Του Γιάννου Σταυρινίδη
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες και οι διαχειριστές κεφαλαίων τηρούν μια διαφορετική στάση στα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, προκαλώντας εκνευρισμό στους Ευρωπαίους ομολόγους τους, οι οποίοι κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό. Τα δεδομένα, όμως, είναι αδιαμφισβήτητα αφού σύμφωνα με κορυφαία αντασφαλιστική της Ευρώπης, οι φυσικές καταστροφές τα τελευταία 30 χρόνια προκάλεσαν ετήσιες ζημιές ύψους 130 δισ. δολαρίων. Αν όμως επικεντρωθούμε στην τελευταία δεκαετία, το ποσό αυτό ανέρχεται στα 236 δισ. δολάρια ετησίως, αυξημένο κατά 80%. Οι πυρκαγιές στην Καλιφόρνια δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά στην επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις φυσικές καταστροφές.
Σκεφτείτε σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι τράπεζες που παραχώρησαν δάνεια για απόκτηση κατοικιών που βρέθηκαν στο επίκεντρο της καταστροφής. Συνεπώς, η κλιματική κρίση δεν επηρεάζει θεωρητικά αλλά ουσιαστικά τον τραπεζικό και ασφαλιστικό κλάδο, δύο συγγενείς κλάδους που στις πλείστες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες συνυπάρχουν. Ορθά λοιπόν οι επόπτες λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι επηρεαζόμενες οντότητες θα αποκτήσουν ανθεκτικότητα απέναντι στους κινδύνους αυτής της μεγάλης πρόκλησης. Όσο και αν δεν είναι δημοφιλή αυτά τα ζητήματα, όσο και αν οι εποπτευόμενοι δυσανασχετούν κάθε φορά που προκύπτουν νέες απαιτήσεις, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι αυτά τα ζητήματα έχουν ξεπεράσει τα όρια της θεωρητικής συζήτησης και πλέον μας απειλούν άμεσα και ουσιαστικά.
Αρκετές φορές οι μέτοχοι των τραπεζών τηρούν μια πιο μακροπρόθεσμη άποψη για τα συγκεκριμένα ζητήματα, και δικαιολογημένα, αφού λανθασμένα όλοι οι στόχοι που τέθηκαν αφορούσαν σε πολύ μελλοντικούς χρόνους, κάνοντας όλους να πιστέψουν ότι τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής είναι κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές. Οι εξελίξεις όμως είναι απρόβλεπτες και σίγουρα οι μέτοχοι των τραπεζών, που ανέλαβαν κινδύνους στις πυρόπληκτες περιοχές της Καλιφόρνιας, δεν υπολόγιζαν ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν ένα τόσο δύσκολο ζήτημα λίγες μέρες πριν από την εκπνοή του 2024.
Οι τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν ισχυρές, προετοιμάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους για ένα μέλλον που φαντάζει ολοένα και πιο αβέβαιο. Αυτή η απαίτηση δεν θα μπορούσε να μην επαναφέρει ζήτημα συγκέντρωσης στον τραπεζικό κλάδο. Η ύπαρξη πολλών μικρών τραπεζών, αν και θεωρητικά προσθέτει στην ανταγωνιστικότητα και ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου, εν τούτοις οι νέες απαιτήσεις δεν αφήνουν περιθώρια για πολλά μικρά σχήματα εφόσον δεν έχουν κάποια ουσιαστική εξειδίκευση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, μιλώντας πρόσφατα σε τραπεζικό συνέδριο, ένιωσε την ανάγκη να κάνει ειδική αναφορά στα μικρότερα σχήματα που για να μπορέσουν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης, θα χρειαστεί να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.
Καμιά επιχειρηματική οντότητα, τράπεζα ακόμα και τοπική οικονομία δεν πρέπει να πιστεύει πως η κλιματική κρίση δεν την αφορά. Ακόμα και η πανίσχυρη Γερμανία της Μέρκελ, έζησε το 2021 την απόλυτη φυσική καταστροφή όταν οι πλημμύρες στη νότια Γερμανία προκάλεσαν ανείπωτο ανθρώπινο πόνο αφήνοντας πίσω πέραν των 100 νεκρών. Καθίσταται, λοιπόν, αδήριτη ανάγκη να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα για τη δημιουργία ανθεκτικότητας σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Και ποιος ξέρει, μπορεί πέραν των προφανών οικονομικών αποτελεσμάτων αυτή η διαδικασία να αποτελέσει και μια καλή ευκαιρία για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.