Του Παύλου Νεοφύτου
Ένα έδαφος προβληματικό, το οποίο πληροί όλες τις προϋποθέσεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην αγορά, επικρατεί σήμερα στην Κύπρο, με αποτέλεσμα ασυζητητί όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους να συμφωνούν με την πρόταση νόμου για περιορισμό της χρήσης μετρητών μέχρι το ποσό των 10.000 ευρώ για αγορά ενός αγαθού ή υπηρεσίας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2024/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 2024 σχετικά με την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Αίσθηση προκάλεσε στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών την Τετάρτη, η αναφορά από την προϊστάμενη της Μονάδας Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΟΚΑΣ), Μαρία Κυρμίζη-Αντωνίου, ότι η υφιστάμενη νομοθεσία δεν έχει δώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια η ΜΟΚΑΣ δεν έχει λάβει καμία αναφορά υποπτης συναλλαγής από εμπόρους αγαθών για μετρητά πάνω από 10.000 ευρώ, οι οποίοι, αποτελούν συγκεκριμένο ελεγχόμενο φορέα. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η ΜΟΚΑΣ δεν έλαβε καμία αναφορά από πωλητή αυτοκινήτων, χρυσοχόο, πωλητή έργων τέχνης ή πωλητή γούνων. Λόγω αυτής της εικόνας η κα Αντωνίου τάχθηκε υπέρ της πρότασης νόμου.
Από την πλευρά του, ο έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, τόνισε την πάγια θέση του Τμήματος Φορολογίας, ότι τα μετρητά είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνεται φοροδιαφυγή - ξέπλυμα. Μάλιστα εισηγήθηκε σταδιακά το όριο να κατεβεί στα 1.000 ευρώ, δίνοντας προηγουμένως χρόνο στους πολίτες και τους εμπορευόμενους να προσαρμοστούν, ώστε να μη σκοτωθεί το εμπόριο με μία απότομη μείωση. Πρότεινε, μετά από δύο - τρία χρόνια η οροφή να φτάσει στα 5.000 ευρώ και στο τέλος, στα πέντε χρόνια, στα 1.000 ευρώ.
Επίσης ζήτησε αυστηροποίηση της ποινής. Συγκεκριμένα να προστεθεί η ποινή της φυλάκισης. Σύμφωνα με την πρόταση νόμου, πρόσωπο που εμπορεύεται αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση των διατάξεων, θα είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που εισπράχθηκε από ρευστά διαθέσιμα. «Το 10% σημαίνει ότι, αν κάνω μία συναλλαγή 200.000 ευρώ, θα πληρώσω πρόστιμο 20.000 ευρώ και ξέπλυνα την αμαρτία μου. Οπότε θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει στην πρόταση νόμου και μία πιο αυστηρή ποινή», σχολίασε ο κ. Μαρκίδης.
Την ίδια ώρα συμφώνησαν με την οροφή των 10.000 ευρώ, το Τμήμα Τελωνείων, η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου και ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ). Οι συγκεκριμένοι φορείς υπέδειξαν ότι θα πρέπει να υπάρξουν σχετικές αλλαγές ούτως ώστε η τροποποίηση να συνάδει και με τον Κανονισμό της ΕΕ που τίθεται σε εφαρμογή το 2027. Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, υπέδειξε ότι στην επόμενη συνεδρία θα πρέπει να κληθεί και το Υπουργείο Οικονομικών για την εναρμόνιση με τον Κανονισμό, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί και η αρχή της αναλογικότητας στην εν λόγω πρόταση νόμου.
Ακίνητα, είδη πολυτελείας και έργα τέχνης
Μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης, ο κ. Δημητρίου, είπε ότι «στη δική μου αντίληψη είναι αδιανόητο το 2024 μετά από όλη αυτή τη συζήτηση να λέμε πως στην Κύπρο μπαίνουν εκατομμύρια μετρητών και μάλιστα καταγράφονται από το τελωνεία και δεν γνωρίζουμε πού πάνε». Πρόσθεσε ότι με την εν λόγω πρόταση ήταν σύμφωνες και οι υπηρεσίες του κράτους εκφράζοντας την εκτίμηση πως μέσα στο επόμενο διάστημα θα οδηγηθεί στην Ολομέλεια.
Εντός της Επιτροπής, ο βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ζαχαρίας Κουλίας, εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για την πρόταση νόμου, σημειώνοντας ότι με αυτή την μέθοδο θα είναι κερδισμένες οι τράπεζες, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν οι εργαζόμενοι του αγροτικού τομέα. Είπε ακόμη ότι στην επόμενη συνεδρία θα πρέπει να ακουστούν και οι πολίτες αλλά και οι συντεχνίες, ενώ έθιξε και το θέμα των υψηλών χρεώσεων στις συναλλαγές από πλευράς τραπεζών.
Από πλευράς της, η ανεξάρτητη βουλεύτρια, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, υπέδειξε ότι στο εξωτερικό όταν γίνονται προσπάθειες εντοπισμού ξεπλύματος βρώμικου χρήματος οι έρευνες εστιάζονται σε τρεις τομείς: στα ακίνητα, στα είδη πολυτελείας και στα έργα τέχνης. Πρόσθεσε ότι «θα φροντίσουμε οι πρόνοιες του ευρωπαϊκού Κανονισμού του 2027 να μπουν σε αυτήν την πρόταση νόμου και να την αντικατοπτρίζουν, ούτως ώστε να μην συγκρούονται και να χρειάζεται μετά να κάνουμε οποιεσδήποτε αλλαγές».