ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Eτος μεγάλων προσδοκιών

Του Γιάννου Σταυρινίδη

Του Γιάννου Σταυρινίδη

Δεν ήταν πάντα τόσο μεγάλη η απόσταση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ στους δείκτες παραγωγικότητας. Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, το αμερικανικής επινόησης σχέδιο Μάρσαλ επέτρεψε μέσα σε πενήντα χρόνια οι δύο οικονομίες να συγκλίνουν στο 95%. Το χάσμα όμως άνοιξε τη δεκαετία του ’90 όταν η τεχνολογική επανάσταση στις ΗΠΑ και η ανακάλυψη του διαδικτύου έφερε τα πάνω-κάτω. Το τελειωτικό κτύπημα ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, όταν η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009 καθήλωσε την εσωτερική ζήτηση στην ΕΕ, συνεπεία του δόγματος της λιτότητας και της δημοσιονομικής προσαρμογής. Έκτοτε η εσωτερική ζήτηση στις ΗΠΑ «τρέχει» με υπερδιπλάσιους ρυθμούς από ό,τι στην ΕΕ. Ως αποτέλεσμα των πλεονασμάτων που επέβαλε η λιτότητα και η δημοσιονομική προσαρμογή, η ΕΕ μετατράπηκε σε επενδυτή κεφαλαίων στις αμερικανικές αγορές την ίδια ώρα που οι πολιτικές εμβάθυνσης εγκαταλείφθηκαν.

Τα χρόνια μετά την κρίση χρέους «σπαταλήθηκαν» σε μια επίπλαστη και εντελώς συγκυριακή ανάπτυξη αφήνοντας την εσωτερική αγορά σε αποσύνθεση. Σε αυτή την περίοδο και προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, οι μισθοί καθηλώθηκαν προκαλώντας μεγαλύτερο πρόβλημα στην εσωτερική ζήτηση, η οποία συνέχισε να υποχωρεί αργά αλλά σταθερά. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κινεζικής οικονομίας, η οποία συνέπεσε και με την έναρξη της πανδημίας, περιόρισε σημαντικά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές και έσπρωξε ακόμη περισσότερο την Ευρώπη στην αγκαλιά των ΗΠΑ. Η εκλογή Τραμπ δεν φαίνεται να είναι υποστηρικτική αυτής της επιλογής, δημιουργώντας αμφιβολίες κατά πόσο αυτή η στρατηγική μπορεί να συνεχισθεί χωρίς προβλήματα.

Αποτελεί συνεπώς μονόδρομο η ενίσχυση της εσωτερικής οικονομίας, κάτι όμως που θα απαιτήσει διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου η εσωτερική αγορά να καταστεί αποτελεσματική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το ΔΝΤ υπολόγισε πως οι αγκυλώσεις στην εσωτερική αγορά μεταφράζονται για τους εμπορευόμενους σε δασμούς ύψους 45% για τα βιομηχανικά προϊόντα και 110% για τις υπηρεσίες. Είναι αναμενόμενο η ασθενής εσωτερική ζήτηση να μην παράγει καινοτομία η οποία με τη σειρά της να μεταφράζεται σε χαμηλή παραγωγικότητα. Η αλλαγή των δεδομένων θα απαιτήσει εκτός από διαρθρωτικές και μακροοικονομικές πολιτικές. Οι διαρθρωτικές αλλαγές χρειάζεται να επικεντρωθούν στη απάλειψη των εσωτερικών περιορισμών που δεν αφήνουν τη δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς. Επίσης, χρειάζεται να συσταθεί η ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων για να σταματήσει η εξαγωγή ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς τι ΗΠΑ. Δυστυχώς η υφιστάμενη μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας στον τραπεζικό δανεισμό δεν επιτρέπει το μεγάλο βήμα προς την καινοτομία, αφού μέσα από αυτό το κανάλι διατηρείται η χρηματοδότηση τομέων χαμηλής προστιθέμενης αξίας όπως είναι τα ακίνητα.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν θα είναι αναποτελεσματικές αν δεν συνοδευθούν και από κατάλληλες μακροοικονομικές πολιτικές. Πολιτικές που θα θέσουν σε λειτουργία ένα φιλόδοξο πανευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα. Υπολογίζεται ότι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες εφόσον αξιοποιηθούν στο έπακρο θα επιτρέψουν να επενδυθούν νέα κεφάλαια ύψους 700 δισ. ευρώ σε περίοδο επτά ετών. Η πρακτική που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο NextGenEU με την έκδοση πανευρωπαϊκού χρέους θα πρέπει να συνεχιστεί για να πάψουν οι εθνικοί λογαριασμοί να αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Μετά από έξι και πλέον μήνες ευρωπαϊκής «ακυβερνησίας», το κολέγιο επιτρόπων στη δεύτερη θητεία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν «πιάνει» δουλειά. Η αναποτελεσματικότητα του 2024, «φορτώνει» με ευθύνες το 2025, καθιστώντας το έτος μεγάλων προσδοκιών.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννου Σταυρινίδη

Γιάννος Σταυρινίδης: Τελευταία Ενημέρωση

Η ΕΚΤ μπορεί πλέον με σχετική ασφάλεια να προβλέψει τη μελλοντική πορεία του πληθωρισμού αποχαιρετώντας μια μακρά περίοδο ...
Του Γιάννου Σταυρινίδη