Του Γιάννη Ιωάννου
Όταν η Ρωσία εισέβαλλε πριν τρεις μήνες στην Ουκρανία πολλοί αναλυτές -και δη στον ελληνόφωνο χώρο- έκαναν λόγο για μια εκστρατεία-εξπρές όπου θα διαρκέσει λίγες μόνον ημέρες και θα καταλύσει την κυβέρνηση του Κιέβου. Όταν δε, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας απέτυχαν -με στρατιωτικούς όρους- να καταλάβουν το Κίεβο ή το Χάρκοβο ξεκίνησε μια ευρύτερη συζήτηση για το αν η απόφαση Πούτιν να ξεκινήσει τον μεγαλύτερο πόλεμο των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη είναι ορθολογιστική -πέραν των αφηγημάτων περί «αποναζιστικοποίησης» της χώρας. 90 ημέρες μετά, ο πόλεμος παραμένει -όπως είχε εξαρχής περιγράψει η «Κ»- ανθεκτικός, το Ουκρανικό (σε όλες του τις διαστάσεις) σημειώνει μια ιστορική καμπή για το διεθνές σύστημα και η σύγκρουση -πέραν της εστίασης στις ανατολικές επαρχίες- αποκτά προεκτάσεις με παγκόσμιο αποτύπωμα. Τα διδάγματα αυτών των τριών μηνών είναι προφανή πλέον:
- Ο ρωσικός στρατός δεν είναι η στρατιωτική υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου (1945-1989). Έχει υποστεί σοβαρές απώλειες, έχει απωλέσει μεγάλο μέρος του μύθου του (και του γοήτρου) του, ωστόσο παραμένει προσηλωμένος στον στόχο της δημιουργίας μεγαλύτερου αριθμού τετελεσμένων στις ανατολικές (Ντονμπάς) και νότιες επαρχίες (Μαύρη Θάλασσα/Αζοφική) της Ουκρανίας
- Η Ουκρανία δείχνει επίσης να προσπαθεί να διαχειριστεί τον πόλεμο βασισμένη στην αρχή της αποφασιστικής στάσης περί της μη παραχώρησης τετελεσμένων με την μορφή οριστικής απώλειας εδαφών (συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιόδου 2014-2015)
- Η Δύση παραμένει δεσμευμένη στην αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο προκειμένου ο πόλεμος να αποκτήσει κάποια στιγμή έκβαση
- Ο συνδυασμός των ως άνω δείχνει ξεκάθαρα προς την κατεύθυνση του σεναρίου του πολέμου μακράς διάρκειας (long protracted war) που τόσο για την Ουκρανία όσο και για τη Μόσχα θα δημιουργήσει, αναπόφευκτα, διλήμματα -πράγμα που προκύπτει κι από την αδυναμία διαμεσολάβησης (πχ Ιταλία, κράτη της Αφρικανικής Ένωσης, ΟΑΣΕ, ΟΗΕ, κοκ)
Συνεπώς μετά από τρεις μήνες πολέμου η πρόβλεψη για το αν ο πόλεμος θα διαρκέσει ακόμη τρεις μήνες, ως το τέλος του χρόνου ή… πέντε χρόνια μάλλον δεν έχει νόημα ενώ, ως προς την ίδια την φύση του ερωτήματος, η απάντηση βρίσκεται και στον ίδιο τον χαρακτήρα που η σύγκρουση έχει λάβει τις τελευταίες εβδομάδες στα ανατολικά: Εκεί ο πόλεμος δεν σταμάτησε, ουσιαστικά, από το 2015 έως και την ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου.
Οι εχθροπραξίες σε Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ μαίνονται τις τελευταίες ημέρες με τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να προχωρούν αργά ως προς την κατάληψη μεγαλύτερου αριθμού εδαφών στην περιοχή από την περίοδο 2014-2015. Μετά την πτώση της Μαριούπολης η Μόσχα δείχνει να εστιάζει στις ανατολικές επαρχίες προκειμένου να ολοκληρώσει αυτό που, ουσιαστικά, διέκοψε το Μινσκ ΙΙ, το 2015.
Τι να αναμένουμε
Τις επόμενες εβδομάδες δύο είναι τα βασικά σενάρια που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη βλέποντας τόσο την «μικρή» όσο και την «μεγάλη» εικόνα του πολέμου στην Ουκρανία:
- To καλό σενάριο όπου η τελμάτωση του πολέμου στα ανατολικά θα οδηγήσει σε σταδιακή αποκλιμάκωση προκειμένου να υπάρξει μια αναζωπύρωση της διπλωματικής προσπάθειας για εκεχειρία
- Το σενάριο συνέχισης του πολέμου που θα συμπέσει χρονικά με δύο δυναμικές: Μια προσπάθεια αντεπίθεσης της Ουκρανίας στο σύνολο των μετώπων ανατολικά και νότια, βασισμένη σε νέα στρατιωτικά Μέσα ως μέρος της δυτικής βοήθειας και την, αντίστοιχη, εντατικοποίηση (μέσω γενικότερης στρατιωτικής κινητοποίησης) της Μόσχας προκειμένου να πετύχει τους ΑΝΣΚ της στα ανατολικά. Το «κακό» σενάριο θα μπορούσε να οδηγήσει και στις δύο εκβάσεις (υπέρ της Ουκρανίας ή της Ρωσίας αντίστοιχα), ωστόσο σκοντάφτει, κατά βάση, στο γεγονός πως το Κίεβο δεν μπορεί με αμιγώς στρατιωτικούς όρους να ανακαταλάβει την Κριμαία και τις ανατολικές επαρχίες ενώ αντίστοιχα η Μόσχα θα δυσκολευτεί πολύ να συντρίψει τον ουκρανικό στρατό στα ανατολικά (πέραν της επαρχίας του Λουγκάνσκ). Συνεπώς στο δεύτερο αυτό σενάριο ενυπάρχουν τα ποιοτικά στοιχεία του πρώτου
Η μεγάλη εικόνα του Ουκρανικού ωστόσο είναι ακόμη πιο πολύπλοκη. Ακριβώς γιατί συνδέεται με την επόμενη ημέρα στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας, περνάει διαμέσου της αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης και τον διάλογο για την επέκταση του ΝΑΤΟ (βλέπε Φινλανδία και Σουηδία) ενώ έχει και παγκόσμιες προεκτάσεις: Από την επισιτιστική κρίση και την κρίση στο πεδίο της ενέργειας σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή ή η ΕΕ μέχρι το πως αυτός ο πόλεμος θα διαμορφώσει την επόμενη ημέρα ως προς τις δυναμικές ισχύος του διεθνούς συστήματος (σ.σ. συζήτηση που αφορά και την Κίνα). Το πεδίο αυτό θέτει υπαρξιακά διλήμματα για το μέλλον της Ρωσίας (ενταγμένη στο διεθνές σύστημα ή κράτος-παρίας), τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης (επιδίωξη ήττας Ρωσίας ή λήξη πολέμου με ειρηνευτική διαδικασία) αλλά και την ίδια την ΕΕ που δείχνει να αναζητεί, ανεπιτυχώς, στρατηγική αυτονομία ενώ την ίδια στιγμή βιώνει στο επίπεδο των κρατών της μελών τις συνέπειες του πολέμου. Από την ακρίβεια στα καύσιμα μέχρι τις προσλήψεις ασφάλειας των κρατών της ανατολικής Ευρώπης ή της Βαλτικής.
H εξίσωση που όλους θα απασχολήσει καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στον τέταρτο μήνα -σπάζοντας το φράγμα των 100 ημερών- είναι πολύ απλή αλλά συνάμα κυνική: To αν η νίκη της Ουκρανίας στον πόλεμο έχει μεγαλύτερες ή μικρότερες συνέπειες, για το διεθνές σύστημα, για την επόμενη ημέρα. Αν η απάντηση εντοπίζεται στο πρώτο, τότε ο πόλεμος -ανεξαρτήτως διάρκειας- θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια και στη πολιτική καταστροφή του Πούτιν. Αν ισχύει το δεύτερο η ειρηνευτική διαδικασία που θα τελειώσει τον πόλεμο της 24ης Φεβρουαρίου αναπόφευκτα θα οδηγήσει, μελλοντικά, στην επανάληψη της σύγκρουσης. Σε μια νέα αναμέτρηση με την Ρωσία -μετά τον Πούτιν.