Kathimerini.gr
Μετά από περίπου δυόμισι χρόνια πανδημίας, σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί τη νόσο Covid-19. Παρότι οι περισσότεροι είχαν αναρρώσει πλήρως, ακόμη και αυτοί που είχαν ήπια λοίμωξη αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά προβλήματα έως και ένα έτος αργότερα, σύμφωνα με μεγάλη μελέτη.
«Γνωρίζαμε ήδη ότι, όπως και άλλες σοβαρές λοιμώξεις, η Covid-19 μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή που αυξάνει τα καρδιολογικά προβλήματα βραχυπρόθεσμα – δηλαδή σύντομα μετά τη μόλυνση ενός ατόμου. Η συγκεκριμένη μελέτη είχε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα και εξέτασε τον χρόνιο κίνδυνο, από 30 ημέρες έως ένα έτος μετά τη λοίμωξη», δηλώνει ο καρδιολόγος δρ C. Michael Gibson, καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2022 στο Nature Medicine, βασιζόταν σε αρχεία υγείας από το Υπουργείο Υποθέσεων των Βετεράνων των ΗΠΑ. Οι ερευνητές εντόπισαν 153.760 άτομα που είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό από την 1η Μαρτίου 2020 έως τις 15 Ιανουαρίου 2021 (προτού τα εμβόλια διατεθούν ευρέως) και τα συνέκριναν ως προς το ποσοστό των νέων καρδιαγγειακών προβλημάτων με δύο ομάδες μη μολυσμένων ατόμων από τα αρχεία των Βετεράνων – περίπου 5,6 εκατομμύρια στη διάρκεια της ίδιας περιόδου και 5,9 εκατομμύρια πριν από την πανδημία.
Σε σύγκριση με τα μη μολυσμένα άτομα, οι επιζήσαντες από Covid-19 είχαν:
- 72% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια.
- 63% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν καρδιακή προσβολή.
- 52% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αυτά τα αυξημένα ποσοστά κινδύνου ήταν εμφανή ανεξαρτήτως ηλικίας, φυλής και φύλου, ενώ επίσης σημειώθηκαν σε άτομα που δεν είχαν καρδιοπάθεια προτού μολυνθούν, γεγονός που δείχνει ότι ακόμη και άτομα με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι ευάλωτα στον καρδιολογικό κίνδυνο που προκαλεί η Covid-19, δηλώνουν οι συγγραφείς. Μάλιστα, αυξημένος κίνδυνος παρατηρήθηκε ακόμη και σε άτομα που (όπως τα περισσότερα άτομα που νόσησαν από Covid-19) είχαν ηπιότερη νόσο και δεν χρειάστηκαν εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ωστόσο, τα άτομα που νοσηλεύτηκαν, ιδίως αυτά που εισήχθησαν στη μονάδα εντατικής θεραπείας, έτειναν να αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο σοβαρού καρδιολογικού προβλήματος κατά το έτος μετά τη μόλυνση.
Επιδράσεις στον εγκέφαλο και στο σώμα
Ο ιός SARS-CoV-2 εξαπολύει επιθέσεις σε πολλά διαφορετικά μέτωπα. Ο βήχας, η ρινική συμφόρηση και ο πυρετός που προκαλούνται από τη λοίμωξη δημιουργούν επιπλέον στρες στην καρδιά, η οποία μπορεί να αγωνίζεται για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού σε οξυγόνο. Ο ιός μπορεί επίσης να εισβάλει απευθείας στον καρδιακό ιστό ή να του προκαλέσει φλεγμονή, βλάπτοντας τον καρδιακό μυ (μυοκάρδιο). Όμως, η βλάβη δεν περιορίζεται στον θώρακα.
«Ο ιός μπορεί να επιτεθεί στο ενδοθήλιο, τη λεπτή μεμβράνη που καλύπτει το εσωτερικό των αιμοφόρων αγγείων, και να του προκαλέσει βλάβη», δηλώνει ο δρ Gibson. Η ανοσολογική απόκριση του οργανισμού οδηγεί σε μια εκρηκτική αύξηση των φλεγμονωδών κυττάρων και ενεργοποιεί τον μηχανισμό πήξης του αίματος, δημιουργώντας έναν επικίνδυνο συνδυασμό «αγριεμένων» αγγείων και «αγριεμένου» αίματος, εξηγεί ο δρ Gibson. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να σχηματιστούν θρόμβοι αίματος στις αρτηρίες και στις φλέβες σε ολόκληρο το σώμα και στον εγκέφαλο.
Πέραν του ότι ενδέχεται να προκαλέσουν καρδιακή προσβολή και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, οι θρόμβοι αυτοί μπορεί επίσης να αναπτυχθούν στις φλέβες των κάτω άκρων (ένα πρόβλημα γνωστό ως εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση) ή των πνευμόνων (μια σπάνια αλλά ενδεχομένως θανατηφόρος επιπλοκή, που ονομάζεται πνευμονική εμβολή). Στη μελέτη, η πνευμονική εμβολή ήταν σχεδόν τρεις φορές συχνότερη στους επιζήσαντες από Covid-19 από ό,τι στα άτομα που δεν προσβλήθηκαν από τον ιό. Επιπλέον, η χαμηλότερη σωματική δραστηριότητα –ενδεχομένως λόγω της κόπωσης και άλλων συμπτωμάτων της «μακράς Covid»– καθιστά επίσης τα άτομα πιο ευάλωτα στους θρόμβους, επισημαίνει ο δρ Gibson.
Μακροχρόνιες επιπλοκές της Covid-19
Ο όρος «μακρά Covid» (long Covid) αναφέρεται στα συμπτώματα [π.χ. κόπωση, σωματικά άλγη, δύσπνοια και δυσκολία συγκέντρωσης («ομίχλη του εγκεφάλου»)] τα οποία συνεχίζονται ή εμφανίζονται εβδομάδες ή και μήνες μετά τη λοίμωξη Covid-19. Η κατάσταση αυτή, η οποία επίσημα είναι γνωστή ως μετα-οξείες συνέπειες της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 (PASC), θεωρείται ότι προκαλείται κυρίως από βλάβη στο νευρικό σύστημα, αν και τα καρδιαγγειακά προβλήματα μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο. Ένα συχνό σύμπτωμα της PASC είναι η ζάλη και οι ταχυπαλμίες όταν το άτομο σηκώνεται όρθιο, ένα πρόβλημα γνωστό ως σύνδρομο ορθοστατικής ταχυκαρδίας. «Είχα κι εγώ αυτό το σύμπτωμα όταν ανάρρωσα από την Covid-19», αναφέρει ο δρ Gibson, ο οποίος κόλλησε τον ιό στις αρχές του 2020, στις αρχές της πανδημίας. Αν και τα συμπτώματά του βελτιώθηκαν, σε ορισμένα άτομα τα συμπτώματα PASC μπορούν να διαρκέσουν πολύ περισσότερο.
Τα αποτελέσματα της πρόσφατης μελέτης υπογραμμίζουν τη σημασία της αποφυγής της μόλυνσης (ή επαναμόλυνσης) από SARS-CoV-2, δηλώνει ο δρ Gibson. Για να παραμείνετε ενήμεροι σχετικά με τις συστάσεις του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ για τους εμβολιασμούς, τις αναμνηστικές δόσεις και άλλα βήματα για την αποφυγή του κορωνοϊού, επισκεφθείτε το κέντρο ενημέρωσης των Εκδόσεων του Χάρβαρντ για τον κορωνοϊό (www.health.harvard.edu/cvrc).