ΚΥΠΕ
Δεν είναι αισιόδοξος όσο θα ήθελε να είναι για την άτυπη τριμερή συνάντηση στις 27 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, όπως δήλωσε, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.
Κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Νέα Υόρκη, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε στη συνάντηση, που θα έχει με τον ΓΓ των ΗΕ, όπως και με ηγέτες κρατών, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην τριμερή άτυπη συνάντηση, την οποία θα έχει με τον Τ/κ ηγέτη ΕρσίνΤατάρ.
Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών θα παραχωρήσει γεύμα στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων στις 27 Σεπτεμβρίου, με στόχο την εξεύρεση κοινού εδάφους για επανέναρξη των συνομιλιών. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δήλωσε πως δεν είναι όσο αισιόδοξος θα ήθελε να είναι λόγω των συνεχών δηλώσεων είτε του κ. Ερντογάν είτε του κ. Τσαβούσογλου είτε με τα όσα επαναλαμβάνονται δια στόματος κ. Τατάρ. Τόνισε παράλληλα την ετοιμότητά του να συμμετάσχει σε μια συνάντηση με τον ΓΓ και τον κ. Τατάρ, ωστόσο, είπε ότι θα ήταν υπεραισιόδοξος αν έλεγε ότι μπορεί να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι στις 30 Αυγούστου είχε αποστείλει επιστολή στον ΓΓ, «επαναλαμβάνοντας την ετοιμότητα και αποφασιστικότητα όχι μόνο να συμμετάσχω σε μια συνάντηση με τον ΓΓ και τον κ. Τατάρ, αλλά και να αναπτύξω τις θέσεις που μπορεί να βοηθήσουν, αν υπάρχει καλή θέληση και από την άλλη πλευρά, ώστε να επαναρχίσει ένας ουσιαστικός, δημιουργικός διάλογος, που θα οδηγήσει σε λύση στα πλαίσια των ΗΕ και που θα αποδίδει ένα λειτουργικό και συνεπώς βιώσιμο κράτος, σεβόμενο τις ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων και με πλήρη σεβασμό στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και γενικότερα στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Όπως επεσήμανε, «αν υπάρχει καλή θέληση και από την άλλη πλευρά, μπορεί να συμβεί αυτό που κατά τις συναντήσεις με τον ΓΓ τον Ιούνιο του 2017 και τον Νοέμβριο του 2019 μπορεί να αποδώσει αποτελέσματα». Δήλωσε ότι «βεβαίως το 2017 απέδωσε τη Σύνοδο στο Κραν Μοντανά». Το 2019 στο Βερολίνο δυστυχώς, σημείωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «παρά τη συμφωνία των ηγετών με τον ΓΓ και παρά το κοινό ανακοινωθέν που περιέγραφε παραμέτρους που θα μπορούσε να κινηθεί ένας διάλογος, απέτυχε λόγω των παρεμβάσεων της Άγκυρας, των αιτιάσεων και προσχημάτων, που χρησιμοποίησε προκειμένου να αποφευχθεί μια επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, με απώτερο στόχο, με βάση και τη δουλειά που είχε παραχθεί στα προηγούμενα χρόνια, να συνεχίσουμε καταλήγοντας σε μια συμφωνία».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δήλωσε στη συνέχεια ότι «θα ήμουν υπεραισιόδοξος να έλεγα, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις του κ. Τατάρ, επαναλαμβάνοντας τα όσα υπαγορεύονται από την Άγκυρα, ότι μπορεί να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα».
Όμως, συνέχισε, αυτό που έχει σημασία είναι το ότι γίνεται η συνάντηση, «ότι εμείς είμαστε αποφασισμένοι να δώσουμε ό,τι απαιτείται, με την έννοια να ερμηνεύσουμε προτάσεις που έχουν κατατεθεί, αν και η άλλη πλευρά επιδείξει καλή θέληση και επαναπροσδιορίσει στόχους, να δημιουργηθούν συνθήκες που να μας επιτρέψουν να οδηγηθούμε σε ένα νέο διάλογο».
Τόνισε στη συνέχεια ότι «δεν είμαι όσο αισιόδοξος θα ήθελα να είμαι, ενόψει των συνεχών δηλώσεων είτε του κ. Ερντογάν είτε του κ. Τσαβούσογλου, είτε με τα όσα επαναλαμβάνονται δια στόματος κ. Τατάρ και μεταφέρονται οι τουρκικές θέσεις περί λύσης δύο κρατών ή ως προαπαιτουμένου έναρξης διαλόγου η αναγνώριση κυριαρχίας του παράνομου μορφώματος».
Εξέφρασε στη συνέχεια την ελπίδα ότι «μετά τις έντονες καταδίκες τόσο από το ΣΑ όσο και από την ΕΕ, αλλά και πλειάδας χωρών που διαδραματίζουν ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι, πως θα επανατοποθετηθούν ή θα αλλάξουν θέσεις που έχουν κατατεθεί και γραπτώς στον ΓΓ κατά την άτυπη Σύνοδο τον Απρίλη στη Γενεύη και είναι μια ευχή που εκφράζω να υπάρξει η ελπίδα μετατόπισης από τις θέσεις που εξέφρασαν τότε, και λέω ευχή διότι δυστυχώς τα ίδια επαναλαμβάνονται και σήμερα από πλευράς του κ. Τατάρ».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέφερε ότι θα μεταφέρει στον ΓΓ τις διάφορες κατά καιρούς εναλλακτικές προτάσεις προς άρση του αδιεξόδου, είτε αυτές αφορούσαν αποκέντρωση εξουσιών για να μειωθούν οι ενδεχόμενες συγκρούσεις στο κέντρο, είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είτε των ουσιαστικών ΜΟΕ που θα επέτρεπαν ένα κλίμα θετικό για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες επανέναρξης του διαλόγου είτε και της πολύ πρόσφατης αναφοράς για επάνοδο στο Σύνταγμα του ‘60 υπό προϋποθέσεις βεβαίως, για να διασφαλιστεί η συνέχιση της ύπαρξης του κράτους και η μετεξέλιξη του σε ό,τι έχει συμφωνηθεί στις Συμφωνίες Κορυφής και με βάση τα ψηφίσματα των ΗΕ.
«Συνεπώς, παραπέμποντας στις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης, παραπέμπουμε και στην απαγόρευση ένωσης μέρους ή όλου ή απόσχισης του μέρους ή όλου με οποιοδήποτε κράτος ή και απόσχιση από το κεντρικό κράτος και συνεπώς επαναφέρεται η βάση διαπραγμάτευσης όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί πέραν και μακράν των τουρκικών αξιώσεων για αναγνώριση κυριαρχίας», είπε.
Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος είπε ότι εάν ακολουθούσαμε το παράδειγμα του κ. Τατάρ θα ήταν εύκολο και από ε/κ πλευράς και απόλυτα δικαιολογημένο, «αν θέταμε ως προϋπόθεση επανέναρξης του διαλόγου τον τερματισμό των εγγυήσεων και την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων ή τις εδαφικές αναπροσαρμογές ώστε να υπάρχει κάτι που δεν θα ικανοποιεί μόνο τη μια αλλά και τις δύο κοινότητες και ιδιαίτερα θα απαντά στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων».
Είπε, επίσης, πως «αυτό που θα τονίσω στον ΓΓ είναι ότι οι όροι εντολής και τα ψηφίσματα παρέχουν το κοινό έδαφος για επανέναρξη του διαλόγου μη παραγνωρίζοντας μέχρι το Κραν Μοντανά το παραχθέν έργο μέσα από συγκλίσεις, μέσα από συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί».
Ερωτηθείς τι αναμένει να πράξει ο ΓΓ των ΗΕ με δεδομένη τη θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς για δύο κράτη και της ελληνοκυπριακής για το Σύνταγμα του ’60, ο Πρόεδρος είπε ότι «το πρόβλημα είναι ότι συνταυτίζετε τις απαράδεκτες και εκτός ψηφισμάτων προτάσεις των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων για αλλαγή της βάσης λύσης, με μια πρόταση που θέλει να επαναφέρει την τάξη όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί ή την τελική λύση».
Η επαναφορά στις διατάξεις του Συντάγματος του ’60, σημείωσε, «απαντά στους ισχυρισμούς της τουρκοκυπριακής πλευράς ότι την αποκλείουμε από τη συμμετοχή στη διοίκηση της χώρας και ότι τάχα είναι ελληνοκυπριακή διοίκηση. Δεύτερον, παραπέμπει σε Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, σε ψηφίσματα των ΗΕ και σε αρχές της ΕΕ στην επιδίωξη εξεύρεσης λύσης. Οι Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου είναι σαφείς και καθορίζουν ποια θα είναι η λύση, τα ψηφίσματα και οι όροι εντολής του ΓΓ εξίσου, δηλαδή ουδόλως εκφεύγουν της συμφωνημένης βάσης λύσης».
Αντίθετα, είπε, «με την αναφορά στο Σύνταγμα του ’60 επαναφέρουμε τη σωστή βάση, με βάση τις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης και τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με βάση τις Συμφωνίες Κορυφής. Αυτή ήταν η δήλωση μου και αυτό πρέπει να συγκρατείτε και όχι το απομονωμένο που κάποιοι προτίμησαν να θεωρήσουν ότι επανερχόμαστε στο ενιαίο κράτος».
Θα ήταν ευχής έργο, πρόσθεσε ο Πρόεδρος, αν μπορούσαμε να πράξουμε κάτι ανάλογο. «Όμως, μετά το 1974 και της αδήριτου ανάγκης συμφωνίες υψηλού επιπέδου καθορίζεται η μορφή λύσης. Αυτό που ζητούμε είναι η λύση να οδηγεί σε ένα πραγματικά λειτουργικό κράτος που να διασφαλίζει διάρκεια, συνέχεια και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου των κατοίκων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επομένως, ουδεμία σχέση έχει ο παραλληλισμός ή η συσχέτιση με τις εκτός πλαισίου ΗΕ προτάσεις των Τουρκοκυπρίων με την επάνοδο ή την αναφορά σε συνθήκες που οδηγούν σε μια μετεξέλιξη εντός πάντα των πλαισίων των ψηφισμάτων των ΗΕ».
Ερωτηθείς γιατί προβαίνει τώρα στην πρόταση αυτή και δεν το έκανε πριν χρόνια, ο Πρόεδρος είπε «διότι απλούστατα οι νέες προτάσεις της Τουρκίας που εκφράζονται δια του εκπροσώπου της κ. Τατάρ μιλούν για αναγνώριση κυριαρχίας στο παράνομο καθεστώς και αλλαγή της βάσης λύσης με αναγνώριση δύο κρατών. Είναι απάντηση (η πρόταση μου) για επάνοδο στα πλαίσια των ψηφισμάτων των ΗΕ και στους όρους εντολής του ΓΓ».
Σε ερώτηση τι μπορεί να αναμένει με τη στάση που έχει επιδείξει ο κ. Ερντογάν, ο Πρόεδρος είπε ότι «έχω πει για το περιορισμένο της ελπίδας για ένα θετικό αποτέλεσμα και αυτό όπως ορθά το σημειώνετε, λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας, της τουρκικής αναθεωρητικής στάσης, των νέο-οθωμανικών προσανατολισμών της Αγκυρας που δεν αφορούν μόνο το Κυπριακό αλλά εκτείνονται στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο, επεμβαίνουν στη Λιβύη, στη Συρία, στο Ιράκ και δεν παραλείπουν να επεκταθούν στον Καύκασο επεμβαίνοντας μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν».
Παρακολουθούμε, είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, «όχι ρητορική απλά, αλλά στην πράξη ένα ολέθριο, κατά την άποψη μου, όραμα της Τουρκίας το οποίο μπορεί να φαντάζει πως δημιουργεί μια υπερδύναμη, αλλά αυτό θα φανεί με την πάροδο του χρόνου, το πώς μπορεί να οδηγήσει σε μια οικονομική και όχι μόνο, καταστροφή μιας χώρας με τις υπεραισιόδοξες φαντασιώσεις του κ. Ερντογάν».
Κληθείς να σχολιάσει τις πληροφορίες ότι η κα Λουτ αποχωρεί ο Πρόεδρος είπε ότι «φαίνεται ότι τερματίζεται η υπηρεσία της κας Λουτ για λόγους που αναφέρονται σε σύγκρουση συμφερόντων ενόψει του γεγονότος ότι έχει αναλάβει σε διοικητικό συμβούλιο πετρελαϊκής εταιρείας και κρίθηκε ότι αυτό ενδεχόμενα να την έφερνε σε σύγκρουση με συμφέροντα είτε της Τουρκίας είτε της Κύπρου».
Είπε τέλος, πως ανάλογη πρόταση, δηλαδή για διορισμό ειδικού απεσταλμένου και έναρξη διαπραγματεύσεων με ζεύξη θεμάτων που αφορούν τις δύο κοινότητες, ο κ. Γκουτέρες είχε υποβάλει στη Γενεύη κατά την άτυπη σύνοδο.
«Η δική μας πλευρά αποδέχθηκε αμέσως την πρόσκληση, την απέρριψε η τουρκική πλευρά. Θα επαναλάβω ότι εμάς μας βρίσκει σύμφωνους μια ανάλογη θέση του ΓΓ με ενεργό ρόλο όσον αφορά τη διαμόρφωση συνθηκών από πλευράς ειδικού απεσταλμένου και ας ελπίσουμε ότι εκείνοι που την απέρριψαν θα εισακούσουν αυτή τη φορά τον ΓΓ αν είναι καλόπιστοι», κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.