![Του Γιάννου Σταυρινίδη](assets/modules/wnp/authors/166/images/stavrinides.jpg)
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Η τελευταία απόφαση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ περιελάμβανε και μείωση του επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης στο 2,75% από 3% προηγουμένως. Συγκριτικά με τον προηγούμενο Ιούνιο το επιτόκιο κατάθεσης βρίσκεται 125 μονάδες βάσης χαμηλότερα και αντικατοπτρίζει τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, τη δυναμική που αναπτύσσει και την επίδραση των προηγούμενων νομισματικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός εκτιμάται πως θα προσεγγίσει το 2% και θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα έως ότου μεταβληθεί το εξωτερικό περιβάλλον. Ο εσωτερικός πληθωρισμός παραμένει ακόμα σε επίπεδα άνω του 4%, αλλά δεν προκύπτει κάποια ανησυχία αφού είναι το αποτέλεσμα μιας αργής αναπροσαρμογής των μισθών για κάλυψη των ανατιμήσεων της προηγούμενης περιόδου.
Το τέλος του 2024 έφερε ένα ασθενές τέταρτο τρίμηνο συγκρινόμενο με το προηγούμενο και έκλεισε με ανάπτυξη κοντά στο 1%, καλύτερα σε σχέση με τα μηδενικά ποσοστά του προηγούμενου χρόνου. Στα θετικά του 2024 η μικρή αύξηση της κατανάλωσης, η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε και από την αντίστοιχη βελτίωση στο επενδυτικό κλίμα. Σε σχέση με τις εξαγωγές, εκεί δυστυχώς υπερισχύουν κάποια σοβαρά ανταγωνιστικά ελλείμματα που προς το παρόν δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία, εκτός και αν ανατραπούν άρδην τα δεδομένα σε σχέση με το ουκρανικό ζήτημα.
Για τη συνέχεια, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ασθενή ανάπτυξη, έστω και αν η ανεργία παραμένει σε ιστορικά χαμηλά, παρόλο που το επόμενο διάστημα θα αναμέναμε κάποιες αναφλέξεις. Η πολυπόθητη ανάκαμψη, αν και δεν προβλέπεται, αξίζει να σημειωθεί πως αρκετοί παράγοντες που συνηγορούν στην περαιτέρω βελτίωση της κατανάλωσης είναι εκεί και το επόμενο διάστημα θα γίνουν πιο ορατοί. Σε αυτούς περιλαμβάνονται τα αυξημένα ημερομίσθια, τα χαμηλότερα επιτόκια και η μεγέθυνση των καταθετικών λογαριασμών. Πολλές ελπίδες εναποτίθενται και στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η οποία καθώς εμβαθύνει θα αφήνει περισσότερο χώρο για επενδύσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Στον τραπεζικό τομέα, παρόλο που προσφέρει χαμηλότερα επιτόκια σε σχέση με ένα χρόνο πριν, τα κριτήρια δανεισμού παραμένουν αυστηρά. Έχει υπολογιστεί ότι λόγω της αποκλιμάκωσης, οι επιχειρήσεις επωφελούνται μείωση στα νέα δάνεια ύψους 1%, ενώ τα νοικοκυριά 0,5%, αν και τα υφιστάμενα δάνεια παραμένουν ψηλά τιμολογημένα. Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει που η πιστωτική επέκταση βρίσκεται στο 50% προηγούμενων ετών και κυμαίνεται κάτω από το 2%. Η συνέχεια επιφυλάσσει βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών κυρίως στο κομμάτι της στεγαστικής πίστης και λιγότερο στα επιχειρηματικά δάνεια.
Ο πληθωρισμός Ιανουαρίου καταγράφηκε στο 2,5% και προβλέπεται πως θα προσεγγίσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, αν και με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με προηγούμενες εκτιμήσεις. Στο μεταξύ, δεν θα πρέπει να αποκλειστούν και κάποιες ακραίες τιμές ως αποτέλεσμα αναταράξεων στο εξωτερικό περιβάλλον. Για το υπόλοιπο του έτους η νομισματική πολιτική εισέρχεται σε μια δύσκολη περίοδο, αφού από τη μια καλείται να διατηρήσει την ισορροπημένη στάση στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων και από την άλλη να αποφύγει ενέργειες που θα προκαλούσαν αποπληθωρισμό «στέλνοντας» τον πληθωρισμό κάτω από το 2%. Η ορατότητα όσον αφορά τις επόμενες νομισματικές κινήσεις κυμαίνεται από πολύ χαμηλή έως μηδενική. Ο τρόπος που θα λειτουργήσει το επόμενο διάστημα το συμβούλιο νομισματικής πολιτικής μπορεί να περιγραφεί με τη λαϊκή έκφραση «βλέποντας και κάνοντας».