Οι επιπτώσεις του ρατσισμού έχουν επηρεάσει γενιές και γενιές ανθρώπων, καθώς έχουν οδηγήσει σε διακρίσεις, χαμένες επαγγελματικές ευκαιρίες, τιμωρητικές συμπεριφορές και σε πολλές περιπτώσεις θάνατο.
Ακόμη κι όταν ο ρατσισμός είναι υφέρπων, κρυμμένος στα λόγια και υπαινισσόμενος στα πρωτοσέλιδα, οι ολέθριες επιπτώσεις των διακρίσεων και του δομικού ρατσισμού επιβαρύνουν τον εγκέφαλο και την ψυχική υγεία, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Υπάρχει σταθερή σύνδεση ανάμεσα σε εμπειρίες φυλετικών διακρίσεων και σε προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως κατάθλιψη, άγχος, χρήση ουσιών και PTSD, αλλά και σωματικής υγείας, όπως διαβήτη, υπέρταση και παχυσαρκία. Για παράδειγμα, οι μαύροι Αμερικανοί έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με τους λευκούς.
«Ακόμη και ως παιδί, βίωνες διακρίσεις που σχετίζονταν με το χρώμα τού δέρματός σου, αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις» σημειώνει η Αρπάνα Γκούπτα, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τόσο οι μαύροι όσο και άλλες φυλετικές μειονότητες έχουν μάθει να προσαρμόζονται – αλλά όχι δίχως τίμημα. «Είναι σαν να πρέπει να δουλέψεις διπλά για να πετύχεις» εξηγεί η Νέγκαρ Φάνι, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημών στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Emory.
Μακροπρόθεσμα δε, ο ρατσισμός επισπεύδει τη γήρανση και εκφυλίζει βασικά εγκεφαλικά κυκλώματα που συνδέονται με τη ρύθμιση του συναισθήματος και της νόησης. «Αυτό δεν είναι συνέπεια της φυλής. Είναι συνέπεια όλου του βάρους που βάζουμε στους ώμους των φυλετικών ομάδων» διευκρινίζει ο Ναθάνιελ Χάρνετ, νευροεπιστήμονας και βοηθός καθηγητή ψυχιατρικής στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ.
Το φυλετικό στρες φθείρει τον εγκέφαλο
Οι φυλετικές διακρίσεις είναι ένα είδος τραύματος που συχνά επικυρώνεται ή αμφισβητείται από την κοινωνία, λέει η Φάνι. Πρόσφατη έρευνα νευροαπεικόνισης δείχνει πως το βίωμα των φυλετικών διακρίσεων σε ατομικό επίπεδο και του δομικού ρατσισμού σε κοινωνικό αλλάζουν τον τρόπο που ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται σε πιθανές απειλές.
«Η ιδέα ότι κάποιος έχει υποστεί διακρίσεις συχνά αμφισβητείται. Κι αυτό οδηγεί σε μεγάλη ατομική απαξίωση. Έτσι, οι άνθρωποι αυτο-ακυρώνονται όταν τους συμβαίνουν πράγματα» λέει η Φάνι, συμπληρώνοντας πως αυτό με τη σειρά του μπορεί να μετατρέψει το τραύμα σε εμμονή και να αυξήσει την επαγρύπνησή τους για τυχόν νέες ρατσιστικές απειλές.
Τί δείχνουν οι κατά καιρούς έρευνες για τις επιπτώσεις του ατομικού και του δομικού ρατσισμού στην ψυχή και το σώμα των θυμάτων – Πηγή: Unsplash
Σε έρευνα του 2021 που δημοσιεύτηκε στο JAMA Psychiatry, η Φάνι, ο Χάρνετ και οι συνάδελφοί τους διαπίστωσαν πως, μεταξύ 55 μαύρων γυναικών που είχαν βιώσει κάποιου είδους τραύμα ως παιδιά ή ενήλικες, εκείνες που ανέφεραν ότι βίωσαν περισσότερες φυλετικές διακρίσεις, είχαν αναλογικά περισσότερες νευρικές αποκρίσεις σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την επαγρύπνηση λόγω απειλών.
Παράλληλα, είχαν αυξημένη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την οπτική προσοχή, που υποδείκνυε πως ενδεχομένως ήταν πιο προσεκτικές στο περιβάλλον τους.
Η εγρήγορση λειτουργεί σε περίπτωση απειλής, ρατσιστικής ή μη, βοηθώντας το υποκείμενο στην αναγνώρισή της και την απομάκρυνσή του από αυτήν. Βραχυπρόθεσμα, μπορεί κανείς να προσαρμοστεί στη συνθήκη αυτή της αυξημένης επιφυλακής. Στην έρευνα, οι μαύρες γυναίκες που ανέφεραν πως είχαν βιώσει περισσότερες φυλετικές διακρίσεις, είχαν καλύτερες επιδόσεις στο πεδίο της προσοχής.
Ωστόσο, το παρατεταμένο άγχος προκαλεί και μακροπρόθεσμες αλλαγές στον εγκέφαλο. «Το θέμα με τις πτυχές του ρατσισμού, όπως οι φυλετικές διακρίσεις και ο δομικός ρατσισμός, είναι πως βρίσκονται παντού» λέει ο Χάρνετ.
Το φυλετικό στρες συνδέεται με ιατρικά προβλήματα
Το χρόνιο και σταθερό στρες που προκύπτει από τον ρατσισμό, συμβάλλει στο αλλοστατικό φορτίο, το συσσωρευμένο βάρος και τη φθορά του σώματος και γενικότερα της υγείας. Νευροαπεικονιστικά δεδομένα αποκάλυψαν πως οι φυλετικές διακρίσεις συνδέονται με την αλλοίωση της φαιάς και λευκής ουσίας του εγκεφάλου, στις περιοχές της γνωστικής και συναισθηματικής ρύθμισης.
«Ο εγκέφαλός μας δεν είναι σχεδιασμένος να ασχολείται διαρκώς με την επίπονη ρύθμιση της προσοχής ή των συναισθημάτων» εξηγεί η Φάνι. Σύμφωνα με έρευνα του 2022, της ίδιας, του Χάρνετ κι άλλων συναδέλφων τους, μεταξύ 81 μαύρων γυναικών που είχαν βιώσει τραύμα, αυτές που ανέφεραν πως είχαν βιώσει περισσότερες φυλετικές διακρίσεις, έδειξαν αναλογικά λεπτότερη φαιά ουσία.
Σε άλλη έρευνα τής ίδιας χρονιάς, η Φάνι και οι συνάδελφοί της διαπίστωσαν πως οι φυλετικές διακρίσεις επηρεάζουν επίσης την ακεραιότητα της λευκής ουσίας στον προμετωπιαίο φλοιό, μια βασική περιοχή του εγκεφάλου για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς.
Πρακτικά, η απώλεια της λευκής ουσίας επηρεάζει την ικανότητα αυτορρύθμισης της συμπεριφοράς. Δηλαδή, αν ωθούνται στην ανάγκη για φαγητό λόγω συναισθημάτων, τη χρήση ουσιών ή την εγκατάλειψη της σωματικής άσκησης, οι μαύρες γυναίκες τής έρευνας «είναι πιο επιρρεπείς σε προβλήματα υγείας που συνδέονται με αυτές τις συμπεριφορές, όπως ο διαβήτης, οι μεταβολικές δυσλειτουργίες και οι καρδιοαγγειακές παθήσεις».
Υπό την έννοια αυτή, η βλάβη που προκαλείται από τον ρατσισμό είναι ένα συνολικό πρόβλημα, ψυχής και σώματος, σε έναν φαύλο κύκλο. «Δεν είμαστε γραμμικοί. Ως άνθρωποι η βιολογία μας επηρεάζει τη συμπεριφορά μας και αυτή το περιβάλλον μας, όμως εν συνεχεία το περιβάλλον μας επηρεάζει τη βιολογία μας», εξηγεί η Γκούπτα.
Πηγή: Washington Post