
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Η κρίση του πληθωρισμού τη δεκαετία του ’70 δημιούργησε την ανάγκη λειτουργίας ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να λάβουν σκληρές αποφάσεις. Κοιτάζοντας πίσω, μπορούμε να πούμε ότι οι τότε συζητήσεις ήταν εύστοχες, αφού οι κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου κατάφεραν με συντονισμένες προσπάθειες να χαλιναγωγήσουν τον πληθωρισμό και να οριοθετήσουν τις προσδοκίες των καταναλωτών. Για να το πετύχουν χρειάστηκε στοχοπροσήλωση και τόλμη, δυο συστατικά που δεν θα υπήρχαν αν δεν ήταν διασφαλισμένη η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Τα κατάφεραν όμως, γιατί όπως καταγράφηκε στην αρχή της χιλιετίας, το 80% των κεντρικών τραπεζών ήταν λειτουργικά αυτόνομες για να επιτελέσουν την αποστολή τους σχετικά με τη σταθερότητα των τιμών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το 2000 υπήρξαν χρόνια ελαχιστοποίησης των κρίσεων, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και αυτό είναι πλέον βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο. Η περίοδος της μεγάλης σταθερότητας ήταν και μια καλή ευκαιρία για να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και των πολιτών, συμβάλλοντάς περαιτέρω στη διατήρηση της σταθερότητας. Ως συνέπεια, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών αποτέλεσε για χρόνια αδιαπραγμάτευτη σταθερά κάθε σύγχρονης οικονομίας.
Όλα άλλαξαν, όμως, όταν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας η χρηματοοικονομική κρίση έκανε την εμφάνισή της το φθινόπωρο του 2008. Έκτοτε πολλά έχουν αλλάξει, αφού στο μεταξύ μεσολάβησε η πανδημία και μια ενεργειακή κρίση στο κέντρο της Ευρώπης. Αυτές οι αναταράξεις δεν θα μπορούσαν να μην προκαλέσουν και έντονη κριτική στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών. Μελέτη που διενεργήθηκε το 2010 σε δείγμα 118 τραπεζών ανέδειξε το ανησυχητικό ποσοστό του 10% που δήλωσαν ότι είχαν παρεμβάσεις που αντιτίθενται στην ανεξαρτησία τους. Άλλη πιο πρόσφατη έρευνα που περιλαμβάνει στοιχεία της περιόδου 2018-2020 έδειξε ότι τα προβλήματα ανεξαρτησίας έχουν διογκωθεί στις ανεπτυγμένες οικονομίες που αντιστοιχούν στο 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Οι γεωπολιτικές κρίσεις που μαίνονται σε διάφορες περιοχές του πλανήτη αναμένεται πως θα αυξήσουν τις αναταράξεις στην οικονομία, βάζοντας περαιτέρω πίεση στις κεντρικές τράπεζες. Αν για παράδειγμα έχουμε ξανά έκρηξη του πληθωρισμού, τότε θα τρωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις κεντρικές τράπεζες και θα πυροδοτήσει πολιτικές παρεμβάσεις. Σε ένα τέτοιο σενάριο θα πρέπει να αναλογιστούμε πόσο σημαντική είναι η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και να θωρακίσουμε αυτούς τους πολύ σημαντικούς για την οικονομία θεσμούς, γνωρίζοντας ότι στο τέλος της μέρας αυτοί είναι που θα βγουν μπροστά στα δύσκολα, όπως έπραξαν στο παρελθόν αφού δεν σκέφτονται το πολιτικό κόστος.
Γιατί αν αφεθούν οι κεντρικές τράπεζες απερίσπαστες να επιτελέσουν το έργο τους και να κρατήσουν τις τιμές σταθερές, τότε θα έχουν καταφέρει πολύ σημαντικό έργο προς την κατεύθυνση της οικονομικής προόδου. Έχει άλλωστε εμπειρικά αποδειχθεί πως οικονομίες με χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού έχουν αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων, βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα και αυξημένη προσέλκυση επενδύσεων.
Η επόμενη περίοδος θα είναι αβέβαιη, γεμάτη οικονομικές ανισορροπίες και αναταράξεις. Οι κεντρικές τράπεζες θα βρεθούν ενώπιον δυσκολιών, κριτικής και διλημμάτων. Ο λαϊκισμός και τα άκρα που σήμερα έχουν πάρει τα ηνία παγκοσμίως δημιουργούν εύφορο έδαφος για να λάβει διαστάσεις η αμφισβήτηση και εν τέλει το ξήλωμα σημαντικών θεσμών στην οικονομία. Ας μην το επιτρέψουμε.