ΠΗΓΗ: CNN
Η… ερωτική σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τους… υδατάνθρακες δεν είναι μια «νέα» διατροφική εμμονή, αλλά πιθανώς προϋπήρχε της ύπαρξής μας ως είδους, σύμφωνα με νέα έρευνα. Λόγω του –μέχρι πρότινος– ανθρωπολογικού στερεότυπου πως οι προϊστορικοί άνθρωποι τρέφονταν με κρέας μαμούθ και άλλων ζώων, είχε επικρατήσει η πεποίθηση πως μια διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνη θεωρείτο απαραίτητη για την ανάπτυξη ενός μεγάλου εγκεφάλου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αρχαιολογικά στοιχεία αμφισβητούν αυτή την άποψη, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι ανέπτυξαν πριν από πολύ καιρό μια προτίμηση στους υδατάνθρακες –ψήνοντας βολβούς και άλλα αμυλούχα– που έχουν ανιχνευθεί σε ανάλυση βακτηρίων από αρχαία δόντια.
Η νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε την περασμένη Πέμπτη στο επιστημονικό περιοδικό Science προσφέρει τις πρώτες κληρονομικές αποδείξεις για τις πρώιμες δίαιτες, πλούσιες με υδατάνθρακες.
Οι επιστήμονες εντόπισαν την εξέλιξη ενός γονιδίου που επιτρέπει στους ανθρώπους να χωνεύουν το άμυλο πιο εύκολα, διασπώντας το σε απλά σάκχαρα που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για την ενέργειά του. Η μελέτη αποκάλυψε ότι τα γονίδια αυτά πολλαπλασιάστηκαν πολύ πριν από την έλευση της γεωργίας.
Η εξέλιξη αυτή τοποθετείται χρονικά εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν, πολύ πριν το είδος μας, ο Homo sapiens, ή ακόμη και οι Νεάντερταλ αναδυθούν ως ξεχωριστές ανθρώπινες γενεαλογικές οντότητες.
Ερευνητές από το The Jackson Laboratory στο Φάρμινγκτον του Κονέκτικατ και το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο ανέλυσαν τα γονιδιώματα 68 αρχαίων ανθρώπων. Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε ένα γονίδιο ονόματι AMY1 που επιτρέπει στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν στο στόμα σύνθετους αμυλώδεις υδατάνθρακες και να τους διασπούν, παράγοντας το ένζυμο αμυλάση – χωρίς το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να αφομοιώσουν τροφές όπως η πατάτα, τα ζυμαρικά, το ρύζι και το ψωμί.
Ο σύγχρονος άνθρωπος πλέον διαθέτει πολλαπλά αντίγραφα αυτού του γονιδίου, ο αριθμός των οποίων διαφέρει από άτομο σε άτομο. Παρ’ όλα αυτά ήταν δύσκολο για τους γενετιστές να συνδυάσουν το πώς και πότε ο αριθμός αυτών των γονιδίων πολλαπλασιάστηκε – γεγονός που ουσιαστικά προσδιορίζει το πότε η κατανάλωση αμύλου εξελίχθηκε επωφελής για την ανθρώπινη υγεία.
«Το βασικό ερώτημα που προσπαθούσαμε να απαντήσουμε ήταν το πότε σημειώθηκε αυτή η αναπαραγωγή των γονιδίων. Για αυτό, λοιπόν, αρχίσαμε να μελετάμε τα αρχαία γονιδιώματα», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Φέιζα Γιλμάζ.
«Προηγούμενες έρευνες δείχνουν πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του αριθμού αντιγράφων AMY1 και της ποσότητας του ενζύμου αμυλάσης που απελευθερώνεται στο σάλιο μας. Θέλαμε να καταλάβουμε αν πρόκειται για ένα φαινόμενο που αποδίδεται στην επικράτηση της γεωργίας. Αυτό είναι το… καυτό ερώτημα», δήλωσε η ίδια.
Γενετική αποκάλυψη
Οι ερευνητές ανακάλυψαν πως πριν από 45.000 χρόνια οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες –των οποίων ο τρόπος ζωής προϋπήρχε της γεωργίας– είχαν κατά μέσον όρο τέσσερα με οκτώ αντίγραφα του AMY1, κάτι που υποδείκνυε πως ο Χόμο Σάπιενς είχε δείξει προτίμηση για τα αμυλούχα πολύ πριν η επικράτηση της γεωργίας διαμορφώσει την ανθρώπινη διατροφή.
Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι ο πολλαπλασιασμός του γονιδίου AMY1 υπήρχε στα γονιδιώματα των Νεάντερταλ και των Ντενίσοβαν, ενός εξαφανισμένου ανθρωποειδούς που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 2010 και για τον οποίο είναι σχετικά λίγα γνωστά. Σύμφωνα με τη μελέτη, η παρουσία πολλαπλών αντιγράφων του γονιδίου σε τρία ανθρώπινα είδη υποδηλώνει ότι επρόκειτο για ένα χαρακτηριστικό που μοιραζόταν ένας κοινός πρόγονος πριν από την ταξινομική τοποθέτηση των διαφορετικών γενεαλογικών γραμμών.
Το εύρημα αυτό σημαίνει πως οι αρχαίοι άνθρωποι διέθεταν πάνω από ένα αντίγραφο του AMY1 ήδη πριν από 800.000 χρόνια.
Η μελέτη «παρείχε αδιάσειστα στοιχεία» για το πώς εξελίχθηκε στον άνθρωπο ο μοριακός μηχανισμός για τη μετατροπή των δύσπεπτων αμύλων σε εύκολα προσλήψιμα σάκχαρα, εξηγεί ο Τέιλορ Χερμές, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αρκάνσας, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Επιπλέον, ενισχύει την αναδυόμενη θεωρία ότι οι υδατάνθρακες και όχι οι πρωτεΐνες παρείχαν την απαραίτητη ενεργειακή ώθηση για την αύξηση του μεγέθους του ανθρώπινου εγκεφάλου με την πάροδο του χρόνου, σημείωσε.
«Η διαπίστωση των συγγραφέων ότι ένας αυξημένος αριθμός αντιγράφων του γονιδίου της αμυλάσης, που οδηγεί σε μεγαλύτερη ικανότητα διάσπασης του αμύλου, μπορεί να έχει εμφανιστεί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν από τους Νεάντερταλ ή τους Ντενίσοβαν, καθιστά πιο αξιόπιστη την πεποίθηση πως τα άμυλα μεταβολίζονταν σε απλά σάκχαρα για να τροφοδοτήσουν την ταχέως αναπτυσσόμενη ανάπτυξη του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης», προσθέτει ο Χερμές.
«Η γονιδιωματική διερεύνηση αυτής της μελέτης συμβάλλει στην οριστική χρονική ταυτοποίηση ορισμένων από αυτά τα σημαντικά ορόσημα και αποκαλύπτει εντυπωσιακά στοιχεία για τη μακρά ερωτική σχέση της ανθρωπότητας με το άμυλο», καταλήγει.