Kathimerini.gr
Στην επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών Ελλάδας και Τουρκίας και στο παρασκήνιο που προηγήθηκε αναφέρεται δημοσίευμα της Washington Post, το οποίο υπογράφει ο David Ignatius και εκτιμά πως οι ΗΠΑ θεωρούν ότι ο Ερντογάν έχει ξεπεράσει τα όρια στο παιχνίδι ισχύος στην περιοχή. Ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις «προκειμένου να οριοθετήσουν τα θαλάσσια σύνορά τους στα αμφισβητούμενα νερά της Ανατολικής Μεσογείου», έπειτα από έντονη πίεση τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Γερμανία και σημειώνει ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη ενδεχομένως να οδηγήσει στην επίλυση του θέματος μέσω διαιτησίας ενός τρίτου μέρους ή με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η κρίση που προηγήθηκε, αναφέρει, οδήγησε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της ένοπλης σύρραξης καθώς ο Ερντογάν επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία, κάτι που ανησυχεί τις μεγαλύτερες δυνάμεις. Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι η επίσκεψη Πομπέο στην Κύπρο, η μερική άρση του εμπάργκο όπλων προς τη Λευκωσία και η δήλωσή του ότι «παραμένουμε έντονα ανήσυχοι για τις εξελισσόμενες επιχειρήσεις έρευνας φυσικών πόρων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο», καταδεικνύουν την ανησυχία των ΗΠΑ. Η προγραμματισμένη επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα την ερχόμενη εβδομάδα, χωρίς να επισκεφθεί ταυτόχρονα την Αγκυρα, ενδεχομένως –εκτιμά ο αρθρογράφος– αποτελεί ένα σημάδι ότι αυτός και άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι είναι «εκνευρισμένοι» με τις τελευταίες προσπάθειες του Ερντογάν να επεκτείνει την ισχύ του στην περιοχή.
«Προκλητικές επιχειρήσεις»
Στη συνέχεια το δημοσίευμα φιλοξενεί δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Στίβεν Μπίγκαν την περασμένη Τετάρτη στο Αμερικανοτουρκικό Συμβούλιο στην Ουάσιγκτον, ο οποίος καταδίκασε απερίφραστα την Τουρκία, τονίζοντας ότι «υπάρχουν ουσιαστικές και αυξανόμενες ανησυχίες στις ΗΠΑ σχετικά με έναν αριθμό τουρκικών πολιτικών». Πρόσθεσε ότι «παροτρύνουμε την Τουρκία να σταματήσει τις προκλητικές θαλάσσιες επιχειρήσεις και τα βήματα που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή», καθώς και ότι οι ΗΠΑ «ήταν ιδιαίτερα ανήσυχες με την οπισθοδρόμηση της Δημοκρατίας στην Τουρκία».
Σύμφωνα με την Washington Post, η αιχμηρή γλώσσα Μπίγκαν και το ταξίδι Πομπέο σηματοδοτούν την ανησυχία των ΗΠΑ ότι ο Ερντογάν έχει ξεπεράσει τα όρια στο παιχνίδι ισχύος του στην περιοχή, προσβάλλοντας ακόμα και τον πάλαι ποτέ υποστηρικτή του πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η εφημερίδα επισημαίνει ακόμη ότι, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, η αμερικανική κυβέρνηση ενδεχομένως να έχει τα μάτια της στην ελληνοαμερικανική ψήφο, έναν (υπολογίσιμο) παράγοντα σε ορισμένες αμφιταλαντευόμενες πολιτείες.
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, ο αρθρογράφος αναφέρει ότι ήταν ο άλλος κρίσιμος διαπραγματευτής που πίεσε την τουρκική πλευρά να προβεί σε αποκλιμάκωση. Συγκεκριμένα, Ελληνας αξιωματούχος δήλωσε ότι, σε συνομιλία της με τον Ερντογάν, η Μέρκελ προειδοποίησε: «Αν συνεχίσεις [στην Ανατολική Μεσόγειο] ούτε εγώ μπορώ να σταματήσω τις κυρώσεις».
Η παραπομπή είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είτε σε ανεξάρτητη διαιτησία θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίλυση του θαλάσσιου ζητήματος, χωρίς παραχωρήσεις τις οποίες ούτε ο Ερντογάν ούτε ο Μητσοτάκης μπορούν να αντέξουν πολιτικά, εξηγεί ο αρθρογράφος. Αλλά, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει πρώτα, οι δύο πλευρές, να συμφωνήσουν «στους όρους αναφοράς» που εξειδικεύουν το ζήτημα το οποίο ετοιμάζονται να υποβάλουν για διαιτησία.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός
Αναφερόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον περιγράφει ως μία ελκυστική πολιτική προσωπικότητα στην Ελλάδα, η οποία μία δεκαετία πριν βυθιζόταν στο τέλμα του χρέους και την πολιτική διαίρεση. Τονίζει, μάλιστα, ότι μια σημαντική ενίσχυση για τον Ελληνα πρωθυπουργό ήταν η επιτυχία της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Λιγότερα άτομα πέθαναν στην Ελλάδα από ό,τι στην περιοχή της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Τέλος, επισημαίνει ότι η εξωτερική πολιτική ήταν σχεδόν «αόρατη» ως θέμα κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας των ΗΠΑ. Αλλά, όπως αναφέρει, είναι ευτυχές το γεγονός ότι συνεχίζεται κάποια συνετή διπλωματία των ΗΠΑ με τους δύο νατοϊκούς συμμάχους, οι οποίοι ήρθαν επικίνδυνα κοντά σε μία ένοπλη σύρραξη.