Του Χρίστου Ζαβού
Περιμένουν. Χαμένος ο καθένας στον δικό του κόσμο, αναμένουν να έρθει το φαγητό.
Το μικρό παιδάκι κλαίει και οδύρεται, προφανώς γιατί δεν έχει άλλο τρόπο, να εκφράσει την επιθυμία του να φάει. Κουρασμένο ως είναι, οκτώ με εννέα ώρες στον παιδικό σταθμό, δεν κατάφερε ακόμη να βάλει σε τάξη τα συναισθήματά του, πόσο μάλλον να τα εκφράσει. Νιώθει την πείνα, ως απειλή.
Η μεγαλύτερη αδελφή, έχοντας τ’ ακουστικά στ’ αφτί και το πρόσωπο μπροστά στην οθόνη του κινητού, είναι πλήρως αποκομμένη από το περιβάλλον. Δεν ακούει το αδελφάκι της που κλαίει, ούτε και γνωρίζει τι κάνουν οι υπόλοιποι στο σπίτι. Είναι επικεντρωμένη στο βίντεο που ετοιμάζουν με τις φίλες της για ν’ ανεβάσουν στο Τικ Τοκ. Πεινάει, μα δεν νοιάζεται.
Αντιθέτως, ο μεγαλύτερος των αδελφών, κλεισμένος στο υπνοδωμάτιό του, κτυπιέται και σπαράζει που αργεί το φαγητό. Τα βάζει με τη μάνα του, βρίζει τον παπά του, απειλεί την αδελφή του... την ίδια ώρα που ανταλλάζει φωτογραφίες στον υπολογιστή, απ’ αυτές που τράβηξε ο κολλητός, και απεικονίζουν τις ζημιές που προκάλεσαν, αμέσως μετά το ματς, σπάζοντας ό,τι υπήρχε στο διάβα τους. Πεινάει, μα δεν μπορεί να το διαχειριστεί.
Στο μπαλκόνι έξω, ο πατέρας καπνίζει μανιωδώς, έχοντας δίπλα του ένα ποτήρι ουίσκι. Ένας κόμπος δημιουργείται στο στομάχι του, ένα τρεμούλιασμα τον κυριεύει, διαβάζοντας την επιδότηση που έλαβε σήμερα και αφορά τις καθυστερημένες δόσεις του στεγαστικού δανείου. Χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Νιώθει αδύναμος... Πεινάει, μα δεν έχει φάει για ώρες.
Μέσα στο σαλόνι, μια φιγούρα πελαγωμένη, προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει το κενό. Δειλιάζει να τεθεί ενώπιον των συναισθημάτων της. Γι’ αυτό τρέχει, ασυναίσθητα, κάνοντας δουλειές. Εξουθενωμένη, μ’ ασταμάτητα κινείται. Η μάνα, φοβάται να σταματήσει. Δεν πεινάει.
«Γιατί αργεί ο ντελιβεράς;» σκέφτεται και ξανά βουτάει στο κενό.