Kathimerini.gr
Tα 38 τρισεκατομμύρια βακτήρια που βρίσκονται βαθιά μέσα στο έντερο επιτελούν πολλές σημαντικές λειτουργίες. Στο σύνολό τους είναι γνωστά ως μικροχλωρίδα του εντέρου. Βοηθούν στην πέψη της τροφής, μεταβολίζουν φάρμακα και σας προστατεύουν από μολυσματικούς μικροοργανισμούς. Με πολλούς τρόπους, η μικροχλωρίδα του εντέρου σας –η οποία, συνολικά, ζυγίζει περίπου 225 γραμμάρια– λειτουργεί κατά μία έννοια ως ένα ξεχωριστό όργανο του σώματος.
Ακριβώς όπως έχετε ένα μοναδικό γονιδίωμα, έχετε και ένα μοναδικό μικροβίωμα του εντέρου, που απαρτίζεται από περίπου οκτώ εκατομμύρια γονίδια τα οποία ελέγχουν τη μικροχλωρίδα του εντέρου σας. Οι επιστήμονες βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία κατανόησης του πώς η σύσταση και η ποικιλομορφία του μικροβιώματος του εντέρου επηρεάζουν την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Μια συσχέτιση με τη χοληστερόλη;
Μια πρόσφατη ανακάλυψη αφορά μια ομάδα βακτηρίων του εντέρου τα οποία μπορούν να διασπούν τη χοληστερόλη εντός του εντερικού συστήματος.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι επιστήμονες γνώριζαν ότι βακτήρια του εντέρου μπορούσαν να μετατρέπουν τη χοληστερόλη σε μια ένωση που ονομάζεται κοπροστανόλη, αλλά δεν γνώριζαν ποια είδη βακτηρίων ευθύνονταν γι’ αυτό.
Έτσι, ερευνητές ανέλυσαν δείγματα κοπράνων από 3.079 άτομα, προκειμένου να «χαρτογραφήσουν» το μικροβίωμα του εντέρου των ατόμων αυτών, και στη συνέχεια προχώρησαν στην αλληλούχιση περίπου έξι εκατομμυρίων μικροβιακών γονιδίων.
Διαπίστωσαν ότι άτομα που είχαν στο μικροβίωμά τους ένα γονίδιο το οποίο ονομάστηκε IsmA απέκκριναν έως και 75% λιγότερη χοληστερόλη στα κόπρανά τους από τα άτομα που δεν είχαν αυτό το βακτηριακό γονίδιο. Η παρουσία του γονιδίου αυτού (το οποίο παράγει ένζυμα που μεταβολίζουν τη χοληστερόλη) συσχετίστηκε επίσης με χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης στους συμμετέχοντες.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν πέρυσι στο επιστημονικό περιοδικό Cell Host and Microbe, ενδέχεται να βοηθήσουν στο να εξηγηθεί γιατί ορισμένα άτομα μπορούν να καταναλώνουν περισσότερη χοληστερόλη στη διατροφή τους, με σχετικά μικρό αντίκτυπο στο επίπεδο της χοληστερόλης στο αίμα τους.
«Τα ευρήματα εδραιώνουν περισσότερο την άποψη ότι η τροποποίηση του μικροβιώματος μπορεί να έχει θεραπευτική δράση», λέει ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο δρ Stanley Shaw, καρδιολόγος στο Brigham and Women’s Hospital και αναπληρωτής κοσμήτωρ εκπαίδευσης διοικητικών στελεχών στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Ωστόσο, μια θεραπεία για την καρδιοπάθεια βασισμένη στο μικροβίωμα θα χρειαστεί ακόμα πολλά χρόνια, επισημαίνει.
Θεωρητικά, θα ήταν βοηθητικό να εισαγάγουμε απευθείας τα ένζυμα που μεταβολίζουν τη χοληστερόλη στο έντερο ή να ενισχύσουμε πληθυσμούς αυτών των βακτηρίων μέσω της διατροφής, μέσω προβιοτικών ή άλλης μεθόδου (τα προβιοτικά είναι ωφέλιμα βακτήρια τα οποία απαντώνται σε ορισμένες τροφές όπως το γιαούρτι, καθώς και ως συμπληρώματα διατροφής που λαμβάνονται χωρίς συνταγή).
«Το ποια είναι η καλύτερη προσέγγιση αποτελεί ακόμη μυστήριο, καθώς δεν μπορούμε να προβλέψουμε με αξιοπιστία εάν τα νεοεισαχθέντα βακτήρια θα αποικίσουν πράγματι το έντερο», παρατηρεί ο δρ Shaw.
Διαφορές στο μικροβίωμα
Το μικροβίωμα φαίνεται να επηρεάζει και άλλους παράγοντες που συνδέονται με την υγεία της καρδιάς: το σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, τον διαβήτη, τη φλεγμονή.
Παραδείγματος χάριν, άτομα που είναι από τη φύση τους αδύνατα έχουν διαφορετική εντερική μικροχλωρίδα από τα υπέρβαρα άτομα, πιθανώς γιατί ορισμένα βακτήρια καταναλώνουν περισσότερες θερμίδες από ορισμένες τροφές από ό,τι άλλα βακτήρια. Ομοίως, άτομα με υπέρταση φαίνεται να έχουν εντερική μικροχλωρίδα με λιγότερη ποικιλομορφία (δηλαδή, λιγότερα είδη βακτηρίων) συγκριτικά με άτομα που έχουν φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Ωστόσο, το πρόβλημα με αυτές τις παρατηρήσεις είναι το παλιό δίλημμα μεταξύ «κότας ή αυγού». «Είναι οι διαφορές στην εντερική χλωρίδα που προκαλούν το πρόβλημα υγείας ή αποτελούν μια αντίδραση ή αντισταθμιστική λειτουργία του οργανισμού, που αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα;» λέει ο δρ Shaw.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον σχετικά με το μικροβίωμα είναι πως φαίνεται να χρησιμεύει ως μεσολαβητής για ορισμένους από τους παράγοντες του τρόπου ζωής οι οποίοι έχουν ευνοϊκή επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία, εξηγεί ο δρ Shaw.
Ας δούμε, για παράδειγμα, τις ίνες των τροφών. Οι δίαιτες που είναι πλούσιες σε ίνες φαίνεται να μειώνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας και εγκεφαλικού επεισοδίου σε ποσοστό που φθάνει το 30%. Μέρος αυτού του οφέλους είναι πιθανό να προέρχεται από την ικανότητα των ινών να βοηθούν στη μείωση της χοληστερόλης στον οργανισμό. Αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που εμπλέκονται.
Στον οργανισμό σας, οι ίνες διασπώνται από βακτήρια που ζουν εντός του παχέος εντέρου, έτσι ώστε να σχηματίσουν λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου. Τα συστατικά αυτά αλληλεπιδρούν με συγκεκριμένους υποδοχείς που βρίσκονται σε κύτταρα τα οποία ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, επηρεάζουν ορμόνες που εμπλέκονται στον διαβήτη και μειώνουν τη φλεγμονή – παράγοντες που επηρεάζουν την καρδιαγγειακή υγεία.
Το μήνυμα που θα κρατήσετε
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες συμβουλές για την καρδιά που να συνδέονται με το μικροβίωμα του εντέρου. Ωστόσο, η διατροφή με βάση τη χορτοφαγία –καθώς οι φυτικές τροφές είναι καλές για την καρδιακή υγεία– φαίνεται να ενισχύει ένα περισσότερο ποικιλόμορφο (και υγιέστερο) μικροβίωμα του εντέρου.
«Μείνετε συντονισμένοι για περισσότερες εξελίξεις από το σύνθετο αλλά συναρπαστικό πεδίο της έρευνας και των θεραπευτικών προσεγγίσεων του μικροβιώματος», λέει ο δρ Shaw.