Money Review
13 Οκτωβρίου 1972
Ήταν Παρασκευή και 13 όταν η πτήση 571 της Uruguayan Air Force συνετρίβη στις Άνδεις. Έπειτα από 72 ημέρες πάνω στα παγωμένα βουνά, χωρίς τροφή ή καταφύγιο και χωρίς ελπίδα διάσωσης, οι 16 από τους συνολικά 45 επιβαίνοντες του αεροπλάνου επέστρεψαν σπίτι τους. Πολλοί μίλησαν για το «Θαύμα των Άνδεων». Όμως αυτό το θαύμα είχε μια πολύ σκοτεινή πλευρά: Για να επιβιώσουν, οι 16 χρειάστηκε να καταφύγουν στον κανιβαλισμό, τρώγοντας τις σάρκες των νεκρών συνεπιβατών τους.
Το μικρό αεροπλάνο είχε μισθωθεί για να μεταφέρει την ομάδα ράγκμπι Old Christians του Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης στο Σαντιάγο, όπου θα έπαιζε σε αγώνα. Οι 19 από τους επιβαίνοντες ήταν μέλη της ομάδας, ενώ οι υπόλοιποι ήταν φίλοι και συγγενείς τους.
Πετώντας μέσα από τα σύννεφα, πάνω από τα βουνά, ο συγκυβερνήτης άρχισε πρόωρα την κάθοδο του αεροπλάνου. Όσοι επέζησαν θυμούνται ότι ένιωσαν αναταράξεις πριν να δουν ξαφνικά μπροστά από το αεροπλάνο μια μαύρη κορυφογραμμή. Ο πιλότος προσπάθησε να ανεβάσει το αεροσκάφος πάνω από την κορυφογραμμή, αλλά αυτό χτύπησε το βουνό, έσπασε σε κομμάτια και σύρθηκε, για να καταλήξει σε ένα χιονισμένο σημείο της πλαγιάς.
Δώδεκα άτομα, μεταξύ αυτών και ο πιλότος, σκοτώθηκαν κατά τη συντριβή. Άλλα πέντε άτομα πέθαναν μετά, από τα τραύματά τους. Ανάμεσά τους ήταν και ο συγκυβερνήτης που οδηγούσε το αεροπλάνο.
Μέσα σε μια ώρα από την πτώση του αεροπλάνου, οι αρχές Έρευνας και Διάσωσης της Χιλής έψαχναν ήδη για επιζώντες από τον αέρα. Όμως θα περνούσαν 72 ημέρες ώσπου να βρεθούν.
Οι επιβαίνοντες, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν κλείσει ούτε τα 20 τους χρόνια, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στο σκοτάδι και το κρύο των Άνδεων. Κανείς τους δεν ήταν ντυμένος κατάλληλα για τις θερμοκρασίες των -30 βαθμών Κελσίου που επικρατούσαν σε υψόμετρο 3.500 μέτρων.
Το πρώτο βράδυ ήταν το χειρότερο, έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο AFP o Roy Harley, που σήμερα είναι 70 ετών, ένας συνταξιούχος μηχανικός. Όσοι μπορούσαν, στρυμώχτηκαν σε ό,τι είχε απομείνει από την άτρακτο του αεροσκάφους, ανάμεσα σε νεκρά σώματα και στις φωνές των βαριά τραυματισμένων. «Εκείνη τη νύχτα, έζησα την κόλαση», θα έλεγε ο Harley.
φωτ.: AP
Έως το πρωί, άλλοι τέσσερις είχαν πεθάνει. Κάπως έτσι ξεκίνησε η απίστευτη δοκιμασία τους. «Δεν έχω λόγια να περιγράψω πόσο κρύο έκανε. Κρυώναμε τόσο, ήταν τόσο δύσκολο, που δεν έχω λόγια να το περιγράψω», είπε στο AFP ο Carlos Paez, που σήμερα είναι 68 ετών και δουλειά του είναι να δίνει ομιλίες.
Την 10η ημέρα, άκουσαν από έναν αυτοσχέδιο ασύρματο ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό τους σταματούσαν. «Ένα από τα πιο επώδυνα πράγματα ήταν να συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος συνέχιζε χωρίς εμάς», θυμάται o Paez.
Σύντομα, ξέμειναν από τρόφιμα. Όπως έχει πει ο Roberto Canessa, ένας από τους επιζήσαντες, «έπειτα από μόλις μερικές ημέρες, είχαμε την αίσθηση ότι τα ίδια μας τα σώματα έτρωγαν τις σάρκες τους μόνο για να μείνουμε ζωντανοί. Ξέραμε την απάντηση, αλλά ήταν πολύ φρικτή για να την σκεφτούμε».
«Είχαμε προσπαθήσει να φάμε δέρμα, είχαμε προσπαθήσει να φάμε τσιγάρα, είχαμε προσπαθήσει να φάμε οδοντόκρεμα. Όλοι πεθαίναμε. Όταν έχεις αυτές τις επιλογές, να πεθάνεις ή να χρησιμοποιήσεις το μόνο πράγμα που έχεις…. Κάναμε αυτό που κάναμε για να ζήσουμε», έχει πει ο Paez.
Τελικά, έπειτα από προσευχές και πολλή σκέψη, όλοι εκτός από έναν συμφώνησαν ότι η λύση ήταν να φάνε τους νεκρούς. Εάν δεν είχαν καταφύγει στον κανιβαλισμό, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι όλοι τους θα είχαν πεθάνει.
Οι επιζήσαντες έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν τα υλικά από το κατεστραμμένο αεροπλάνο για να φτιάχνουν γάντια, παπούτσια χιονιού, κουβέρτες και γυαλιά που τους προστάτευαν από την εκτυφλωτική λάμψη του χιονιού. Βρήκαν τρόπο να λιώνουν το χιόνι για να πίνουν νερό.
Όμως την 16η ημέρα, η τύχη τους γύρισε ξανά την πλάτη. Μία χιονοστιβάδα χτύπησε το κομμάτι του αεροπλάνου όπου είχαν καταφύγει, σκοτώνοντας άλλους οκτώ και σχεδόν θάβοντας ζωντανούς τους υπόλοιπους.
Στις 15 Νοεμβρίου, μία αποστολή τεσσάρων ατόμων ξεκίνησε προς την κοντινή κοιλάδα, για να προσπαθήσει να βρει βοήθεια. Παρότι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω, βρήκαν την ουρά του κατεστραμμένου αεροπλάνου, όπου εντόπισαν κάποια τρόφιμα και φάρμακα καθώς και κόμικς.
Από την αποτυχία αυτής της πρώτης αποστολής, κατάλαβαν ότι ο μόνος τρόπος να βρουν βοήθεια ήταν να ανέβουν το βουνό στα δυτικά τους. Για τη δεύτερη αποστολή επιλέχθηκαν τρία άτομα, ενώ από την μόνωση του αεροπλάνου φτιάχτηκε ένας υπνόσακος για να τους προστατεύσει από το κρύο.
Έπειτα από τρεις ημέρες δύσκολης αναρρίχησης, έφτασαν στην κορυφή, όπου είδαν ότι βρίσκονταν πιο βαθιά μέσα στα βουνά από ό,τι πίστευαν.
Χρειάστηκε να περπατήσουν εννέα ακόμα μέρες, ώσπου επιτέλους βρήκαν βοήθεια.
Στις 22 και στις 23 Δεκεμβρίου, ελικόπτερα της αεροπορίας της Χιλής απομάκρυναν τους επιζήσαντες από το βουνό.
Ο Harley, που ήταν 84 κιλά όταν μπήκε στο αεροπλάνο της Uruguay Air Force για τη Χιλή, ζύγιζε μόλις 37 κιλά, παρά το ύψος του 1,80, όταν διασώθηκε. Κατά μέσο όρο, ο καθένας από τους επιζήσαντες έχασε 29 κιλά.
Οι ίδιοι, πάντως, επιμένουν ότι δεν είναι θύματα. Η ιστορία τους είναι μία ιστορία επιβίωσης και συνεργασίας, λένε. «Μια απίστευτη ιστορία με πρωταγωνιστές συνηθισμένους ανθρώπους. Στο τέλος, η ζωή θριάμβευσε», λέει ο Paez.
Η ιστορία τους έγινε ταινία, με τον τίτλο «Alive». Για τα 50 χρόνια από τη συντριβή του αεροπλάνου, οι αρχές της Ουρουγουάης ανακοίνωσαν αυτή την εβδομάδα ότι θα τυπωθούν αναμνηστικά γραμματόσημα και κέρματα.