Γράφει η Δρ Στέφανη Παντελίδου*
Στην καθημερινή μας ζωή, η μνήμη είναι μία από τις πλέον σημαντικές γνωστικές λειτουργίες, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για να μπορούμε να είμαστε λειτουργικοί στο περιβάλλον μας και να δρούμε αυτόνομα. Είναι η διαδικασία του ανθρώπινου εγκεφάλου η οποία μας επιτρέπει να θυμόμαστε τις εμπειρίες, τις εντυπώσεις και τις γνώσεις που αποκομίζουμε. Στην περίπτωση κατά την οποία παρατηρείται διαταραχή στη μνήμη, τότε το άτομο καθίσταται προοδευτικά ως μη λειτουργικό και συνεπώς, πλήττεται σημαντικά η κοινωνική του ζωή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η νόσος Alzheimer η οποία αποτελεί μια χρόνια εκφυλιστική (δηλαδή προκαλεί σταδιακή καταστροφή των κυττάρων του εγκεφάλου) νόσο του εγκεφάλου και είναι η συχνότερη αιτία της άνοιας. Το κύριο σύμπτωμά της είναι η διαταραχή στη μνήμη η οποία επιδεινώνεται προοδευτικά. Επηρεάζει όμως κι άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες κι έτσι, παράλληλα με τη διαταραχή στη μνήμη παρατηρούνται συμπτώματα που αφορούν δυσκολία στην αφηρημένη σκέψη (π.χ., το άτομο δυσκολεύεται να κάνει αριθμητικούς υπολογισμούς), δυσκολία στην ορθή χρήση και κατανόηση της γλώσσας, έλλειψη προσανατολισμού (π.χ., ο ασθενής μπορεί να χάσει το δρόμο για το σπίτι του), δυσκολία στην κρίση και στη λήψη αποφάσεων, δυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών πράξεων, προβλήματα με τις συναισθηματικές αντιδράσεις, ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη, άγχος και επιθετικότητα.
Η νόσος Alzheimer επηρεάζει περίπου το 5% στην ομάδα των ασθενών 65-74 ετών ενώ το ποσοστό αυξάνεται στο 50% για άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών. Λόγω του ότι η νόσος Alzheimer επηρεάζει περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη σκέψη, τη μνήμη και τη γλώσσα, αυτό έχει ως συνέπεια να επηρεάζει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου να εκτελέσει καθημερινές δραστηριότητες.
Παρόλο που η ηλικία φαίνεται μέχρι στιγμής να είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου Alzheimer υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου, όπως είναι η κληρονομικότητα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η κληρονομική προδιάθεση δεν είναι καθοριστική για την ανάπτυξη της νόσου. Επιστημονικά ευρήματα έχουν δείξει πως ένας υγιής τρόπος ζωής ίσως να μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για ανάπτυξη της νόσου Alzheimer ακόμα και στις περιπτώσεις που η κληρονομικότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, η άσκηση, η θρεπτική διατροφή, η περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ και η αποφυγή καπνίσματος φαίνεται πως μειώνουν τις πιθανότητες ανάπτυξης της νόσου.
Η αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει ειδικά φάρμακα που επιβραδύνουν την εξέλιξή της, ειδικά στα αρχικά στάδια. Επίσης, χορηγούνται στους/στις ασθενείς φάρμακα για άλλα συμπτώματα της νόσου (π.χ. άγχος, κατάθλιψη) όπως είναι τα αγχολυτικά, τα αντικαταθλιπτικά και τα υπνωτικά. Επιπρόσθετα, η αντιμετώπιση της νόσου στοχεύει σε δραστηριότητες που βοηθούν στη διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου όπως, για παράδειγμα, το διάβασμα, η ζωγραφική, η εκμάθηση ξένων γλωσσών, και η λύση σταυρολέξων. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο Alzheimer.
Η επιστημονική κοινότητα έχει επικεντρωθεί στην έρευνα που αφορά στην κατανόηση της διαταραχής της ανθρώπινης φυσιολογίας του οργανισμού που οδηγεί στην εκδήλωση της νόσου Alzheimer με στόχο την ανάπτυξη αποτελεσματικής θεραπείας. Οι επιστήμονες είναι αισιόδοξοι όσον αφορά στο ότι, στο μέλλον θα υπάρχουν αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες. Μέχρι τότε, κρίνεται εξαιρετικά σημαντική η συνεχής ενημέρωση της κοινωνίας για τη νόσο Alzheimer και την πολυδιάστατη φύση της.
*Η Δρ Στέφανη Παντελίδου, Γνωστική Ψυχολόγος, είναι μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος Ψυχολογίας και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Frederick.