Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Παρά τη σημαντική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) από τους ισολογισμούς των τραπεζών, ο τεράστιος όγκος ταλαιπωρεί έντονα την οικονομία αλλά και την κοινωνία της Κύπρου, ενώ καταγράφεται και στις αξιολογήσεις διεθνών οργανισμών. Την ίδια ώρα, ενώ τράπεζες και Εταιρείες Εξαγοράς Δανείων (ΕΕΔ) τους τελευταίους μήνες προσφέρουν λύσεις αναδιάρθρωσης με σταθερό επιτόκιο ώστε να μην επηρεάζονται από τις αυξομειώσεις των επιτοκίων, εντούτοις, το ενδιαφέρον από πλευράς δανειοληπτών είναι πενιχρό. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» ελάχιστοι δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια ανταποκρίθηκαν τους τελευταίους μήνες στις κλήσεις των δανειστών τους για αναδιάρθρωση.
Η εμπειρία από άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα κατέδειξε ότι απαιτείται μία σφαιρική προσέγγιση για επίλυση του προβλήματος ή έστω για την άμβλυνσή του. Από τη μία, δανειστές και δανειολήπτες θα πρέπει να εξεύρουν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης με στόχο τα κόκκινα δάνεια να γίνουν ξανά εξυπηρετούμενα και ιδανικά να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, όπως έγινε πρόσφατα με την πώληση πακέτου εξυπηρετούμενων δανείων από την ΚΕΔΙΠΕΣ στην Τράπεζα Κύπρου. Οι πληροφορίες μάλιστα, θέλουν την ΚΕΔΙΠΕΣ να ετοιμάζει και νέο πακέτο δανείων που μετατράπηκαν σε εξυπηρετούμενα για πώληση, τα οποία επίσης θα επανέλθουν στο τραπεζικό σύστημα. Από την άλλη, οι συνεχείς αναβολές, αλλαγές και υποσχέσεις σε σχέση με το πλαίσιο των εκποιήσεων ώθησαν πολλούς δανειολήπτες να αποφύγουν τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης, προσβλέποντας προφανώς σε κάποια λύση που θα τους απάλλασσε από την υποχρέωση ή που θα άφηνε το υποθηκευμένο περιουσιακό στοιχείο στο απυρόβλητο, ανεξαρτήτως αν γινόταν ή όχι αναδιάρθρωση.
Πολύπλευρη προστασία
Η τελευταία τροποποίηση της νομοθεσίας που διέπει το πλαίσιο των εκποιήσεων έχει επεκτείνει και ενδυναμώσει το πλαίσιο προστασίας δανειοληπτών. Χαρακτηριστικά, η περίμετρος των περιπτώσεων που μπορεί να εξετάσει ο χρηματοοικονομικός επίτροπος έχει αυξηθεί σημαντικά και παράλληλα μπορεί να προβεί σε ασκήσεις επιβεβαίωσης του υπολοίπου. Στα δικαστήρια θα λειτουργήσει ειδική δικαιοδοσία για θέματα εκποιήσεων και η κεντρική τράπεζα συνεχίζει να δίνει οδηγίες για βιώσιμες αναδιαρθρώσεις. Επιπρόσθετα, το Σχέδιο Ενοίκιο Έναντι Δόσης το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη, αποτελεί ακόμη ένα δίκτυ προστασίας ευάλωτων δανειοληπτών και είναι συνέχεια παρόμοιων άλλων σχεδίων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2022, χορηγήσεις λογιστικής αξίας 8,1 δισ. ευρώ βρίσκονταν στους ισολογισμούς των ΕΕΠ, με το 77,7% να αφορά ΜΕΔ.
Έχοντας όλα αυτά τα εργαλεία ενώπιόν τους, οι δανειολήπτες που μπορούν να είναι βιώσιμοι με βάση τα δεδομένα, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων. Από την άλλη, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ούτε βιώσιμες είναι, ούτε σε κάποιο σχέδιο εντάσσονται. Η εμπειρία από προηγούμενα σχέδια κατέδειξε πως επειδή τα κοινωνικά σχέδια προστασίας της στέγης προνοούν αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων, ένα μεγάλο ποσοστό των δυνητικών δικαιούχων αποφεύγουν να υποβάλουν αίτηση. Πρόκειται για τον ορισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και λαμβάνοντας υπόψη την αποτυχία των προηγούμενων σχεδίων, όπως το ΕΣΤΙΑ, φαίνεται να είναι πολλοί. Την ίδια ώρα, η πρόνοια που ψηφίστηκε την υστάτη σε σχέση με το σχέδιο Ενοίκιο Εναντι Δόσης, δηλαδή η διαδικασία εκποίησης να μην προχωρά εάν ο δανειολήπτης υποβάλει ένσταση κατά της απόρριψης του αιτήματός του μέχρι αυτή να αξιολογηθεί, εικάζεται πως είναι και ένας από τους λόγους που καταγράφεται σημαντικό ενδιαφέρον για το σχέδιο μέχρι στιγμής.
Μετά από αναβολές και αχρείαστες καθυστερήσεις πολλών ετών, και έχοντας πλέον σε εφαρμογή ένα πολύ περιεκτικό δίχτυ ασφαλείας για τους ευάλωτους, θα πρέπει να εφαρμοστεί και η διαδικασία εκποίησης εκεί και όπου δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αυτή είναι η δεύτερη διέξοδος για τη μείωση των ΜΕΔ και αναγκαία για να αποφορτιστεί η αγορά από τον βραχνά του ιδιωτικού χρέους, αλλά και για να μπουν άμεσα νέα ακίνητα στην αγορά η οποία ταλαιπωρείται από την υψηλή ζήτηση και τις ψηλές τιμές.
Δομή ισολογισμού τραπεζών
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Κύπρου, ο εγχώριος τραπεζικός τομέας παρά την ανθεκτικότητά του είναι εκτεθειμένος σε πιστωτικό κίνδυνο λόγω της συγκέντρωσης του ισολογισμού του σε δάνεια και χορηγήσεις (με ποσοστό που ανέρχεται στο 40% του συνόλου) καθώς και σε χρεωστικούς τίτλους (ποσοστό 16% του συνόλου), σε σύγκριση με 62% και 12% στην Ε.Ε., αντίστοιχα. Το δανειακό χαρτοφυλάκιο των πιστωτικών ιδρυμάτων χαρακτηρίζεται κυρίως από μακροπρόθεσμο δανεισμό προς τον ιδιωτικό τομέα. Κατά το τέλος του 2022, ο δανεισμός προς νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις αποτελούσε το 44% και 50% του δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου αυτού (83% του συνόλου του δανειακού χαρτοφυλακίου) έχει παραχωρηθεί με κυμαινόμενα επιτόκια, με το 50% του δανειακού χαρτοφυλακίου να είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια ΕΚΤ και το επιτόκιο Euribor.
Αυτό το μερίδιο του χαρτοφυλακίου επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές στο κόστος δανεισμού, λόγω και των πρόσφατων αυξήσεων στα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023. Το 33% του συνόλου του δανειακού χαρτοφυλακίου είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια των πιστωτικών ιδρυμάτων και δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από τις αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ.
Από την άλλη, οι Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων –όπως αναφέρει η ΚΤΚ στην έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητας– έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό μέρος του κυπριακού χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς, μέσω της αγοράς δανείων από τα πιστωτικά ιδρύματα, ασκούν καταλυτικό ρόλο στη συνεχή προσπάθεια των πιστωτικών ιδρυμάτων για απομόχλευση του ισολογισμού τους και για βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου τους. Συγκεκριμένα, στις 31 Δεκεμβρίου 2022, χορηγήσεις λογιστικής αξίας 8,1 δισ. ευρώ βρίσκονταν στους ισολογισμούς των ΕΕΠ, με το 77,7% να αφορά ΜΕΔ. «Παρά το γεγονός ότι το εξυπηρετούμενο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των ΕΕΠ αναμένεται να επηρεαστεί δυσμενώς τόσο από τον πληθωρισμό όσο και από τα αυξημένα δανειστικά επιτόκια, το υψηλό ποσοστό ΜΕΔ υποδηλοί ότι ο κίνδυνος επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των ΕΕΠ, και κατ’ επέκταση οι επιπτώσεις για την χρηματοοικονομική σταθερότητα, είναι χαμηλός», καταλήγει σχετικά.