Γράφει ο Αλέξανδρος Λοθάνο
Μια πορτοκαλάδα και 16 φανέλες. Αυτό ήταν το «αντίτιμο» που κλήθηκε να πληρώσει ο Παναθηναϊκός το 1959 για να κάνει δικό του ένα 17χρονο, βραχύσωμο αγόρι, το οποίο είχε κλέψει την παράσταση στα χωμάτινα γήπεδα με τη φανέλα της Αμυνας Αμπελοκήπων.
Γιος ενός υγειονομικού υπαλλήλου και μιας νοσοκόμας, εκείνος ο πιτσιρικάς έμελλε να γίνει στρατηγός. Οχι, όμως, σε ένα πεδίο μάχης, αλλά σε ένα γήπεδο, εκεί όπου ο Δημήτρης Δομάζος, Μίμης για φίλους και εχθρούς, εξελίχθηκε στον πρώτο πραγματικό σούπερ σταρ του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Αυτού που θρηνεί σήμερα για την απώλεια ενόςχαρισματικού αθλητή με την μπάλα στα πόδια, στην οποία μιλούσε με μοναδικό τρόπο. Δεν μπόρεσε να το κάνει όσο θα ήθελε με τον πατέρα του Χρήστο, ο οποίος χώρισε από τη μητέρα του όταν ο Μίμης ήταν δέκα ετών, παντρεύτηκε μια γυναίκα από την Καρδίτσα και έκτοτε ο γιος του δεν τον είδε ποτέ ξανά.
Ούτε καν, όπως έλεγε με παράπονο ο ίδιος, «όταν έγινα “ο Δομάζος”. Πιθανόν επειδή δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο». Σε πολλούς ακόμα Αθηναίους δεν άρεσε τότε το ποδόσφαιρο, αλλά έμαθαν να το αγαπούν χάρη στις ενέργειες του ύψους 1.68 θαυματουργού ηγέτη του Παναθηναϊκού, με αμέτρητα παράσημα για έναν στρατηγό.
Και όχι, δεν είναι αυτά μόνο τα δέκα πρωταθλήματα (εννέα με τον Παναθηναϊκό και ένα με την ΑΕΚ), τα τρία Κύπελλα (με το Τριφύλλι), το Βαλκανικό Κύπελλο με τους «πράσινους» ή, κυρίως, την ιστορική συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971, με αντίπαλο τον μυθικό Αγιαξ του τεράστιου Γιόχαν Κρόιφ στο «Γουέμπλεϊ».
Τα πραγματικά του παράσημα είναι αυτά που δεν καταγράφονται στα βιβλία των στατιστικών και δεν μορφοποιούνται ως τρόπαια ή μετάλλια. Η αγάπη του κόσμου, οι εκδηλώσεις λατρείας από όλους, και όχι μόνο από τους φίλους του Παναθηναϊκού. Αυτά πήρε μαζί του και θα τα κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του, τώρα που εκκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Οι ήχοι του γηπέδου
Γεννήθηκε στο μαιευτήριο «Ελενα», όπου εργαζόταν η μητέρα του, και μεγάλωσε σε ένα φτωχικό σπίτι τής οδού Τσόχα. Δίπλα, δηλαδή, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, το οποίο επρόκειτο να γίνει το δεύτερο σπίτι του, κάτι που βεβαίως δεν γνώριζε όταν έπαιζε με τους φίλους του στους χωμάτινους ακόμα δρόμους της πρωτεύουσας.
«Κοιμόμουν και ξυπνούσα με τους ήχους του γηπέδου» θυμάται ο Μίμης, ο οποίος πήγε σχολείο στη Σεβαστοπούλειο Τεχνική Σχολή. Δεν ήταν καλός μαθητής, και το ήξερε, γιατί η μπάλα τού είχε κλέψει το μυαλό και την καρδιά από πολύ νεαρή ηλικία.
«Κυρία Ουρανία, κάνε τον λούστρο, δεν κάνει για τίποτε παραπάνω», είχε πει κάποτε ο διευθυντής της Σεβαστοπουλείου στη μητέρα του, όταν είχε μείνει σε δύο μαθήματα. Εντέλει, κατάφερε να του… καθαρίζουν οι άλλοι τα παπούτσια του, πέφτοντας μπροστά του νικημένοι από τις περίτεχνες ντρίμπλες του.
Γράφτηκε στην Αμυνα όταν ήταν 13 ετών, αλλά τον δήλωσαν ότι ήταν 15, προκειμένου να μπορέσει να βγάλει δελτίο. Από εκεί στον Παναθηναϊκό και στη λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου, ψαρωμένος ακόμα, μιλούσε στον πληθυντικό στα ιερά τέρατα εκείνης της εποχής.
Μέσα στο γήπεδο, όμως, δεν σεβόταν και δεν υπολόγιζε κανέναν. Ηταν, με την καλή έννοια όμως, ένας «αλήτης», όπως έβλεπαν ακόμα τότε τους ποδοσφαιριστές. Καμία σχέση, δηλαδή, με ό,τι συμβαίνει τώρα με τους πετυχημένους επαγγελματίες αθλητές, παρότι ο ίδιος κοιμόταν κάθε μέρα στις επτά το απόγευμα, δεν ήπιε καφέ και δεν κάπνισε ποτέ.
Η πληγή από το εθνόσημο
Επαιξε 536 αγώνες στην Α’ Εθνική (πρώτος στη σχετική λίστα), έγινε ευρέως γνωστός και έξω από τα ελληνικά σύνορα χάρη στην πορεία του Παναθηναϊκού προς τον τελικό του «Γουέμπλεϊ», σε μια εποχή που, με βάση το ταλέντο τους, πολλοί Ελληνες ποδοσφαιριστές θα μπορούσαν να είχαν πάρει μεταγραφή στην (επαγγελματική ποδοσφαιρικά) Ευρώπη.
Και όχι μόνο χάρη στο «τριφύλλι», αλλά και στην εθνική ομάδα, τη φανέλα της οποίας φόρεσε με περηφάνια σε 50 παιχνίδια. Δεν ήταν, όμως, όσα θα ήθελε και, κυρίως, κανένα δεν ήταν σε μεγάλη διοργάνωση.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το 1970, εκεί όπου μεγαλούργησε η κορυφαία Βραζιλία όλων των εποχών, η κορυφαία Ελλάδα όλων των εποχών (ανώτερη και από αυτήν που κατέκτησε το Euro2004, σύμφωνα τουλάχιστον με τον «στρατηγό»), δεν πήγε για μόλις ένα γκολ.
Ενας τσακωμός με τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή Νταν Γεωργιάδη για ανόητη αφορμή κράτησε τον Δομάζο εκτός από τον καθοριστικό αγώνα με τη Ρουμανία, το τελικό 2-2 αποδείχθηκε καταδικαστικό και η Ελλάδα χρειάστηκε να περιμένει άλλα 24 χρόνια για να δει την πρώτη συμμετοχή της εθνικής ομάδας σε Μουντιάλ, έστω και αν ήταν τραυματική…
Ο… άλλος γάμος της δεκαετίας
Στις 18 Ιανουαρίου του 1965, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και η Αλίκη Βουγιουκλάκη παντρεύτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στον λόφο των Δελφών, στον αναμφίβολα πιο σημαντικό γάμο της (ευρισκόμενης σε εμβρυακό στάδιο) ελληνικής showbiz εκείνη την εποχή.
Δύο χρόνια αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1967, πραγματοποιήθηκε ο άλλος γάμος της δεκαετίας, αυτός που μονοπωλούσε τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και τα περιοδικά ποικίλης ύλης και που, για χάρη του, μαζεύτηκαν πάνω από 30.000 άνθρωποι (!) στη Μητρόπολη Αθηνών.
Το αστέρι της μπάλας Μίμης Δομάζος και η σπουδαία τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους, σε ένα μυστήριο που προκάλεσε συνωστισμό στην εκκλησία, με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρότατες ζημιές, με το ζευγάρι να δίνει 15.000 δραχμές (τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή) για την αποκατάστασή τους.
Οι 7.000 μπομπονιέρες, διακοσμημένες με ένα τριφύλλι και ένα κλειδί του σολ, δεν έφταναν ούτε για «ζήτω», απέκτησαν συλλεκτική αξία και έφτασαν στο σημείο να πωλούνται στη μαύρη αγορά σε πολύ υψηλή τιμή.
Στη διάρκεια του μυστηρίου, η βέρα έπεσε από το δάχτυλο της νύφης, συμβάν που θεωρήθηκε κακός οιωνός για τον γάμο. Αυτός κράτησε εντέλει δώδεκα χρόνια, με το ζευγάρι να αποκτά δύο κόρες. Στη συνέχεια ο Μίμης παντρεύτηκε την Ηώ, με την οποία απέκτησε και τρίτη κόρη.
«Η δεύτερη κερκίδα μου είναι η οικογένεια», έλεγε με καμάρι ο Δομάζος για αυτό που θεωρούσε μεγαλύτερο επίτευγμά του έξω από τα γήπεδα, αφού, σε αντίθεση με τον πατέρα του, εκείνος ήταν πάντα κοντά στα παιδιά του.
Εδώ και χρόνια απέφευγε να μιλάει δημόσια για τον γάμο του με τη Βίκυ Μοσχολιού, παρότι απέκτησε και ο ίδιος έμμεση επαφή με το τραγούδι, χάρη στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και στη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.
«Τις πιο ωραίες Κυριακές με λεμονάδες σπιτικές τις είχαμε δροσίσει, με τον Δομάζο αρχηγό και τον Σιδέρη κυνηγό γιατί ήσουν “Ενωση” (σ.σ. ΑΕΚ) κι εγώ με χωρισμό σ’ είχα φοβίσει», τραγουδούσε στα «Λαϊκά» η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, και ο Μίμης Δομάζος φούσκωνε από περηφάνεια. «Να γίνεται το όνομά σου τραγούδι; Πολύ ξεχωριστό συναίσθημα», έλεγε.
Ο «τελειωμένος» λαμπαδηδρόμος
Δεν θα έφευγε ποτέ από τον Παναθηναϊκό, ήταν η ζωή του. Οταν, όμως, κάποιοι τόλμησαν να πουν ότι στα 36 του ήταν τελειωμένος, ο εγωισμός του πληγώθηκε. Ο θρυλικός πρόεδρος της ΑΕΚ, ο μεγάλος Λούκας Μπάρλος, είδε την ευκαιρία και την άρπαξε από τα μαλλιά.
Αφού πήρε το «πράσινο φως» από τον Μίμη Παπαϊωάννου, ο οποίος άφησε τον Δομάζο στη δεύτερη θέση της ψηφοφορίας του 2003 για τον καλύτερο Ελληνα ποδοσφαιριστή, επ’ ευκαιρία των εορτασμών των 50ών γενεθλίων της UEFA, ο έτερος σπουδαίος Μίμης ντύθηκε στα κίτρινα.
Κατέκτησε, βεβαίως, ένα ακόμα πρωτάθλημα, το δέκατο της καριέρας του, αλλά, παρότι είχε συμβόλαιο για δύο χρόνια, στα μισά του δεύτερου ζήτησε από τον Μπάρλο να τον αφήσει να φύγει ως ελεύθερος για να επιστρέψει στη μεγάλη του αγάπη, με την οποία έκλεισε τη μυθική καριέρα του.
Εμεινε, βεβαίως, κοντά στο ποδόσφαιρο και μέσω των γηπέδων 5Χ5 που διατηρούσε, αφιερώνοντας όλη του τη ζωή στο πιο λαοφιλές άθλημα του πλανήτη.
Με την ιδιότητα ενός εκ των πιο χαρισματικών εκπροσώπων του, έλαβε το 2004 μια ύψιστη τιμή, κρατώντας τη δάδα ως λαμπαδηδρόμος, μετά τον Νίκο Γκάλη, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Μίμης Δομάζος (1942 – 2025): Τα μυθικά παράσημα του μεγάλου «στρατηγού»-5
Αυτή η στιγμή, το «Γουέμπλεϊ» και ένα απίθανο ανάποδο ψαλίδι σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό τον Μάρτιο του 1974 στο «Καραϊσκάκης», το οποίο θεωρεί το κορυφαίο γκολ της καριέρας του, είναι τρία από τα πολλά μυθικά παράσημα που πήρε μαζί του ο «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου.