Του Γιώργου Σκαφιδά
Στις 12 Δεκεμβρίου, μόλις τέσσερα 24ωρα έπειτα από την πτώση του Μπασάρ αλ Ασαντ, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στέλνει στη Δαμασκό τον επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, Ιμπραχίμ Καλίν, για επαφές με την -τότε ακόμη υπό διαμόρφωση- νέα συριακή ηγεσία. Σημαντική «λεπτομέρεια»: ο διοικητής της τουρκικής MIT (και άλλοτε εκπρόσωπος του ιδίου του Ερντογάν) δεν χάνει την ευκαιρία να προσευχηθεί στο Μεγάλο Τέμενος των Ομεϋαδών στη Δαμασκό, το οποίο «έχει μεγάλη αξία για την Τουρκία» όπως σπεύδουν να υπογραμμίσουν τα συμπολιτευόμενα τουρκικά ΜΜΕ.
Στις 14 Δεκεμβρίου, η τουρκική πρεσβεία ανοίγει ξανά τις πύλες της στην πρωτεύουσα της Συρίας, τερματίζοντας έτσι, με την επαναλειτουργία της, ένα «διπλωματικό κενό» 12 ετών.
Στις 22 Δεκεμβρίου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν μεταβαίνει στη Δαμασκό, όπου έχει επαφές με τη νέα συριακή ηγεσία.
Στις 15 Ιανουαρίου, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Συρίας, Ασάντ Χασάν αλ Σιμπάνι, μεταβαίνει στην Αγκυρα, όπου συναντά όχι μόνο τον ομόλογό του, Φιντάν, αλλά και τον πρόεδρο Ερντογάν, ενώ στις 26 Ιανουαρίου ο Ιμπραχίμ Καλίν επιστρέφει στη Δαμασκό για νέες επαφές με τη νέα -διαμορφωμένη πια- συριακή ηγεσία, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την πρώτη επίσκεψη του νέου μεταβατικού προέδρου της Συρίας, Αχμεντ αλ Σάρα, στην τουρκική πρωτεύουσα, μια επίσκεψη που έχει προγραμματιστεί για αύριο, Τρίτη, 4 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει σε σημερινή ανάρτησή του ο διευθυντής επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν, οι κ.κ. Ερντογάν και αλ Σάρα πρόκειται να συζητήσουν κατά τη συνάντηση που θα έχουν στις 4 Φεβρουαρίου στην τουρκική πρωτεύουσα «τα κοινά βήματα που θα γίνουν από τις δύο χώρες με στόχο την οικονομική ανάκαμψη, τη βιώσιμη σταθερότητα και την ασφάλεια της Συρίας […] και την στήριξη που μπορεί να παρασχεθεί στη συριακή μεταβατική διοίκηση και στον συριακό λαό».
«Πιστεύουμε ότι οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας, που αποκαταστάθηκαν έπειτα από την ανάκτηση της ελευθερίας της Συρίας, πρόκειται να ενισχυθούν», καταλήγει στην ανάρτησή του ο Αλτούν, θέτοντας έτσι αυτήν την «ενίσχυση» των τουρκοσυριακών σχέσεων μεταξύ των επισήμως διακηρυχθέντων στόχων της τουρκικής πλευράς.
Τι θέλει η Τουρκία
Ο Χακάν Φιντάν μαζί με τον Αχμεντ αλ Σάρα στη Δαμασκό στις 22 Δεκεμβρίου (Turkish Foreign Ministry press service via AP)
Η πτώση του Μπασάρ αλ Ασαντ έμελλε, με τον τρόπο και στον χρόνο που έγινε, να αποτελέσει «ευχάριστη έκπληξη» για την Αγκυρα. Συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι η τουρκική πλευρά είχε επιχειρήσει να αποθαρρύνει παρασκηνιακά τους ισλαμιστές αντάρτες της Hayat Tahrir al-Sham (HTS), όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνοι επρόκειτο να πραγματοποιήσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις πέραν των ορίων της Ιντλίμπ, αλλά και ότι οι Τούρκοι δεν περίμεναν ότι αυτοί οι αντάρτες θα κατάφερναν όντως να μπουν θριαμβευτές στη Δαμασκό. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι η Αγκυρα είχε επιχειρήσει να επαναπροσεγγίσει την πλευρά του Μπασάρ αλ Ασαντ τα περασμένα χρόνια, από το 2022 και έπειτα, χωρίς καν να το κρύβει, ενώ η HTS, που ασκούσε τη διοίκηση στην Ιντλίμπ ήδη από το 2017, είχε μεν επαφές με τους Τούρκους χωρίς όμως να αποτελεί τουρκικό proxy και χωρίς να έχει την εξάρτηση που είχαν από την Τουρκία οι δυνάμεις του καλούμενου Συριακού Εθνικού Στρατού (SNA).
Σε κάθε περίπτωση, το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου ο Μπασάρ αλ Ασαντ ήταν πια παρελθόν, η HTS είχε κάνει την ανατροπή… και η Τουρκία θα έσπευδε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Εκτοτε, από τις αρχές Δεκεμβρίου και έπειτα, η πλευρά Ερντογάν είχε τουλάχιστον έξι δια ζώσης ραντεβού με τη νέα ηγεσία της Συρίας, στη Δαμασκό τα περισσότερα εξ αυτών αλλά και στην Αγκυρα.
Εάν τα πράγματα κυλήσουν όπως η ίδια επιθυμεί στο μέτωπο της Συρίας, η Αγκυρα έχει να κερδίσει πολλά σε πολλά διαφορετικά επίπεδα:
– Θα στείλει πίσω στην πατρίδα τους πολλούς από τους (επισήμως περίπου 3 εκατομμύρια, στην πράξη περισσότερους) Σύρους πρόσφυγες που έχουν εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στην Τουρκία, προσφέροντας όμως έτσι μια «νίκη» στους ουκ ολίγους Τούρκους ψηφοφόρους για τους οποίους το προσφυγικό αποτελούσε «βαρίδι» και «εστία έντασης».
– Θα καταφέρει παράλληλα, μέσα από την «εκτόνωση» του προσφυγικού, να «αφοπλίσει» την κριτική που δεχόταν κυρίως από τα δεξιά του τουρκικού πολιτικού φάσματος κι όσους ζητούσαν τις επιστροφές Σύρων στη Συρία: από το κόμμα της Νίκης (Zafer) για παράδειγμα του προσφάτως συλληφθέντος Ουμίτ Οζντάγ και το Κόμμα της Νέας ή Ανανεωμένης Ευημερίας (Yeniden Refah Partisi-YRP) του Φατίχ Ερμπακάν, υιού του Νετζμετίν Ερμπακάν.
– Θα βάλει τουρκικές εταιρείες στο πρότζεκτ των εκατοντάδων δισ. δολ. που ακούει στο όνομα «ανοικοδόμηση της Συρίας», εξασφαλίζοντας έτσι «χρυσοφόρα» συμβόλαια υπέρ ημετέρων και νέες προοπτικές ανάπτυξης για την τουρκική οικονομία.
– Θα ενισχύσει την τουρκική επιρροή στην ευρύτερη περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου αναλαμβάνοντας ρόλο περιφερειακού χωροφύλακα, με αιχμή πια τον άξονα κατεχομένων/Κύπρου-Συρίας-Γάζας-Βορείου Ιράκ. Ενδεικτικά, από τις χώρες που συμμετείχαν στην καλούμενη Διαδικασία της Αστάνα για τη Συρία, η μόνη η οποία παρουσιάζεται επί του παρόντος ενισχυμένη είναι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς το Ιράν και η Ρωσία έχουν απωλέσει πια πολλά από τα ερείσματά τους. Παράλληλα ωστόσο, με το βλέμμα στραμμένο στα παλαιστινιακά εδάφη, ο Ρ.Τ. Ερντογάν θυμάται και τη Χαμάς, αντιπροσωπεία της οποίας υποδέχθηκε στις 29 Ιανουαρίου στην Αγκυρα.
– Θα αποδυναμώσει σημαντικά τους Κούρδους της βόρειας Συρίας (Ροζάβα).
– Θα ενισχύσει το δικό της τουρκικό διπλωματικό εκτόπισμα έναντι Ευρωπαίων και Αμερικανών.
Η σταθερότητα ως προϋπόθεση
Ο Τούρκος πρόεδρος μαζί με τον νέο ΥΠΕΞ της Συρίας στην Αγκυρα στις 15 Ιανουαρίου (Mustafa Kamaci/Presidential Press Office/Handout via REUTERS)
Για να γίνουν πράξη ωστόσο όλα τα προαναφερθέντα (η επιστροφή των προσφύγων, οι μπίζνες της ανοικοδόμησης, η αποδοχή της διευρυμένης τουρκικής επιρροής…), υπάρχει μια βασική προϋπόθεση που δεν παρακάμπτεται: η Συρία θα πρέπει να μείνει «ενωμένη», το ενδεχόμενο νέων εμφύλιων ή proxy συρράξεων θα πρέπει να αποφευχθεί, και η κατάσταση εντός των συριακών συνόρων θα πρέπει να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη.
Εάν η Συρία «υποτροπιάσει», οι προοπτικές για την Τουρκία του Ερντογάν ξαφνικά θα αλλάξουν. Οσο για το μέλλον της συριακής σταθερότητας, εκείνο αναμένεται να κριθεί στον άξονα Τουρκίας-Κούρδων-Δαμασκού-ΗΠΑ.
Η πλευρά Ερντογάν δεν το έχει κρύψει ότι θα ήθελε να δει τις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) να διαλύονται, αφού προηγουμένως αφοπλιστούν. Στο ίδιο πλαίσιο, απαιτεί όσοι μη-Σύροι έχουν ενταχθεί στις τάξεις τους να αποχωρήσουν άμεσα από τη Συρία. Οι εν λόγω δυνάμεις, κεντρικός πυλώνας των οποίων είναι οι κουρδικές πολιτοφυλακές YPG/YPJ, γνωστές και ως Μονάδες Προστασίας του Λαού, συνεχίζουν ωστόσο να ελέγχουν περιοχές της βόρειας και ανατολικής Συρίας.
Σημαντική σημείωση: οι υπό κουρδικό έλεγχο περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας είναι πολύ πιο πλούσιες σε νερό και πετρέλαιο εάν συγκριθούν με την υπόλοιπη Συρία, ενώ εκεί βρίσκονται φυλακές και φρουρούμενοι καταυλισμοί (αλ-Χολ) όπου συνεχίζουν να κρατούνται συνολικά δεκάδες χιλιάδες τζιχαντιστές με τις οικογένειές τους, φυλακές που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ και φρουρούνται από δυνάμεις που σχετίζονται με τους Κούρδους.
Η Αγκυρα αποκηρύσσει παλαιόθεν τις συριακές κουρδικές πολιτοφυλακές YPG/YPJ -που συνδέονται με το συριακό Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης (PYD)- ως παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK). Οι Αμερικανοί, ωστόσο, προφανώς δεν συμφωνούν. Αντιθέτως, από τη σκοπιά των ΗΠΑ, οι Κούρδοι ήταν ο πιο πολύτιμος και αποτελεσματικός σύμμαχος της Αμερικής στη νικηφόρα μάχη ενάντια στους τζιχαντιστές του καλούμενου «ισλαμικού κράτους» (ISIS) από τα έτη 2014-2015 και έπειτα.
Το ενδεχόμενο οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εξαπολύσουν νέες επιθέσεις κατά των Κούρδων στη βόρεια Συρία, όπως άλλωστε είχαν κάνει στο παρελθόν-ειδικά από το 2016 και έπειτα, είτε άμεσα οι ίδιες είτε έμμεσα (δια τουρκογενών πληρεξουσίων), εκτιμάται ότι έχει πια πάψει να αποτελεί το κυρίαρχο σενάριο. Αντιθέτως, η Αγκυρα λέγεται ότι θα ήθελε το ζήτημα να «επιλυθεί» μέσω Δαμασκού, με «πρωταγωνιστή» τον Αχμεντ αλ Σάρα. Ωστόσο παράλληλα, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, το δίδυμο Ερντογάν-Μπαχτσελί προωθεί και το ενδεχόμενο αφοπλισμού του PKK, επιχειρώντας ανοίγματα προς την πλευρά του φιλοκουρδικού Κόμματος Ισότητας και Δημοκρατίας των Λαών (DEM) και του ιδίου του Αμπντουλάχ Οτσαλάν.
Τι κάνουν οι Κούρδοι
Ο Κούρδος διοικητής των SDF Μαζλούμ Αμπντί (REUTERS/Orhan Qereman/File Photo)
Οι Κούρδοι της βόρειας Συρίας πάντως από την πλευρά τους, δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Αντιθέτως, ο γεννηθείς στο Κομπάνι διοικητής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), Μαζλούμ Αμπντί, είχε τις περασμένες εβδομάδες μια σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες συναντήσεις: με τον νέο μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας Αχμεντ αλ Σάρα στην αεροπορική βάση Dumayr κοντά στη Δαμασκό, αλλά και με τον πρώην πρόεδρο (και θείο του νυν προέδρου) του Ιρακινού Κουρδιστάν (KRG) Μασούντ Μπαρζανί κοντά στην πόλη Ερμπίλ στο βόρειο Ιράκ.
Οι ηγεσίες της ισλαμιστικής HTS από τη μία πλευρά και των Κούρδων από την άλλη, φέρονται να συζήτησαν κατά τη συνάντησή τους -μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε έπειτα από αμερικανική διαμεσολάβηση, όπως λέγεται- ένα σενάριο με βάση το οποίο οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) θα συνεχίσουν μεν να υφίστανται αλλά υπό την ομπρέλα ενός νέου εθνικού συριακού στρατού στο οποίο θα ενταχθούν ως διακριτές μονάδες ο βαθμός μελλοντικής αυτονομίας των οποίων παραμένει υπό συζήτηση. Θα ήταν, άραγε, η τουρκική ηγεσία ικανοποιημένη με ένα τέτοιο σενάριο; Μάλλον όχι…
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και σενάρια για ζυμώσεις εντός των Κούρδων της Συρίας, που θέλουν για παράδειγμα το PYD (το πολιτικό βραχίονα των YPG) να ενώνεται σε ένα κοινό «συριακό κουρδικό μέτωπο» με το Κουρδικό Εθνικό Συμβούλιο (ENKS) το οποίο συνδέεται με το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP) των Μπαρζανί του βορείου Ιράκ.
Η περίπτωση του Ιράκ
Το «παράδειγμα» του Ιράκ θα μπορούσε, πάντως, να λειτουργήσει ως αντεπιχείρημα για τον αλ Σάρα, αποθαρρύνοντας την προσέγγιση με τους Κούρδους. Οι «κόντρες» που έχουν κατά καιρούς σημειωθεί μεταξύ Βαγδάτης και Ερμπίλ, αλλά και μεταξύ των Ιρακινών Ενόπλων Δυνάμεων και των δυνάμεων των Πεσμεργκά, θα μπορούσαν να ιδωθούν ως επιχειρήματα υπέρ του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου περιορισμού της κουρδικής αυτονομίας από τη μεριά της νέας συριακής κεντρικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, μια ανοιχτή σύγκρουση με το κουρδικό στοιχείο θα μπορούσε να επαναφέρει τη Συρία σε τροχιά εμφυλίου.
Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ
Ο Ερντογάν θα ήθελε οι Αμερικανοί να «αδειάσουν» τους Κούρδους και να αποχωρήσουν από τη βόρεια Συρία, αφήνοντας πίσω την Τουρκία ως περιφερειακό χωροφύλακα. Κατά την πρώτη του θητεία στην προεδρία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε όντως ανακοινώσει ότι επρόκειτο να αποσύρει από εκεί τα αμερικανικά στρατεύματα (που αριθμούσαν από περίπου 900 έως και περίπου 2.000 στρατιώτες τα περασμένα χρόνια, ανάλογα με την περίοδο), πράγμα το οποίο όμως τελικώς δεν έκανε.
Εν έτει 2025 πια, Αμερικανοί πολιτικοί όπως ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιχαμ απειλούν με νέες κυρώσεις την Τουρκία, εάν εκείνη επιτεθεί στις κουρδικές δυνάμεις στη βόρεια Συρία, ενώ και ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, είχε στο παρελθόν πλέξει το εγκώμιο των Κούρδων. Επί του πεδίου πάντως, όταν οι Κούρδοι βρέθηκαν το τελευταίο διάστημα υπό την πολιορκία των τουρκικών proxies του SNA χάνοντας το Ταλ Ριφάτ και περιοχές της Μανμπίτζ, οι Αμερικανοί ανέπτυξαν δυνάμεις στο Κομπάνι υπέρ των SDF, αποτρέποντας έτσι το ενδεχόμενο μιας τουρκογενούς επίθεσης εκεί.
Ο μεγάλος φόβος των ΗΠΑ έχει να κάνει κυρίως με την απειλή της ανάκαμψης/επανεμφάνισης των τζιχαντιστών του ISIS ή άλλων παρόμοιου τύπου ομάδων. Ενδεικτικά, όταν το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ έπεσε στις 8 Δεκεμβρίου, οι αμερικανικές δυνάμεις «απάντησαν» με μπαράζ αεροπορικών πληγμάτων κατά τζιχαντιστικών στόχων στην κεντρική Συρία. Οπως προαναφέρθηκε ωστόσο, υπάρχουν χιλιάδες πρώην μαχητές του καλούμενου «ισλαμικού κράτους» που εξακολουθούν να κρατούνται σε φυλακές στις υπό κουρδικό έλεγχο περιοχές της βόρειας Συρίας. Τι θα γίνει με όλους αυτούς τους τζιχαντιστές, εάν Κούρδοι και Αμερικανοί αποχωρήσουν; Θα αναλάβουν να τους φρουρούν οι Τούρκοι (οι οποίοι είχαν όμως στηρίξει τζιχαντιστές στη Συρία στο παρελθόν, ενάντια στον Ασαντ και στους Κούρδους) και οι μαχητές της HTS (οι οποίοι προέρχονται όμως οι ίδιοι από τις τάξεις των τζιχαντιστών και της αλ-Κάιντα);
Τι θα κάνει η Σαουδική Αραβία
Το πρώτο ταξίδι του Αχμεντ αλ Σάρα ως προέδρου στο εξωτερικό ήταν στη Σαουδική Αραβία (Saudi Royal Court/Handout via REUTERS)
Οι συριακές εξελίξεις επηρεάζονται, ωστόσο, παράλληλα και από άλλους περιφερειακούς «παίκτες». Τα πρώτα ταξίδια της νέας συριακής ηγεσίας στο εξωτερικό δεν ήταν στην Τουρκία αλλά στη Σαουδική Αραβία, η οποία φιγουράρει ψηλά στη λίστα με τους αγαπημένους συμμάχους του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, μαζί με το Ισραήλ. Η τουρκική ηγεσία είχε στο παρελθόν συγκρουστεί με τους Σαουδάραβες, όταν για παράδειγμα πήρε θέση στο πλευρό του Κατάρ την περίοδο 2017-2020 και τους έβαλε στο στόχαστρο με αιχμή την υπόθεση Κασόγκι.
Θα μπορέσουν Τούρκοι και Σαουδάραβες να «συμπορευθούν» με φόντο τη Συρία;
Θα μπορούσε να αποδεχθεί η ισραηλινή ηγεσία την ύπαρξη μιας υπό τουρκικό έλεγχο Συρίας, ειδικά έπειτα από όσα προηγήθηκαν μεταξύ Ερντογάν και Νετανιάχου τους τελευταίους περίπου 15 μήνες;
Θα μπορούσαν οι Ισραηλινοί να στηρίξουν τους Κούρδους ενάντια στον Ερντογάν;
Οι απαντήσεις στα προαναφερθέντα δεν είναι ούτε δεδομένες, ούτε εύκολες.
Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Κατάρ, Αίγυπτος και ΗΑΕ παρουσιάζονται πια να τα «λένε» μεταξύ τους «καλύτερα» από ό,τι στο παρελθόν. Ωστόσο, η καχυποψία δεν μπορεί παρά να παραμένει, ενώ το Ιράν παραμονεύει (αγοράζοντας μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi-35 από τη Ρωσία) και το Ισραήλ ακολουθεί μια δική του πορεία, με τις ευλογίες πια του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία είναι όμως πολύ πιθανό, εάν προχωρήσουν τα σενάρια περί εκτοπισμού των Παλαιστινίων της Γάζας στα οποία έχει αναφερθεί ο Αμερικανός πρόεδρος, να φέρει νέα σύννεφα στις σχέσεις του με τους Αραβες.