Του Αλέξη Παπαχελά
Ενα περίεργο πράγμα. Σε αντίθεση με το 1821, που γιορτάστηκε αλλά δεν προκάλεσε μαζικό ενδιαφέρον για την Ιστορία, το 1922 μοιάζει να έχει πυροδοτήσει πολλές και έντονες συζητήσεις. Οχι μόνο ανάμεσα στους γνωστούς και καταμετρημένους λάτρεις της Ιστορίας, αλλά και ανάμεσα σε ανθρώπους που ασχολούνται μαζί της αποσπασματικά και περιστασιακά. Το τι συνέβη, ποιος πήρε σωστές και ποιoς λάθος αποφάσεις, ποια ήταν η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, συζητούνται. Τα βιβλία που αφορούν αυτή την περίοδο σημειώνουν αξιοσημείωτες πωλήσεις και, το πιο αισιόδοξο, υπάρχουν πολλοί νεότεροι Ελληνες που θέλουν να διαβάσουν και να μάθουν περισσότερα για το τι συνέβη 100 χρόνια πριν.
Η διαφορά με το 1821 είναι ίσως ότι μας αγγίζει συναισθηματικά όλους, ακόμη περισσότερο. Κάθε οικογένεια έχει συγγενείς με ρίζες στη Μικρά Ασία ή στον Πόντο. Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε ακούγοντας την εξιστόρηση μιας γιαγιάς για τα όσα έζησαν εκείνες τις δραματικές ημέρες του ξεριζωμού. Είχαμε, όμως, μείνει στο συναίσθημα· αλλά σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας υπήρχε μια σχετική άγνοια για τα γεγονότα. Οι πρωταγωνιστές και το ιστορικό περιβάλλον απέμεναν «σκονισμένα» στο ράφι του συλλογικού υποσυνειδήτου. Το τραύμα ήταν πολύ μεγάλο και δεν επέτρεπε ψύχραιμες προσεγγίσεις. Ακόμη και η πιο δειλή ακαδημαϊκή προσέγγιση για τον ρόλο ανθρώπων όπως ο αρμοστής Στεργιάδης ξυπνούσε πάθη και προκαλούσε καβγάδες ανάμεσα σε λίγους, μακριά ωστόσο από το ευρύ κοινό.
Ομολογώ ότι το επεισόδιο της Μ. Ασίας μού γεννούσε πάντοτε απορίες και τη διάθεση να μάθω περισσότερα. Εχω κρατήσει στο μυαλό μου ανέπαφη την ανάμνηση από το οδήγημα από τη Σμύρνη στα προάστια της Αγκυρας. Το έκανα καλοκαίρι, αλλά με την ασφάλεια της καμπίνας ενός ενοικιασμένου αυτοκινήτου. Παρ’ όλα αυτά, σκεπτόμουν πόσο παράτολμο ήταν το εγχείρημα και τι περνούσαν εκείνοι που πολεμούσαν δέκα χρόνια στα διάφορα μέτωπα.
Για όσους έχει σημασία η Ιστορία μας, αλλά και η μεταλαμπάδευσή της στους νεότερους, αξίζει πολύ μια επίσκεψη στη σχετική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Είναι εξαιρετική και απευθύνεται σε όσους αναζητούν ρίζες και συναισθηματική ταύτιση με κομμάτια που χάθηκαν, καθώς και στους λάτρεις της Ιστορίας. Οι στολές των Ελλήνων του Πόντου ή της Καππαδοκίας, οι αναπαραστάσεις των αστικών σπιτιών της Σμύρνης από τη μία, τα προσωπικά αντικείμενα του Βενιζέλου και η στολή του Πλαστήρα από την άλλη… Ενα μεγάλο μπράβο στην «εθνική μας curator» Εβίτα Αράπογλου και στην ομάδα του μουσείου. Και όπως ήδη πρόλαβε και έγραψε ένας παλιός φίλος, «μην αμελήσετε να την επισκεφθείτε», με παιδιά και εγγόνια!
Από όλα όσα έχω ακούσει γι’ αυτή την επέτειο, συγκρατώ τα λόγια του Πασχάλη Κιτρομηλίδη: «Επειδή μιλούμε για χαμένες πατρίδες και βλέπουμε αυτό τον κόσμο ως κάτι το απόμακρο, πρέπει να αποβάλουμε αυτή την αντίληψη. Είναι ένας ενιαίος κόσμος και δεν είναι νοητή η ιστορία του ελληνικού κόσμου χωρίς τη Μικρά Ασία. Μπορεί να απολέσθηκε εθνολογικά, αλλά είναι πάντα μαζί μας ως πνευματική κληρονομιά, ως ιστορική μνήμη, ως μια σειρά σημαντικών επιτευγμάτων μέσα στους αιώνες».