Το 2021, όταν ο τέως αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΣΥ Χάρης Γεωργιάδης πρωτομίλησε για «νέο ρεαλισμό» στο Κυπριακό, προκλήθηκε σάλος. Αιωρείτο ακόμη ο ισχυρισμός τού αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β΄ ότι, ο τότε πρόεδρος Αναστασιάδης τον είχε βολιδοσκοπήσει για λύση δύο κρατών. Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στην αντιπολίτευση. Ο αείμνηστος Σωκράτης Χάσικος, συνάδελφος του Γεωργιάδη στην κυβέρνηση Αναστασιάδη, τον προκάλεσε να ξεκαθαρίσει τι εννοούσε.
Το περασμένο καλοκαίρι ο Γεωργιάδης επανήλθε με ένα βιβλίο 200 σελίδων υπό τον τίτλο «Νέος Ρεαλισμός, Το Κυπριακό 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή», εκδόσεις Παπαζήση. Χάρηκα όταν το έλαβα. Ήταν μια «ανωμαλία» στο πολιτικό σκηνικό μετά τις ευρωεκλογές, τον θρίαμβο Φειδία, τον κουραστικό ανταγωνισμό του πολιτικού προσωπικού στο Instagram και την ελαφρότητα του πολιτικού λόγου. Στο πολύχρωμο αυτό τοπίο, ένα βιβλίο γραμμένο από πολιτικό, για το Κυπριακό, έμοιαζε σχεδόν ανατρεπτικό.
Ο Γεωργιάδης βάζει το ψαχνό που έλειπε από το κόκαλο που είχε ρίξει το 2021. Είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με την πρότασή του, παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την επόμενη μέρα, η οποία στηρίζεται στη διάγνωση ότι, «η προοπτική μιας συμφωνημένης λύσης έχει απομακρυνθεί και η διχοτόμηση της Κύπρου έχει εδραιωθεί». Αυτή η κατάσταση πραγμάτων, προσθέτει, «συνιστά ευθεία απειλή για την ασφάλεια του κυπριακού ελληνισμού». Ο νέος ρεαλισμός στοχεύει στην ενίσχυση της ασφάλειας των «Ελλήνων Κυπρίων» (αντιστοίχως η άλλη πλευρά αποκαλείται «Τούρκοι Κύπριοι»), επιδιώκοντας ταυτόχρονα επιμέρους συμφωνίες που βελτιώνουν το status quo προς αμοιβαίο όφελος.
Η ασφάλεια θα προέλθει από την ανάσχεση της Τουρκίας. Πώς; «Η ισχυρή οικονομία, η ισχυρή άμυνα, ο ξεκάθαρος δυτικός προσανατολισμός κι ο απόλυτος συντονισμός Αθηνών – Λευκωσίας είναι τα μέσα που θα επιτρέψουν σε Ελλάδα και Κύπρο να συγκρατήσουν τις πιέσεις της Τουρκίας, να αποφύγουν την περαιτέρω υπονόμευση της κυριαρχίας και διατηρήσουν την ειρήνη», υποστηρίζει ο συγγραφέας, καταθέτοντας συγκεκριμένες ρεαλιστικές εισηγήσεις.
Η δεύτερη, αμφιλεγόμενη, πτυχή είναι η βήμα προς βήμα διαπραγμάτευση, όχι για συνολική λύση, αλλά «για κάποιες σημαντικές επιμέρους συμφωνίες», σε θέματα όπως «η Αμμόχωστος, το εδαφικό, οι ενεργειακοί σχεδιασμοί, οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, το άνοιγμα [τουρκικών] λιμανιών, αεροδρομίων και εναέριου χώρου, το εμπόριο και η ασφάλεια». Το αμφιλεγόμενο έγκειται στην επισήμανση του συγγραφέα ότι «τα επίμαχα ζητήματα κυριαρχίας για την ώρα θα έμεναν στην άκρη». Οι Τούρκοι, δηλαδή, δεν θα απαιτούσαν αναγνώριση ξεχωριστής κυριαρχίας και η πλευρά μας, «χωρίς να εγκαταλείπει τις διαχρονικές της θέσεις – θα κατανοούσε ότι αυτή τη στιγμή δεν θα υπήρχε αποδοχή της ομοσπονδίας από την Άγκυρα και την τουρκική κυπριακή ηγεσία».
Ο νέος ρεαλισμός αναπτύσσεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελεί μια κριτική σύνοψη της ιστορίας της Κύπρου από το 1960. Προκύπτει αβίαστα ότι μέντορας του Γεωργιάδη στο Κυπριακό είναι ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος κατόρθωσε να συστεγάσει για χρόνια στο ΔΗΣΥ αυτό που σήμερα ο Γεωργιάδης αποκαλεί τα δύο άκρα στο Κυπριακό: στη μια πλευρά η «σχολή σκέψης που προκρίνει περαιτέρω ευελιξία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς και προσπάθεια εξευμενισμού της Τουρκίας» και η άλλη, «σε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση από την πραγματικότητα», όπου συναντάται το εθνικιστικό ΕΛΑΜ και η σοσιαλιστική ΕΔΕΚ, «που απορρίπτουν πλήρως την ομοσπονδιακή επιλογή».
Ο συγγραφέας γίνεται ιδιαίτερα αιχμηρός προς όσους υιοθετούν το αφήγημα περί δήθεν εγκλήματος στο Κραν Μοντανά. Ούτε η ίδια η Τουρκία, σημειώνει δεικτικά, δεν υιοθετεί το αφήγημα μερίδας Ελλήνων Κυπρίων ότι «ήταν πανέτοιμη να αποσύρει τον κατοχικό στρατό, να αποδεχθεί τον τερματισμό των εγγυήσεων ασφαλείας και να δώσει τη συναίνεσή της στην επίλυση του Κυπριακού». Επ’ αυτού επικρίνει ήπια τον Νίκο Αναστασιάδη διότι δεν ανέδειξε στον βαθμό που έπρεπε τις τουρκικές προθέσεις. Κριτική ασκεί και στον Νίκο Χριστοδουλίδη, όχι ως Προέδρου, αλλά ως συγγραφέα. Πριν μπλέξει με την πολιτική, ο Χριστοδουλίδης είχε γράψει δύο βιβλία για το Κυπριακό. Στο πρώτο, «Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού 1948-1978» (Εκδόσεις Καστανιώτη) αναφέρεται στο σχέδιο που υπέβαλαν το 1978 οι ΗΠΑ, Καναδάς και Βρετανία που προέβλεπε την επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου για ν’ αρχίσουν συνομιλίες. Ο τότε πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού το απέρριψε. Ο Χριστοδουλίδης, ενώ επικρίνει τον άγαρμπο τρόπο απόρριψης του σχεδίου, μη περιμένοντας την τοποθέτηση της τουρκικής πλευράς, βρίσκει ελαφρυντικά στον Κυπριανού. Εδώ εντοπίζεται η διαφωνία του Γεωργιάδη: Ο ρόλος «μιας υπεύθυνης ηγεσίας», γράφει, «είναι ακριβώς να λαμβάνει ψύχραιμες, δύσκολες και σωστές αποφάσεις […] και να μη διστάζει να σταθεί απέναντι στο λαϊκό αίσθημα, όταν αυτό επιβάλλεται, προκειμένου να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον».
Το βιβλίο αποφεύγει την ξύλινη, δήθεν επιστημονική, γλώσσα του Κυπριακού με τις παραπομπές σε ψηφίσματα, ιδέες, πλαίσια και νομικούς όρους. Γραμμένο απλά, παρουσιάζει μια συγκροτημένη και μελετημένη προσέγγιση που αξίζει να συζητηθεί με σοβαρότητα.