Του Απόστολου Τομαρά
Η ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη αναμφίβολα είναι ο υπ’ αριθμόν ένας παράγοντας επιβάρυνσης των οικογενειακών προϋπολογισμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, ωστόσο σε ό,τι αφορά την Κύπρο η κατάσταση θα ήταν σαφέστατα καλύτερη εάν η εικόνα που παρουσιάζει ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και ειδικότερα της ηλιακής ενέργειας (ΗΕ) ήταν διαφοροποιημένη. Το όλο ζήτημα με την ηλιακή ενέργεια, κυρίως από τιμολογιακής απόψεως, όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, αγγίζει τα όρια του σκανδάλου. Η πρόσφατη απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕΚ) να θέσει πλαφόν στη Χαμηλή Τάση 11€σ/kWh, στη Μέση Τάση 10,5€σ/kWh και στην Υψηλή Τάση 10€σ/kWh για παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ, ουδόλως διαφοροποιεί την υφιστάμενη κατάσταση, μιας και οι εκτιμήσεις αλλά και η εμπειρία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν πως ο τομέας της ηλιακής ενέργειας στην Κύπρο δεν εξυπηρετεί τον αντικειμενικό σκοπό, φθηνής ενέργειας στους καταναλωτές. Επιπρόσθετα αν ληφθεί υπόψη η πρακτική που ακολουθείται εδώ και 12 χρόνια στην παραγωγή ΗΕ εύλογα είναι τα ερωτήματα που τίθενται για την κίνηση της ΡΑΕΚ να σπεύσει να μειώσει την τιμή της μονάδας για την παραγόμενη και από τον ήλιο ενέργεια. Επιπλέον, εάν θεωρηθεί πως η παρούσα κατάσταση είναι μεταβατική μέχρι το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι επιλογές που έχουν γίνει δικαιολογημένα οδηγούν στο συμπέρασμα πως στην Κύπρο δεν εξυπηρετείται ο καταναλωτής αλλά ο παραγωγός ενέργειας.
Οσμή σκανδάλου
Το τι ακριβώς συμβαίνει με τις πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί κατά κύριο λόγο από τη ρυθμιστική αρχή, τη ΡΑΕΚ, το περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο και σε περίοδο σχετικής ομαλότητας όχι ένας τεχνοκράτης που παρακολουθεί επιστάμενα το ενεργειακό πεδίο της Κύπρου αλλά ο γνωστός Βρετανός εξερευνητής Pen Hadow κατά την πρώτη μέρα των εργασιών του Digital Agenda τον περασμένο Οκτώβριο. Αναφερόμενος στην Κύπρο, εξέφρασε την απορία του για την απουσία πολιτικής εκμετάλλευσης και αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας, προς κάλυψη των ενεργειακών αναγκών από την ετήσια ηλιοφάνεια. Ο Βρετανός εξερευνητής λόγω και της περιορισμένης εγγύτητας με την κυπριακή πραγματικότητα περιορίσθηκε στο πασιφανές, αφήνοντας ανέγγιχτα τα παράδοξα που υπάρχουν στα περιορισμένα ποσοστά ενέργειας και από τον ήλιο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, για πάνω από 10 χρόνια η ηλιακή ενέργεια στοιχίζει στον Κύπριο καταναλωτή τριπλάσια και τετραπλάσια απ’ ό,τι στοιχίζει π.χ. στο Γερμανό καταναλωτή. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από την ιστοσελίδα Bundesministerium Fur Wirtschaft Und Klimaschutz η παραγόμενη ηλιακή ενέργεια στην Κύπρο σε σχέση με τη Γερμανία ήταν χρυσάφι. Π.χ. το 2017 μια χρονιά που δεν υπήρχε η ενεργειακή κρίση οι Γερμανοί επενδυτές φωτοβολταϊκών υπέβαλαν προσφορές πώλησης της ενέργειας από τον ήλιο σε τιμές που για τα κυπριακά ΑΠΕ αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός.
Κύπρος – Γερμανία και η έλλειψη διαφάνειας
Στη Γερμανία, μια χώρα που δεν αγγίζει τα ποσοστά ηλιοφάνειας της Κύπρου, σε διάρκεια η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο για το 2017, όπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα, ήταν στα 5,90 σεντ του ευρώ ενώ το 2020 σύμφωνα με στοιχεία που κατέχει η «Κ» η τιμή της κιλοβατώρας σε δημοπρασία έπεσε μέχρι και τα 3,55 σεντ. Αυτό το οποίο έχει αξία στα στοιχεία είναι πως για τα επόμενα χρόνια καταγράφεται μια μικρή διακύμανση, ωστόσο, η τάση καθορισμού τιμής είναι πτωτική. Εν αντιθέσει με το μοντέλο αποζημίωσης των φωτοβολταϊκών στην Κύπρο, στη Γερμανία η αμοιβή για τα φωτοβολταϊκά συστήματα καθορίζεται με διαγωνισμούς. Οι επενδυτές μπορούν να υποβάλουν τις προσφορές τους στο BNetzA σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Ένα σύστημα που εξόφθαλμα ενισχύει τον ανταγωνισμό. Στην Κύπρο αντί του καθορισμού ενός fix ποσού επιλέχθηκε μια μεταβλητή φόρμουλα που στο πέρασμα του χρόνου μετέτρεψε τα ηλιακά πάρκα σε ενεργειακά Ελ Ντοράντο. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά από παράγοντες στον χώρο της ενέργειας στην Κύπρο, το σύστημα ευνοεί τον παραγωγό ηλιακής ενέργειας ενώ σε άλλα κράτη τον καταναλωτή. Επίσημα στοιχεία για την αποζημίωση των παραγωγών και ηλιακής ενέργειας στην Κύπρο δεν υπάρχουν, κάτι που συνιστά κατάφωρη έλλειψη διαφάνειας. Η ΡΑΕΚ προτρέπει κάθε ενδιαφερόμενο να αποταθεί στην ΑΗΚ, η οποία στην ιστοσελίδα της τον καλεί να επικοινωνήσει με κάποιο λειτουργό. Πηγές που μίλησαν στην «Κ» καθόρισαν τη σημερινή μέση τιμή αγοράς ΗΕ μεταξύ 18-22 σεντ την κιλοβατώρα, τιμή που καθορίζεται από ένα δυσνόητο πρωτόκολλο μαθηματικών πράξεων που μόνο εμπιστοσύνη δεν προάγει στον μέσο πολίτη ως προς τις διαφανείς και αξιοκρατικές του διεργασίες. Η πιο εξόφθαλμη περίπτωση στρεβλής μεθόδου είναι αυτή με το κόστος αποφυγής, της σύνδεσης δηλαδή της τιμής αγοράς ΗΕ με την τιμή της παραγωγής από μαζούτ(!), το οποίο για την περίοδο που διανύουμε έχει καθορισθεί στα 25,63 σεντ την kWh για ενέργεια από ηλιακά πάρκα. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση των Αιολικών Πάρκων η εγγυημένη τιμή, μια διαφορετική μέθοδος αποζημίωσης, είναι καθορισμένη στα 16,6 σεντ η kWh. Εδώ για να γίνει περισσότερο κατανοητή η λογική ότι το σύστημα αποζημίωσης λειτουργεί υπέρ του παραγωγού, αρκεί να αναφέρουμε πως στην τελευταία απόφαση της ΡΑΕΚ για πλαφόν οι παραγωγοί αποδέχθηκαν ανώτερη τιμή κοντά στα 10,5 σεντ ανά kWh. Τιμή που και πάλι, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ενέργειας, είναι υπερδιπλάσια του κόστους παραγωγής.
Τα κυπριακά μοντέλα
Οι στρεβλώσεις και παραδοξότητες που εντοπίζονται στο σύστημα αποζημίωσης των παραγωγών ενέργειας στην Κύπρο δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Με σκοπό, προφανώς, την παροχή κινήτρων σε επενδυτές για πάνω από 10 χρόνια το μοντέλο αποζημίωσης διαφοροποιείται χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνει μείωση στις τιμές. Το 2010 τα σχέδια που δόθηκαν προνοούσαν τιμή πώλησης 8,5 σεντ την kWh. Ποσό που αντιστοιχούσε στο κόστος αποφυγής το οποίο καθόριζε η παραγωγή ρεύματος από την ΑΗΚ με ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο). Παρά τις διορθώσεις που έγιναν τα επόμενα χρόνια, οι παραγωγοί που ήταν ενταγμένοι στα σχέδια με κόστος αποφυγής βρέθηκαν ενώπιον ανέλπιστων ευκαιριών. Συγκεκριμένα από τα 8,5 σεντ που ήταν το αρχικό κόστος αποφυγής μέσα σε 12 χρόνια εκτοξεύθηκε σήμερα στα 25,6 σεντ. Την ώρα που οι περισσότεροι παρακολουθούσαν με ανησυχία την κάθε άνοδο του πετρελαίου, οι παραγωγοί ηλιακής ενέργειας έβλεπαν να αυξάνονται ιλιγγιωδώς τα κέρδη τους μέσω της σύνδεσης της τιμής πώλησης ΗΕ με την τιμή παραγωγής από μαζούτ.
Χρυσορυχεία
Οι χρυσοφόρες επενδύσεις σε ηλιακά πάρκα προκύπτουν και από το στοιχείο του κόστους της επένδυσης αλλά και τη χρονική διάρκεια. Με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές των υποδομών ηλιακών πάρκων το χρονικό όριο ζωής των πάνελ καθορίζεται περίπου μεταξύ 20-30 χρόνια. Η Κύπρος σύμφωνα με τους ειδικούς που μίλησε η «Κ» καταγράφει κατ΄ ελάχιστον 1750 ώρες ηλιοφάνειας τον χρόνο. Αν ληφθεί υπόψιν πως το κόστος επένδυσης σε ηλιακό πάρκο σήμερα (μετά από αύξηση των πρώτων υλών) είναι 800 χιλιάδες ευρώ / μεγαβατ, με τις σημερινές τιμές η απόσβεση μιας τέτοιες επένδυσης είναι στα δύο μόλις χρόνια! Ακόμη και με δέκα σεντ την κιλοβατώρα η απόσβεση βρίσκεται στα τέσσερα μόλις χρόνια, πολύ λιγότερα από τα δέκα τουλάχιστον που προνοούν ευρωπαϊκές πρακτικές θεμιτού ανταγωνισμού.
Το Χρηματιστήριο
Παρά το γεγονός ότι η αγορά της ενέργειας βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι στρεβλώσεις που υπάρχουν θα διορθωθούν με το άνοιγμα της αγοράς σε περίπου δύο χρόνια. Εκτίμηση η οποία ωστόσο συναντά αρκετές επιφυλάξεις ένεκα του μοντέλου που έχει επιλεγεί. Με βάση τα χαρακτηριστικά του μοντέλου «Στόχος» οι όποιοι περιορισμοί υπάρχουν σήμερα θα αρθούν. Η αγορά ενέργειας στην Κύπρο θα ελέγχεται από μηχανισμό που προσομοιάζει με Χρηματιστήριο. Μια διαδικασία που συναντά ισχυρές αντιδράσεις από παράγοντες της αγοράς ενέργειας, οι οποίοι υποστηρίζουν πως οι στρεβλώσεις και οι παραδοξότητες του σήμερα θα συνεχισθούν. Το μοντέλο «Στόχος» προνοεί στην προημερήσια αγορά, τη λειτουργία ενός Χρηματιστηρίου Ενέργειας στο οποίο παραγωγοί και αγοραστές θα υποβάλλουν τις προσφορές τους για την πώληση και αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, αυτό το οποίο προξενεί εύλογες απορίες για το κατά πόσο το νέο περιβάλλον θα λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή είναι ο τρόπος με τον οποίο θα κατακυρώνονται οι τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, στο Χρηματιστήριο ενέργειας οι παραγωγοί θα μπορούν να υποβάλλουν προσφορές πολύ πιο κάτω από το κόστος παραγωγής προκειμένου η προσφορά τους να γίνει δεκτή από το σύστημα. Τον όγκο ηλεκτρικής ενέργειας θα συμπληρώνει η ΑΗΚ προκειμένου να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Εν αντιθέσει με τους παραγωγούς ηλιακής ενέργειας, στην προκειμένη περίπτωση, η ΑΗΚ εκ των πραγμάτων θα είναι αναγκασμένη να καταθέσει προσφορά στη βάση του πραγματικού κόστους παραγωγής που σήμερα είναι στα 25,63 σεντ του ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση το μοντέλο «Στόχος» θα λαμβάνει ως τιμή κλεισίματος την υψηλότερη τιμή και όλες οι προσφορές που έχουν γίνει δεκτές, ασχέτως υποβληθείσης τιμής θα αποζημιώνονται με την τιμή κλεισίματος. Μια εξέλιξη που δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει την υφιστάμενη κατάσταση με το μοντέλο Κόστος Αποφυγής.
Στη κομματική ατζέντα η ηλιακή ενέργεια
Οι παρενέργειες που δημιουργούνται από τις χρόνιες στρεβλώσεις στην ηλιακή ενέργεια βρίσκονται ψηλά στις κομματικές ατζέντες με αφορμή και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Στο Προεδρικό, το θέμα με τις υψηλές χρεώσεις σε παραγωγούς ηλιακής ενέργειας δεν περνά απαρατήρητο, ειδικότερα μετά από συνάντηση που είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης με αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ. Στη συνάντηση εκείνη ο γ.γ. του κόμματος Στέφανος Στεφάνου εξέφρασε την ανησυχία του ΑΚΕΛ, βάζοντας στο τραπέζι το μοντέλο του μειοδοτικού διαγωνισμού που ακολουθείται και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον καθορισμό της τιμής πώλησης ηλιακής ενέργειας. Μάλιστα πηγές ανέφεραν στην «Κ» πως το μοντέλο του μειοδοτικού διαγωνισμού που ακολουθείται από τις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες είχε προταθεί από την κυβέρνηση Χριστόφια και είχε υιοθετηθεί επί της αρχής και από την κυβέρνηση Αναστασιάδη με άγνωστο το λόγο και τρόπο της απόρριψής του επί του εδάφους από ΡΑΕΚ και ΑΗΚ. Ένα μοντέλο το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης με πιθανότερο χρόνο υλοποίησης το 2023 όπως διαβεβαιώνει το υπουργείο Ενέργειας. Παρά την επιβολή πλαφόν στις τιμές παραγωγής και ηλεκτρικής ενέργειας, η κυβέρνηση μελετά και το ενδεχόμενο επιβολής ενός επιπρόσθετου τέλους στα υπερκέρδη εταιρειών παραγωγής και ηλιακής ενέργειας. Η «Κ» προσπάθησε να καταγράψει και τις απόψεις της ΡΑΕΚ, εκπρόσωπος της οποίας δεν ανταποκρίθηκε σε σχετικό αίτημα της εφημερίδας.