Του Γιάννου Σταυρινίδη
Ο κατακερματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απουσία κοινής αγοράς κεφαλαίων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η ευρωπαϊκή οικονομία. Η ευρωπαϊκή αγορά για προϊόντα και υπηρεσίες είναι ενιαία μόνο κατ’ όνομα, αφού το ΔΝΤ υπολόγισε πως ο κατακερματισμός που σήμερα υφίσταται αντιστοιχεί σε δασμούς ύψους 44% για προϊόντα και 110% για υπηρεσίες. Δηλαδή, νούμερα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που σκέφτεται ο Τραμπ να επιβάλει στις εξαγωγές προς ΗΠΑ. Συνεπώς, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι ένας πιθανός προστατευτισμός εκ μέρους των ΗΠΑ αλλά ο ίδιος της ο εαυτός.
Η Ευρώπη χρειάζεται να καινοτομήσει και για να το πράξει έχει όλες τις δυνατότητες, αρκεί να καταφέρει να πάρει εκείνα τα μέτρα που θα «διατηρούν» τις ευρωπαϊκές ευρεσιτεχνίες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία ευρεσιτεχνιών, τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια δεν υστερούν σε τίποτα σε σχέση με τα αντίστοιχα αμερικανικά. Επειδή όμως η ιστορία δεν σταματά στην ευρεσιτεχνία, αλλά απαιτείται να μετατραπεί σε τελικό προϊόν, εκεί είναι που χάνεται το παιγνίδι οδηγώντας πολλές ιδέες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Εκεί οι κάτοχοι των ευρεσιτεχνιών είναι αντιμέτωποι με μια μεγάλη αγορά προϊόντων, μια ισχυρή κεφαλαιαγορά και μια αποτελεσματική αγορά επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Η ευρωπαϊκή οικονομία, την ίδια ώρα που βουλιάζει στους δείκτες παραγωγικότητας, εξακολουθεί να παρουσιάζει πλεόνασμα (3% στο ΑΕΠ) κάτι που σημαίνει πως έχει το περιθώριο για επιπλέον επενδύσεις ύψους 400 δισ. εύρω. Μόνο από αυτή την εξοικονόμηση η ευρωπαϊκή οικονομία δύναται να καλύψει το μισό του ποσού που απαιτείται για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι. Συνεπώς, οι λύσεις βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά απουσιάζει η κατάλληλη ηγεσία που θα πετύχει να ενώσει τα κομμάτια του παζλ και θα βγάλει την ευρωπαϊκή οικονομία από τα αδιέξοδα. Και ο τρόπος δεν είναι άλλος από το να δημιουργηθεί μια ενιαία αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων κατά το αμερικανικό πρότυπο.
Η ευρωπαϊκή οικονομία, χωρίς να ληφθεί υπόψη η νέα εμπορική στρατηγική Τραμπ, βρίσκεται σε πορεία συνεχούς υποβάθμισης των αναπτυξιακών της προοπτικών. Λαμβάνοντας υπόψη και την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εξελίξεις στην Αμερική, αντιλαμβανόμαστε ότι ο χρόνος της αδράνειας έχει προ πολλού εξαντληθεί. Γιατί αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένα μέτρα που θα βγάλουν την ευρωπαϊκή οικονομία από το αδιέξοδο, τότε οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να μην επενδύουν και οι καταναλωτές να μην ξοδεύουν. Και αυτά τα δύο μαζί είναι συνταγή που αργά αλλά σταθερά θα θεμελιώσουν την ύφεση στην οικονομία.
Ειδικότερα, στο σκέλος που αφορά στις επενδύσεις των επιχειρήσεων η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική αφού στην τριετία 2024-2026 δεν αναμένεται ανάκαμψη, ενώ στο τέλος της περιόδου οι επενδύσεις θα εξακολουθήσουν να είναι χαμηλότερα από το 2023. Η περίοδος 2024-2026 είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς θα εξαπλωθεί η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις για πλήρη αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η ανταγωνιστικότητα θα υποχωρήσει περαιτέρω και οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενταθούν καταστρέφοντας όλη την προσπάθεια που έγινε το προηγούμενο διάστημα για έλεγχο της κατάστασης.
Έξι και πλέον μήνες αδράνειας μέχρι να συσταθεί σε σώμα ο εκτελεστικός βραχίονας της ΕΕ και να πάρει μπρος είναι μεγάλη περίοδος αυτή την εποχή. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι οι πρώτες αποφάσεις θα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη της δυναμικής που διατηρεί η ευρωπαϊκή οικονομία εφόσον ενοποιηθεί.