Τα Ιουλιανά
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, κυκλοφόρησε ο έρμος ο Χάρης Γεωργιάδης ένα σοβαρό βιβλίο για το Κυπριακό κι έπεσε μέσα στη δίνη της γελοιότητας των ημερών. Ποιος να νοιαστεί αλήθεια για τον «Νέο ρεαλισμό», όταν γίνεται ο κακός χαμός με τον Νέο υπερρεαλισμό; Τουτέστιν, με τον συναγερμικό σουρεαλισμό, που πήρε παραμάζωμα ό,τι υπήρχε στο διάβα του: έναν πικραμένο Τέως, έναν εξαγριωμένο Τέως (επίσης) και μια Νυν πρόεδρο στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Για να μη μιλήσουμε για τους ανυπεράσπιστους ποιητές που έγιναν βορά στην αρένα των social media.
«Φωσκολιάδα!» σχολίασε η Ευγενία η Καλαμαρού τις δηλώσεις και αντιδηλώσεις του συναγερμικού μελοδράματος. Και μου θύμισε, αγαπημένο μου ημερολόγιο, ένα παλαιό διαμαντάκι του Νίκου Φώσκολου, όταν ως σεναριογράφος υπέγραφε την ταινία «Ο κατατρεγμένος». Μιλάμε για μελόδραμα ολκής, του σωτηρίου έτους 1966, το οποίο με λίγη φαντασία μπορεί να το αναγνώσει κανείς και ως σύγχρονη πολιτική αλληγορία.
Στην ταινία η πάμπλουτη (sic) Σοφία ερωτεύεται τον πτωχό πλην τίμιο Μάνο, ο οποίος εργάζεται στο εργοστάσιο του μακαρίτη του πατέρα της και του συνεταίρου του Λάμπρου. Σημειώστε ότι ο εν λόγω Λάμπρος, αφού έθαψε τον συνέταιρο μετά τιμών, παντρεύτηκε τη χήρα και μητέρα της (παμπλούτου) Σοφίας. Αν σκεφτούμε τη Σοφία ως Εξουσία, τον Μάνο ως Φούλη, τον μακαρίτη πατέρα ως Γλαύκο Κληρίδη, τον συνέταιρο του μακαρίτη ως Νίκαρο και τη μητέρα της Σοφίας – Εξουσία ως Αννίτα, έχουμε όλους τους πρωταγωνιστές του συναγερμικού δράματος. Στην ταινία δε μοιραίος δευτεραγωνιστής είναι ο γιος του πατριού της Σοφίας (τον λες και Χριστοδουλίδη), ο οποίος κάνει το παν για να καταστρέψει το φτωχόπαιδο τον Μάνο. «Υπερ-συγκλό» είπε η Ρενέ Κυπαρίσσι, όταν επεξήγησα την αλληγορία και το καρέ κατάνευσε ασμένως.
Ήταν θέμα φαντασίας ή απλώς έκφραση του ποιητικού οίστρου που κατέλαβε το καρέ μετά τις στιχο-μαχίες των αντίπαλων συναγερμικών στρατοπέδων; Δεν έχει και τόση σημασία, αγαπημένο μου ημερολόγιο. Ας κρατήσουμε το γεγονός ότι μέσα στο καμίνι του μαύρου Ιούλη βρήκαμε μια όαση σκωπτικότητας για να δροσιστούμε. Καθότι εν μέσω των διασταυρούμενων ποιητικών πυρών μόνο το χιούμορ μπορεί να μας σώσει.
Μανόλη Αναγνωστάκη ο Αβέρωφ (Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε…) – Διονύσιο Σολωμό ο Τορναρίτης (Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή…). Βασίλη Μιχαηλίδη το Volt (Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;) – Αλκίνοο Ιωαννίδη ο Στεφάνου (Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν οι λέξεις…). Μιλάμε για έπος! Μόνο η Ειρήνη Χαραλαμπίδου αντιστάθηκε στις σειρήνες της ποίησης και θυμήθηκε κάτι δικά της (Άλλοθι ο Μαυρογιάννης για Αναστασιάδη…). Αλλά όπως σοφά είπε και η αριστερή (με την καλή έννοια) Κουλλίτσα Κυριακού: «Τι να πει κανείς για τις εμμονές της αλληνής;».
Μέσα στον πανικό, όπου ο καθένας ξεφούρνιζε και από ένα στίχο για να σχολιάσει τα τεκταινόμενα, βγήκε ο ανυποψίαστος Νίκος Σύκας στην Ηλιάδη. Απάντησε ο βουλευτής στα ερωτήματα για την ενέργεια ώσπου ξαφνικά του ζητήθηκε να τοποθετηθεί με ένα ποίημα για τη σφαγή των Τέως. «Θα περάσουν κι αυτά όπως πέρασαν και άλλα…» απάντησε ο καημένος ο Σύκας. «Ποιος είναι ο ποιητής;» έριξε αλάτι στην πληγή η δημοσιογράφος. Μούγκα ο βουλευτής. «Α, Σύκας!» σχολίασε η αδίστακτη Κατερίνα.
Στο καρέ, πάλι, οι ποιητικές εμπνεύσεις έπεφταν βροχή… «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια / Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους / Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη / Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας / Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας / Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων / Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας» απήγγειλε πρώτη στίχους του υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου η ανεμοδαρμένη συναγερμικιά Καλαμαρού.
«Σχιζοφρένεια / τις ασφάλειες να καίω / να γελάω και να κλαίω» απάντησε σαρκαστικά με Βίσση η Φώφη Κούταλου. Κι ήτανε το κλίμα τόσο φορτισμένο που αισθάνθηκα υποχρέωσή μου να παρέμβω με ένα ανάλαφρο χάδι από τον Γλάρο του Οδυσσέα Ελύτη: «Στο κύμα πάει να κοιμηθεί / δεν έχει τι να φοβηθεί / Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει / γλάρος είναι και πηγαίνει». Αλλά τότε, σε μια στιγμή ποιητικής έξαρσης μάλλον, πήρε τον λόγο η πάντα απρόβλεπτη Κουλλίτσα και μας θύμισε ένα από τα πιο σπάνια δείγματα σκυλάδικου υπερρεαλισμού: «Σ’ ένα τεταρτάκι έρχομαι / Θα περάσω να σε πάρω / Κοίταξε μη φας / Θα φάμε γλάρο». «Κώστας Καφάσης!» αναφώνησε εν χορώ το καρέ και για να γιορτάσουμε το πολιτικο-ποιητικό παράλογο, ζητήσαμε από τη Ρωσίδα να σερβίρει τα παγωμένα τσίπουρα για να πάνε τα δεξιά φαρμάκια κάτω.
Εν τω μεταξύ, σε ένα παράλληλο σύμπαν, η πρώην αντιπρόεδρος και βουλευτής του ΔΗΣΥ Στέλλα Κυριακίδου ανακοίνωσε ότι ολοκληρώνει τη θητεία της ως Επίτροπος και επιστρέφει στην Κύπρο. Με μια λιτή ανακοίνωση, η οποία έθεσε τέρμα στο παραπολιτικό κουτσομπολιό για τον νέο Επίτροπο, σε σχέση τουλάχιστον με την ίδια, θυμίζοντάς μας πώς υπάρχει και αυτός ο δρόμος: Να κάνεις τη δουλειά σου αθόρυβα, αποτελεσματικά και με αξιοπρέπεια. Στον βαθμό που είμαι σε θέση να γνωρίζω, η αστική Λευκωσία νοσταλγεί αυτό το «είδος» ΔΗΣΥ, το οποίο σπανίζει πλέον, αγαπημένο μου ημερολόγιο.