπου θα ’μαι / κάπου θα σωθώ», λέγει ελπίζοντας και παρηγορώντας ο ελπιδοφόρος καίτοι ελεγειακός της ποίησης Γιώργος Θέμελης. Ας ελπίζουν λοιπόν και οι διαφορετικοί.
Όλα είναι τελικά ζήτημα αποδοχής και εναγκαλισμού του πλησίον. Ο πλησίον- Χριστός «της γειτονιάς», της όπου γης γειτονιάς, «που ξέρει τι θα πει χιονιάς», όπως μας θυμίζει το πανέμορφο τραγούδι με την ασύγκριτη ερμηνεία της Χαρούλας Αλεξίου, πολύ φοβάμαι πως καταντά –αντίθετα και ασύμβατα με τη σαρκωμένη έννοια του συνανθρώπου που συστήνει ο Χριστός έργω και λόγω–, μια ιδέα άσαρκη, μια διδαχή βολική για να θεωρητικολογήσουμε από άμβωνος ή ραδιοφώνου. Την ίδια ώρα, που, αρνούμαστε, αποκρύβουμε και (αλίμονο, το μαρτυρούμε κι αυτό τους τελευταίους 10 μήνες ευρωπαϊκού πολέμου και των συμπαρομαρτούντων του) σκοτώνουμε στ’ αλήθεια τον κάθε διαφορετικό άνθρωπο. Έπεσαν πολλές μάσκες με την πανδημία, το τέρας του ευσεβισμού και της θρησκοληψίας φανερώθηκε τρομακτικό κι ας προσποιηθήκαμε ώρες-ώρες πως δεν το είδαμε. Πέφτουν εσχάτως κι άλλες μάσκες και ξεσκεπάζεται το αιμοδιψές πρόσωπο της τζιχαντιστικής, ομοφοβικής ορθοδοξίας που θέλει να κατασπαράξει κάθε («δυτική») ετερότητα, προτάσσοντας ένα σύστημα αξιών και ηθικής που δεν μπορεί παρά να σε κάνει να τρέμεις για τις χειρότερες μέρες βίας που έρχονται. Αυτό το αποκρουστικό πρόσωπο, που, όπως θα έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν δεν το φοβόμαστε παναπεί ότι του μοιάζουμε, έχει κατασκευάσει και πιστεύει έναν Θεό, ο οποίος «στις συνιστώσες κοσμοκρατορίες / ξαπλώνει πάντα με αρβύλες», όπως γράφει στον κοφτερό, προφητικό του δίστιχό του ο Ρήσος Χαρίσης («Στον Λευκό Οίκο του Θεού»).
Παρά τις ταμπέλες της διαφημιζόμενης πνευματικότητας και του «πνευματικού λόγου», χωρίς ιδέα και συνείδηση του τι σημαίνει η έρμη η πνευματική διάσταση της Εκκλησίας (πέρα από τις ποιμαντικής χρησιμότητας παραινέσεις), μας λείπει η κριτική και ανατρεπτική ματιά του προφητικού λόγου. Αυτόν ευτυχώς μπορεί κανείς να τον εντοπίζει στην ποιητική γραφή, όπως λόγου χάριν στο ακόλουθο, κατ’ επίφαση απλό, διαχρονικά επίκαιρο τετράστιχο του Κώστα Μόντη: «Ναι μεν συγκατανεύσαμε / όμως Του τη νοθεύσαμε / τη φάτνη των αλόγων […] / και τα πόδια τα ξυπόλυτα» («Ιησούς»). Γιατί η φάτνη και τα ξυπόλυτα πόδια του Νέου Παιδιού επέτρεψαν τη σκανδαλώδη συνύπαρξη όλων όσοι φαίνονταν ξένοι και μακρινοί, πραγματικότητα που σταθερά ξεθωριάζει. Προτού, εξάλλου ο Άγγελος του αμείωτα προφητικού Παπαδιαμάντη αναχωρήσει απογοητευμένος για τους ουρανούς, παίρνοντας πίσω μαζί του τα δώρα που ήθελε παραμονή Πρωτοχρονιάς να προσφέρει στον κόσμο, ας θυμηθούμε τι αντίκρισε:
«Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς, και ο Άγγελος διά να παρηγορηθή, εισήλθεν εις μίαν εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον της θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας· και εις το βάθος, αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα! («Τα Πτερόεντα Δώρα»).
«Η μέρα που γεννήθηκες
αναπαρίσταται, Θεάνθρωπέ μου
κάποιο άστρο
θαμπό από το άθεον όζον
σε ψάχνει
οι μάγοι δε θυμούνται
αν γέρασαν ή έχουν πεθάνει
τα ξυλιασμένα δάχτυλα του θαύματος
ρωτούν πού είναι η φάτνη
κι εγώ εκεί σκυμμένη
μεσ’ το προσκύνημα της αναζήτησής σου
σε μια συμμετοχή απαρατήρητη
μοναχική» […]
(Κική Δημουλά, «Γενέθλια»)
Ο Παναγιώτης Θωμά είναι δρ Θεολογίας, συγγραφέας, εκπαιδευτικός.