Kathimerini.gr
Στη ζωή των ανθρώπων υπάρχουν πολλά σταυροδρόμια· προσπαθούμε όλοι να επιλέξουμε κατεύθυνση με το μυαλό και την καρδιά μας, αλλά δεν μπορούμε εκ των προτέρων να ξέρουμε πού θα μας βγάλει κάθε δρόμος. Σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι βρέθηκε ο Θεσσαλονικιός Πάνος Αναστασιάδης το 1987, αποφοιτώντας από το τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Ο πατέρας μου είχε μια μικρή βιοτεχνία ξύλινων κουφωμάτων. Μου άρεζε πολύ (χρησιμοποιεί το σαλονικιώτικο γλωσσικό ιδίωμα) αυτή η δουλειά, το να δίνεις μορφή στο ξύλο με τα χέρια σου, έτσι όταν πήρα το πτυχίο μου και εκείνος ήταν ένα βήμα πριν από τη συνταξιοδότηση, σκεφτόμουν να τον διαδεχθώ και να αναλάβω την οικογενειακή επιχείρηση. Εκείνη την εποχή αρκετοί συμφοιτητές μου έφευγαν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Θα με ενδιέφερε να κάνω το ίδιο, αλλά τέτοιες οικονομικές δυνατότητες δεν είχα. Τυχαία έμαθα ότι το Ιδρυμα Μποδοσάκη έδινε μία υποτροφία κάθε χρόνο για όλη την Ελλάδα. Εκανα αίτηση, λοιπόν, αν και θεωρούσα απίθανο να την πάρω εγώ. Κι όμως, την πήρα…».
Είναι μεσημέρι στην Ελλάδα, πολύ πρωί στη Φλόριντα, και ο καθηγητής Βιολογίας του Καρκίνου στη Mayo Clinic βρίσκεται ήδη στο γραφείο του. Στον τοίχο πίσω του διακρίνω έναν μεγάλο πίνακα ζωγραφικής με τον Λευκό Πύργο, σύμβολο της γενέτειράς του. «Τριάντα πέντε χρόνια βρίσκομαι στις ΗΠΑ, αλλά την πόλη μου δεν την ξεχνώ. Τις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια στην περιοχή μεταξύ Διοικητηρίου και Βαρδάρη τις κουβαλάω πάντα μέσα μου…».
– Τι σας γοήτευσε εξαρχής στη Βιολογία;
– Την αγάπησα στο λύκειο χάρη σε κάποιους καθηγητές που μας τη δίδασκαν με τρόπο που την έκανε ελκυστική, συναρπαστική. Αμέσως αισθάνθηκα ένα κέντρισμα. Οταν πέρασα στη σχολή, αρχικά απογοητεύτηκα. Ανάμεσα στα βιβλία που μας έδωσαν, αν θυμάμαι καλά, ήταν έντεκα για τη Ζωολογία και επτά για τη Βοτανική, όλα για αποστήθιση. Αυτό θα έκανα, λοιπόν, από εδώ και πέρα; Η έρευνα μου έδωσε τη δυνατότητα να ξεφύγω από τον βραχνά της παπαγαλίας. Βέβαια, ούτε αυτό ήταν δεδομένο. Εκείνη την εποχή το να μπεις σε κάποιο εργαστήριο και να δουλέψεις με έναν καθηγητή ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Επρεπε να έχεις θάρρος, ακόμη και θράσος, ή μέσο. Μέσο δεν είχα, όμως μάλλον αποδείχτηκα θαρραλέος. Μπήκα στο εργαστήριο Ανοσοβιολογίας της Λυγερής Χατζηπέτρου-Κουρουνάκη και ξεκίνησα την έρευνα, εστιάζοντας στην αλληλεπίδραση μεταξύ του νευρικού συστήματος και του ανοσοποιητικού μας, πώς ο εγκέφαλος το επηρεάζει.
– Η μετάβαση στις ΗΠΑ ήταν ομαλή; Βρήκατε όσα προσδοκούσατε;
– Τον Ιανουάριο του 1989 έφτασα στο Ντιτρόιτ επειδή εκεί βρισκόταν ένας εξαιρετικός καθηγητής που είχα γνωρίσει σε συνέδριο στην Ιταλία και πίστευα ότι θα συνεργαζόμουν καλά μαζί του. Υπάρχει και η Greektown, η ελληνική συνοικία, οπότε ανέμενα ότι θα βρισκόμουν σε οικείο περιβάλλον. Χειρότερη επιλογή δεν θα μπορούσα να έχω κάνει – και δεν αναφέρομαι φυσικά στον καθηγητή. Το Ντιτρόιτ, λόγω της αποβιομηχάνισης, ήταν μια πόλη φάντασμα: εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και σπίτια, φτώχεια, εγκληματικότητα. Φοβόσουν να περπατήσεις από το ένα τετράγωνο στο άλλο. Εκεί έκανα το διδακτορικό μου, καθώς και το μεταδιδακτορικό μου στη Νευροβιολογία. Η πρώτη ακαδημαϊκή θέση μου ήταν στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και στη συνέχεια στη Mayo Clinic στη Φλόριντα. Είμαι πλέον τακτικός καθηγητής, διευθύνω το δικό μου εργαστήριο και συνδιευθύνω το πρόγραμμα Cancer Cell Genomics, Signaling, and Metastasis στο Κέντρο Καρκίνου της Mayo Clinic, που αποτελείται από περίπου 50 εργαστήρια, ενώ έχω διατελέσει διευθυντής του τμήματος Βιολογίας του Καρκίνου στη Mayo Clinic.
– Με τι ακριβώς ασχολείστε τώρα;
– Εκτός από τη δουλειά μας στη βιολογία του καρκίνου έχουμε εστιάσει στις εξατομικευμένες θεραπείες. Παίρνουμε από τους ασθενείς δείγματα του όγκου και αναλύουμε τα μοριακά δεδομένα του εις βάθος για να καταλάβουμε πώς ακριβώς «συμπεριφέρεται» ο συγκεκριμένος καρκίνος. Ξέρετε, κάθε καρκίνος έχει τη δική του μοριακή υπογραφή· από αυτήν εξαρτάται ποιες θεραπείες μπορεί να λάβει και σε ποιες θα ανταποκριθεί καλύτερα. Φτιάχνουμε, λοιπόν, τρισδιάστατα μοντέλα με πατέντες που το εργαστήριό μας έχει κατοχυρώσει –μικρογραφίες καρκίνου ή μικροκαρκίνους, όπως τα ονομάζουμε– και κάνουμε προσομοίωση των θεραπευτικών μεθόδων, ώστε στο μέλλον, σύντομα ελπίζουμε, να είναι δυνατόν να επιλέγεται για κάθε ασθενή η πιο αποτελεσματική.
– Ποιες θεραπείες είναι σήμερα πιο αποδοτικές;
– Οι ανοσοθεραπείες. Δουλεύουν εξαιρετικά για κάποιες μορφές καρκίνου, έχουν πολύ καλή ανταπόκριση οι ασθενείς. Είναι λογικό: στοχεύουν, όχι τις κακοήθειες αλλά το ανοσοποιητικό σύστημα, εκπαιδεύοντάς το να αναγνωρίζει, να κυνηγάει και να εξουδετερώνει τα καρκινικά κύτταρα σε όλο το σώμα. Καταλαβαίνετε πόση αξία έχει αυτό για καρκίνους προχωρημένους, απλωμένους σε διάφορα όργανα. Δεν είναι τυχαίο ότι φέρνουν εξαιρετικά αποτελέσματα ακόμη και σε επιθετικές μορφές της νόσου, όπως τα μελανώματα.
«Τα εμβόλια πιθανότατα θα αποτελέσουν απάντηση για πολλούς τύπους καρκίνου – όχι μόνο τα mRNA. Θα είναι εξατομικευμένα και θα παρέχουν αντικαρκινική ανοσολογική απόκριση προσαρμοσμένη σε κάθε ασθενή, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καρκίνου. Εντυπωσιακή είναι η εξέλιξη και των κυτταρικών θεραπειών: το φάρμακο, δηλαδή, προκύπτει από τον ίδιο τον καρκινοπαθή, αφαιρείς Τ λεμφοκύτταρα, δηλαδή κύτταρα του ανοσοποιητικού, τα τροποποιείς γενετικώς ώστε να μπορούν να χτυπήσουν τον καρκίνο και τα ξαναβάζεις στον οργανισμό του».
– Τι να περιμένουμε την επόμενη δεκαετία;
– Τα εμβόλια πιθανότατα θα αποτελέσουν απάντηση για πολλούς τύπους καρκίνου – όχι μόνο τα mRNA, χρησιμοποιούνται και άλλες τεχνολογίες. Θα είναι εξατομικευμένα και θα παρέχουν αντικαρκινική ανοσολογική απόκριση προσαρμοσμένη σε κάθε ασθενή ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καρκίνου. Σε συνδυασμό με τις ανοσοθεραπείες, μάλιστα, θα έχουν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Εντυπωσιακή είναι η εξέλιξη και των κυτταρικών θεραπειών: το φάρμακο, δηλαδή, προκύπτει από τον ίδιο τον καρκινοπαθή. Αφαιρείς Τ λεμφοκύτταρα, δηλαδή κύτταρα του ανοσοποιητικού, τα τροποποιείς γενετικώς ώστε να μπορούν να χτυπήσουν τον καρκίνο και τα ξαναβάζεις στον οργανισμό του. Ηδη αυτή η θεραπευτική προσέγγιση έχει αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματική σε αιματολογικούς καρκίνους και γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί και σε συμπαγείς όγκους. Η αλληλεπίδραση του καρκίνου με το μικροβίωμα είναι ένας τομέας που αναμένουμε επίσης να μας αποκαλύψει πολλά τα επόμενα χρόνια. Θα σας φανεί περίεργο, όμως τα μικρόβια στο σώμα μας είναι περισσότερα από τα κύτταρα. Το μικροβίωμα ενός ασθενούς, λοιπόν, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό πώς λειτουργεί το ανοσοποιητικό του, πώς ο οργανισμός του επιτρέπει τη δημιουργία νεοπλασιών, πώς θα ανταποκριθεί στα φάρμακα. Τώρα αρχίζουμε να αποκωδικοποιούμε σιγά σιγά αυτή την αλληλεπίδραση, με τη σύμπραξη διαφόρων επιστημονικών πεδίων: μικροβιολογίας, γενετικής καρκίνου, ανοσολογίας κ.ά. Η τεχνητή νοημοσύνη θα βοηθήσει πολύ με την επεξεργασία του τεράστιου όγκου δεδομένων τα οποία προκύπτουν και, ας μην το ξεχνάμε κι αυτό, τα καινοτόμα διαγνωστικά τεστ, που γίνονται ολοένα και καλύτερα, θα εντοπίζουν τη νόσο σε πολύ πρώιμο στάδιο όταν θα είναι (στις περισσότερες περιπτώσεις) ιάσιμη.
– Εσείς, κύριε Αναστασιάδη, φοβάστε τον καρκίνο;
– Εχασα τον πατέρα μου από καρκίνο της ουροδόχου κύστης –πάλεψε σκληρά, αλλά δεν μπόρεσε να τον νικήσει– και τον καλύτερο φίλο μου από καρκίνο του εγκεφάλου. Είναι τρομερό να καταλαβαίνεις τόσο καλά μοριακά αυτή την ασθένεια, αλλά να μην μπορείς να τη θεραπεύσεις: ήξερα με κάθε λεπτομέρεια τι συνέβαινε στο σώμα και των δύο, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να τους βοηθήσω. Οι επιθετικοί καρκίνοι είναι ετερογενείς. Δεν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε μόνο με μία μετάλλαξη κυττάρων που οδηγεί στην εμφάνιση μιας κακοήθειας, αλλά σε πολλές που γίνονται ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μια αποτελεσματική θεραπεία θα αντιμετωπίσει ένα κομμάτι του· άλλα θα μείνουν και θα συνεχίσουν να εξαπλώνονται. Λερναία Υδρα, δηλαδή. Επομένως, ναι, φυσικά τον φοβάμαι. Κάνω ό,τι μπορώ ώστε να μη «συναντηθούμε»: ασκούμαι, τρέφομαι σωστά, δεν καπνίζω.
– Γενετική προδιάθεση ή περιβάλλον; Πού γέρνει η πλάστιγγα γι’ αυτή την ασθένεια;
– Τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού ανανεώνονται συνεχώς. Είναι εκπληκτική η διαδικασία με την οποία πολλαπλασιάζεται και αντιγράφεται το DNA μας – high fidelity, χωρίς υπερβολή. Αναπόφευκτα γίνονται και κάποια λάθη, τα οποία όμως συνήθως διορθώνονται αμέσως από το ανοσοποιητικό μας σύστημα ή δεν έχουν κάποια σημαντική επίπτωση· το «εργοστάσιο» της ανανέωσης εξακολουθεί να δουλεύει. Αν, όμως, το ανοσοποιητικό μας για διάφορους λόγους –όπως το χρόνιο στρες– δεν είναι τόσο αποτελεσματικό, αρχίζει το πρόβλημα. Βέβαια, εκτός από το άγχος υπάρχουν και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες – η παχυσαρκία, η κακή διατροφή, το κάπνισμα. Ο καρκίνος δημιουργείται και αρχίζει να αναπτύσσει τις δικές του άμυνες απέναντι στην… άμυνα του οργανισμού μας. Το γενετικό μας υπόβαθρο επίσης παίζει ρόλο. Μπορεί ένας άνθρωπος να έχει το γονίδιο Α που προκαλεί καρκίνο, αλλά και το Β που τον αντιστρέφει. Είναι λοταρία, λοιπόν, τι θα βγει από τις μεταλλάξεις που κάθε μέρα συμβαίνουν στο σώμα μας.
– Σκεφτήκατε ποτέ να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
– Αρκετές φορές. Δεν είναι εύκολο. Εχω φίλους που γύρισαν, οι περισσότεροι το έχουν μετανιώσει. Η έλλειψη σύμπνοιας συχνά καταστρέφει κάθε καλή προσπάθεια. Και στην Αμερική έχουμε διαφορές και διαφωνίες, όμως όταν ένας σκοπός είναι κοινός τα παραμερίζουμε όλα για να τον πετύχουμε. Επίσης, η ελληνική πολιτεία δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι η βασική έρευνα, δεν έχει επενδύσει σ’ αυτήν όσο θα έπρεπε. Και είναι κρίμα, γιατί έχουμε πολλούς εξαιρετικούς επιστήμονες, είναι στη φύση μας να διαπρέπουμε στις επιστήμες.
– Είναι γονιδιακή, δηλαδή, αυτή η κλίση μας;
– Μπορείτε να το πείτε κι έτσι… (Και η συνέντευξη κλείνει με γέλια.)