
ΠΗΓΗ: CNN
Πώς μπορεί η Ουκρανία να διασφαλίσει πως ο Πούτιν δεν θα αψηφήσει την όποια συμφωνία εκεχειρίας – και δεν θα εισβάλει ξανά σε ένα ή δύο χρόνια σε ουκρανικό έδαφος; Και πώς μπορεί το Κίεβο να θωρακιστεί από τις φιλοδοξίες του ισχυρότερου γείτονά της;
Είναι τα βασικά διακυβεύματα των περιβόητων εγγυήσεων ασφαλείας που μετ’επιτάσεως επικαλέστηκε αμέτρητες φορές ο Ζελένσκι κατά την επεισοδιακή συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει απορρίψει ανοιχτά τις ανησυχίες του Ουκρανού ομολόγου του για αυτού του είδους τις εγγυήσεις. «Η ασφάλεια είναι τόσο εύκολη, αυτό είναι περίπου το 2% του προβλήματος», είπε στο εκρηκτικό τετ-α-τετ της περασμένης Παρασκευής.
Ο Τραμπ εξακολουθεί να τηρεί στάση ασάφειας για το ευρύτερο ζήτημα της ασφάλειας στην Ουκρανία, επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπάρχει λόγος αμερικανικής παρουσίας και πως είναι ζήτημα που θα χειριστούν οι Ευρωπαίοι.
«Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο να γίνει μια συμφωνία», δήλωσε ο Τραμπ τη Δευτέρα, λίγες ώρες προτού ανακοινώσει το πάγωμα της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.
Οπως υποστηρίζει ο Αμερικανός πρόεδρος, η αμερικανική παρουσία για την εκμετάλλευση των ορυκτών και των σπάνιων γαιών της Ουκρανίας, θα αποτελέσουν αποτρεπτικό παράγοντα για ενδεχόμενη νέα εισβολή της Ρωσίας – Φωτ.: AP Photo/Efrem Lukatsky
Ο ίδιος υποστήριξε επίσης πως η παρουσία αμερικανικών εταιρειών που θα εκμεταλλεύονται τις σπάνιες γαίες και άλλα ορυκτά της Ουκρανίας θα ήταν αρκετή για να κρατήσει τη Ρωσία σε απόσταση. «Δεν νομίζω ότι θα ανακατευτεί κανείς, αν είμαστε εκεί με πολύ προσωπικό», είπε.
Ωστόσο, σχολιάζοντας το επιχείρημα αυτό, το CNN αντιτείνει πως «υπήρχαν άφθονες αμερικανικές εταιρείες που λειτουργούσαν στην Ουκρανία και την κατά την εισβολή της Ρωσίας, το 2022».
Και έπειτα, η Ουκρανή υπουργός Οικονομίας, Γιούλια Σβιριντένκο υπενθύμισε τη Δευτέρα πώς η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός για το Ντονμπάς που υπέγραψε η Ρωσία στο Παρίσι το 2019, παραβιάστηκε από τη Μόσχα μέσα σε λίγες εβδομάδες. «Στις 18 Φεβρουαρίου 2020, οι Ρώσοι εξαπέλυσαν μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις του πολέμου. Αυτό είναι το μοτίβο του Κρεμλίνου: εξαπάτηση, ψεύτικες υποσχέσεις και κλιμάκωση», δήλωσε η Σβιριντένκο.
Από την άλλη, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών έχει θέσει το ζήτημα σε πιο ρεαλιστική βάση, σημειώνει το αμερικανικό δίκτυο. Σε συνέντευξή του στο Fox News την περασμένη εβδομάδα, ο Μάρκο Ρούμπιο τόνισε πως «αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Ουκρανία είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας, ώστε να κοστίζει σε κάποιον να επανέλθει στο μέλλον». Πρόσθεσε δε, πως «δεν χρειάζεται να εμπλακεί μόνο η Αμερική. Και οι Ευρωπαίοι μπορούν να συμμετάσχουν».
Αλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, πάντως, έχουν διαμηνύσει πως οι ΗΠΑ δεν θα αποτελούν μέρος του «αποτρεπτικού παράγοντα». Ο υπουργός Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ έχει δηλώσει πως τα ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Ουκρανία δεν θα απολαμβάνουν προστασίας βάσει της αρχής της συλλογικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Ενώ ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Μάικ Γουόλτς δήλωσε ότι το θέμα των εγγυήσεων ασφαλείας «είναι καθαρά υπόθεση των Ευρωπαίων».
Δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης;
Την Κυριακή, Ευρωπαίοι ηγέτες συναντήθηκαν στο Λονδίνο για να διαβουλευτούν λύσεις για την Ουκρανία, αλλά και τη διαμόρφωση, μακροπρόθεσμα, των διατλαντικών σχέσεων.
«Ενα πράγμα γνωρίζει η Ευρώπη: Η συμφωνία, αν συναφθεί, δεν θα αφορά απλώς τον διαμοιρασμό της Ουκρανίας ή την εξασφάλιση μιας γρήγορης κατάπαυσης του πυρός. Θα αφορά μια βιώσιμη και ασφαλή ειρηνευτική συμφωνία, τα υπαρξιακά ζητήματα ασφάλειας για όλη την Ευρώπη», σημειώνει σε άρθρο του στο Foreign Affairs ο Βόλφγκανγκ Ισινγκερ, πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, η Κλαούντια Μαγιόρ και ο Αλντο Κλέεμαν από το Γερμανικό Ιντστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων υποστηρίζουν σε πρόσφατη έκθεσή τους πως οι Ευρωπαίοι «στερούνται τόσο των απαραίτητων στρατιωτικών δυνατοτήτων όσο και της πολιτικής βούλησης και ομοφωνίας» για να επωμιστούν το βάρος.
Την Κυριακή, Ευρωπαίοι ηγέτες συναντήθηκαν στο Λονδίνο για να διαβουλευτούν λύσεις για την Ουκρανία, αλλά και την μακροπρόθεσμη διαμόρφωση των διατλαντικών σχέσεων – Φωτ.: JUSTIN TALLIS/Pool via REUTERS
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εμφανίστηκε αισιόδοξος, υποστηρίζοντας πως οι διαπραγματεύσεις θα διαρκέσουν «αρκετές εβδομάδες και στη συνέχεια, μόλις υπογραφεί η ειρήνη, θα υπάρξει ανάπτυξη (στρατευμάτων)» που θα πρέπει να συμφωνηθεί με τη Ρωσία.
Ο Μακρόν αναγνώρισε, παρόλα αυτά, πως μια εκεχειρία σε μια γραμμή μετώπου 1.000 χιλιομέτρων θα είναι «πολύ δύσκολο» να εφαρμοστεί. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις θα πρέπει να αναπτυχθούν σε μία τοπογραφία γεμάτη δασικές εκτάσεις, κατεστραμμένες υποδομές και εγκαταλελειμένες πόλεις.
Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία προτίθενται να αποτελέσουν μέρος μιας μεταπολεμικής δύναμης που θα εγγυάται την ασφάλεια και τη βιωσιμότητα της ειρήνης. Η Αυστραλία έχει διαμηνύσει πως είναι ανοιχτή στη συζήτηση κάποιου ρόλου.
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι η στήριξη άλλων ηγεσιών. Ο απερχόμενος Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς δήλωσε ότι «θα απαιτηθεί μια προσπάθεια για την οποία πολλοί δεν είναι ακόμη πραγματικά επαρκώς προετοιμασμένοι». Αλλοι σύμμαχοι απέφυγαν τη συζήτηση ως προς την ετοιμότητά τους για συμμετοχή σε μια ειρηνευτική εντολή. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι δήλωσε ότι η ανάπτυξη ιταλικών στρατευμάτων «δεν έχει τεθεί ποτέ στο τραπέζι».
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ έχει υποστηρίξει πως υπάρχει προθυμότητα συνεισφοράς και από άλλες χώρες -τις οποίες δεν έχει κατονομάσει-, επιμένοντας ωστόσο πως «η προσπάθεια πρέπει να έχει ισχυρή υποστήριξη των ΗΠΑ», η οποία κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι.
Το μέγεθος και ο ρόλος της ειρηνευτικής δύναμης
Η έλλειψη ομόνοιας δεν διέπει μόνο το ζήτημα της ύπαρξης μιας ειρηνευτικής δύναμης ή της συνεισφοράς σ’αυτήν, αλλά και τον αριθμό και τις εξουσίες της.
Θα πρόκειται για μια μικρή «δύναμη-σκούπα» με αποτρεπτικό ρόλο; Ή θα είναι μια πλήρως εξοπλισμένη αποστολή ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της;
Μια δύναμη του ΟΗΕ είναι απίθανη επειδή «η Ρωσία, ως ενδιαφερόμενο κράτος και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θα πρέπει να συμφωνήσει στην ανάπτυξή της», εκτιμούν οι Μαγιόρ και Κλέεμαν σε έκθεσή τους – που, αν και προσώρας αδημοσίευτη, έχει περιέλθει σε γνώση του CNN.
Οι ίδιοι προειδοποιούν πως «μια προσέγγιση “μπλόφα”, που θα βασιζόταν στην ανάπτυξη μικρής δύναμης στρατευμάτων και την ελπίδα πως η Ρωσία δεν θα επιχειρήσει κάποια νέα εισβολή, θα ήταν ανεύθυνη».
Στο ίδιο μήκος κύματος πιέζει και ο Ζελένσκι, ο οποίος στο Λονδίνο εξέφρασε την ανάγκη για «πολύ συγκεκριμένες εγγυήσεις ασφαλείας και με πολύ συγκεκριμένους παρόχους» που θα καταστήσουν «100% ανέφικτη κάθε είδους ευκαιρία για νέα επίθεση από τη Ρωσία».
Μια ολοκληρωμένη ειρηνευτική δύναμη θα πρέπει να μετρά τουλάχιστον 100.000 στρατιωτικά στελέχη, αριθμός που θα συνιστούσε συντριπτική δέσμευση μόνο για τους ευρωπαϊκούς στρατούς, δεδομένου και απαραίτητου «rotation» ενστόλων.
Συγκριτικά, η ειρηνευτική αποστολή που ξεκίνησε στο Κοσσυφοπέδιο το 1999 αποτελείτο από 48.000 στρατιώτες. Όμως, η Ουκρανία είναι πάνω από 50 φορές μεγαλύτερη από το Κοσσυφοπέδιο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, μια τέτοια δύναμη θα απαιτούσε μια σημαντική αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη (DMZ) και έναν διαρκή δίαυλο με τις δύο πλευρές που θα χειρίζεται τις παραβιάσεις.
Οπως υποστηρίζουν, θα πρέπει να υπάρξει μια Γραμμή Ελέγχου και απόσυρση των βαρέων όπλων σε απόσταση τουλάχιστον 40 χιλιομέτρων.
Επιπλέον, υπάρχουν αμέτρητοι κίνδυνοι κλιμάκωσης. Για παράδειγμα, εάν οι ρωσικές δυνάμεις έπλητταν με ρουκέτες μεγάλου βεληνεκούς φυλάκιο Γάλλων ή Βρετανών στρατιωτών, θα οδηγούσε αυτό τα κράτη του ΝΑΤΟ σε πόλεμο με τη Ρωσία; «Αυτό θα μπορούσε να είναι ακόμη και δελεαστικό για το Κρεμλίνο. Αν στοχοποιούσε ευρωπαϊκά στρατεύματα κοντά στις γραμμές του μετώπου της Ουκρανίας, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να βρεθούν σε πόλεμο με τη Ρωσία χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ» σχολιάζει το CNN.
Το «καλύτερο δυνατό σενάριο»
Ο Μάθιου Σμιτ, καθηγητής εθνικής ασφάλειας και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του New Haven, δήλωσε στο CNN ότι οι ρεαλιστικές εγγυήσεις ασφαλείας περιλαμβάνουν τρία στοιχεία: σημαντική διεθνή παρουσία στο πεδίο, την υποστήριξη των ΗΠΑ και έναν εκσυγχρονισμένο και διευρυμένο ουκρανικό στρατό.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μία ειρηνευτική αποστολή έως και 100.000 μελών μαζί με μια ουκρανική χερσαία δύναμη περίπου 200.000 στρατιωτών, θα μπορούσαν να αρκούν ως μέσο αποτροπής, καθώς θα αντιστοιχούσε περίπου στο ένα τρίτο της ρωσικής δύναμης που έχει αναπτυχθεί στην Ουκρανία ή γύρω από αυτήν.
Βεβαίως, μία καλά εξοπλισμένη ειρηνευτική δύναμη θα απαιτούσε αμερικανικές δυνατότητες αερομεταφοράς, δορυφορική κάλυψη και πυραυλική άμυνα για την αποτροπή νέων ρωσικών επιθέσεων, υποδομές που οι Ευρωπαίοι δεν διαθέτουν. Γι’αυτό και ο Στάρμερ εμμένει στην «ισχυρή αμερικανική στήριξη».
Οι ουκρανικές δυνάμεις θα πρέπει επίσης να έχουν στην αμυντική φαρέτρα τους δυτικούς πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς, αποτρεπτικούς για τις ρωσικές γραμμές εφοδιασμού, καθώς και πολύ πιο ισχυρή αεροπορική δύναμη, σε περίπτωση επανεκκίνησης των εχθροπραξιών.
Ομως, όπως σημειώνει το CNN, χωρίς τη Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, «όλα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός».
Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών έχει ήδη διαμηνύσει ότι η παρουσία στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, είτε υπό τη σημαία της Συμμαχίας είτε όχι, είναι «κατηγορηματικά μη αποδεκτή».
Το επίσημο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων RIA Novosti επικαλέστηκε την Τρίτη την Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού λέγοντας ότι μια ειρηνευτική δύναμη 100.000 ατόμων «θα ισοδυναμούσε με de facto κατοχή της Ουκρανίας».
Η Ρωσία «έχει θέσει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και θα αποδειχθεί πολύ δύσκολο να υποχωρήσει», γράφει ο Ίσινγκερ. «Είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξει βιώσιμη ειρήνη με τη Ρωσία απλώς και μόνο με τη φύλαξη της γραμμής επαφής στην ανατολική Ουκρανία».