Kathimerini.gr
Σοφία Χρήστου
«Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζα χαμηλή σεξουαλική επιθυμία. Στην αρχή νόμιζα πως έφταιγε το ότι ήμουν νέα μητέρα και ένιωθα εξαντλημένη τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας. Ωστόσο αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό και άρχισε να επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα και την ευημερία μου».
Η 43χρονη Εύα είδε μέσα σε λίγο καιρό τη σεξουαλική της ζωή να εξαφανίζεται. Δεν έφταιγαν ούτε τα παιδιά της, ούτε η ίδια, απλώς παρουσιάζε διαταραχή υποδραστικής σεξουαλικής επιθυμίας (HSDD).
Το ίδιο βίωνε και ο Πίτερ, ο οποίος αντιμετώπιζε επί χρόνια προβλήματα με τη σεξουαλική του απόδοση. Μάλιστα, η αδυναμία του να νιώσει σεξουαλική έλξη για τις συντρόφους του είχε καταστροφικό αντίκτυπο στις σχέσεις του.
Ο ίδιος θυμάται πως τις περισσότερες φορές δικαιολογούσε την ανύπαρκτη σεξουαλική του όρεξη, λέγοντας πως φταίει το άγχος, η δουλειά ή η κούραση. Ωστόσο, όταν αποφάσισε να δοκιμάσει φάρμακα που είναι διαθέσιμα στην αγορά, τίποτα απολύτως δεν άλλαξε.
Ο Πίτερ και η Εύα νόμιζαν πως δεν θα νιώσουν ποτέ ξανά ερωτική έλξη για κάποιον στη ζωή τους. Κι αυτό τους τρόμαζε. Έτσι αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια και έλαβαν μέρος στη μελέτη των κλινικών γιατρών και επιστημόνων του Imperial College του Λονδίνου και του Imperial College Healthcare NHS Trust, στο πλαίσιο της οποίας τους χορηγήθηκε η ορμόνη κισπεπτίνη.
Ενα σημαντικό πρόβλημα υγείας παγκοσμίως
«Για ορισμένους ανθρώπους η χαμηλή σεξουαλική επιθυμία δεν αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο, σε αυτή τη μελέτη εξετάσαμε συγκεκριμένα άτομα για τα οποία η χαμηλή σεξουαλική επιθυμία είχε οδυνηρές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους και αναζητούσαν ιατρική βοήθεια», αναφέρει μιλώντας στην «Κ» ο Δρ. Άλεξ Κομνηνός, συντονιστής ερευνητής της μελέτης και επίτιμος Κλινικός Λέκτορας Ενδοκρινολογίας και Διαβήτη στο Imperial College του Λονδίνου.
Η διαταραχή HSDD επηρεάζει έως και το 10% των γυναικών και των ανδρών στον πλανήτη.
«Όσοι έλεβαν μέρος στην έρευνα ανέφεραν πολλά προβλήματα στην καθημερινή τους ζωή που επηρέαζαν τόσο την δική τους ευτυχία όσο και τις σχέσεις τους. Άλλωστε η διαταραχή υποδραστικής σεξουαλικής επιθυμίας (HSDD) είναι ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας παγκοσμίως και πιστεύεται ότι επηρεάζει έως και το 10% των γυναικών και των ανδρών στον πλανήτη. Υποφέρουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ΄όσοι νομίζουμε, ωστόσο αρκετοί απ΄αυτούς είναι αρκετά ντροπαλοί για να μιλήσουν ανοιχτά», μας εξηγεί ο κ. Κομνηνός.
Στις δύο μελέτες που έγιναν από το Imperial College του Λονδίνου χορηγήθηκε κισπεπτίνη ή placebo σε γυναίκες και άνδρες με χαμηλή σεξουαλική επιθυμία, οι οποίοι κατά τα άλλα ήταν υγιείς. Οι ερευνητές δεν είπαν στους συμμετέχοντες αν έδωσαν κισπεπτίνη ή placebo, ώστε αυτό να μην επηρεάσει τις αντιδράσεις τους.
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν ερωτικά βίντεο ενώ έκαναν μαγνητική τομογραφία, ώστε να διαπιστωθεί αν η κισπεπτίνη θα μπορούσε να αλλάξει την εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την σεξουαλικότητα.
«Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι η κισπεπτίνη μπορεί να ενισχύσει τη σεξουαλική εγκεφαλική δραστηριότητα και συμπεριφορά τόσο σε γυναίκες όσο και σε άνδρες που έχουν χαμηλή σεξουαλική επιθυμία. Επιπλέον, στους άνδρες παρατηρήσαμε ότι η κισπεπτίνη είχε σημαντική προ-στυτική επίδραση», σχολιάζει στην «Κ» ο κ. Κομνηνός.
«Συμμετείχα δύο φορές στη μελέτη το 2020, τη μία φορά έλαβα placebo και την άλλη κισπεπτίνη. Παρατήρησα μια μικρή διαφορά μόλις έλαβα την κισπεπτίνη και πραγματικά χαίρομαι που πήρα μέρος στη μελέτη», αναφέρει η Εύα η οποία επεσήμανε πως εκτός των άλλων ήθελε να γνωρίσει κι άλλες γυναίκες που δεν μπορούσαν να παραδεκτούν πως βιώνουν αυτή τη διαταραχή και αναζητούν βοήθεια.
«Χαίρομαι που η κισπεπτίνη μπορεί να είναι μία θεραπευτική επιλογή και για άλλες γυναίκες», τόνισε η 43χρονη.
Κισπεπτίνη και άλλες θεραπείες
Τα νέα αποτελέσματα είναι σημαντικά, αν σκεφτεί κανείς πως οι περισσότερες θεραπείες που είναι διαθέσιμες για τις γυναίκες έχουν σημαντικές παρενέργειες.
«Κάποιες θεραπείες προκαλούν σημαντικές παρενέργειες στις γυναίκες όπως ναυτία, ζάλη, αλληλεπιδράσεις με το αλκοόλ. Όλες αυτές οι παρενέργειες δεν είναι ιδανικές κατά τη διάρκεια της σεξουαλικές επαφής» τονίζει ο Δρ. Κομνηνός εξηγώντας στη συνέχεια τη διαφορά της κισπεπτίνης με το βιάγκρα.
«Όσον αφορά τους άνδρες, το βιάγκρα είναι κυρίως ένας μηχανικός παράγοντας που δρα στη ροή του αίματος στη γενετική περιοχή και όχι στον εγκέφαλο.
Αντίθετα, η κισπεπτίνη στοχεύει στον εγκέφαλο για να βελτιώσει τη σεξουαλική επιθυμία και διέγερση και έτσι να έχει προ-στυτική δράση».
Μελλοντικές έρευνες
Ο Δρ. Κομνηνός επισημαίνει πως πρέπει να γίνει ακόμη πολύ δουλειά από το ερευνητικό σκέλος, ωστόσο θεωρεί πως αν οι επόμενες μελέτες μεγαλύτερης κλίμακας επιβεβαιώσουν τα τωρινά συμπεράσματα, τότε οι θεραπείες με βάση την κισπεπτίνη για τα άτομα με διαταραχή υποδραστικής σεξουαλικής επιθυμίας (HSDD) θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμες σε 5-10 χρόνια.
«Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Επίσης, εξετάζουμε το ενδεχόμενο χορήγησης της κισπεπτίνης ως απλή ένεση και ως ρινικό σπρέι προκειμένου να διευκολύνουμε τους ασθενείς. Θέλουμε ακόμη να διερευνήσουμε κι άλλες ευεργετικές επιδράσεις της κισπεπτίνης σε όλο το σώμα, όπως για παράδειγμα στα οστά», καταλήγει ο Δρ. Κομνηνός.
*Τα ονόματα των συμμετεχόντων παραποιήθηκαν από τους επικεφαλείς της μελέτης.