Του Αθανάσιου Έλλις
Ο Κώστας Καραμανλής ανακοίνωσε την αποχώρησή του ή όπως το έθεσε ο ίδιος, την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής του διαδρομής, σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία έκρινε ότι θα προκαλέσει τη λιγότερη ζημία στη Νέα Δημοκρατία της οποίας υπήρξε ο μακροβιότερος αρχηγός, πρόεδρος επί δώδεκα χρόνια και πρωθυπουργός επί πεντέμισι.
Ανθρωποι που γνωρίζουν λένε ότι είχε σκεφτεί κι άλλες φορές κατά το πρόσφατο παρελθόν να προβεί σε αυτό το βήμα, ωστόσο υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι ως απόρροια και της απήχησης που εξακολουθεί να έχει στο κόμμα, η αποχώρησή του θα περιέπλεκε την κατάσταση αν ερμηνευόταν ως κίνηση αποστασιοποίησης από τη σημερινή ηγεσία.
Εξ ου και η επικοινωνία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και η ανακοίνωση με την οποία δηλώνει την υποστήριξή του στην κυβέρνηση της Ν.Δ. και την πίστη του στην «ιστορία, την ιδεολογία, τις αρχές και τις αξίες της», όπως και η σκέψη για συμμετοχή του στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης.
Από την πρώτη στιγμή που προέκυψε η υπόθεση των υποκλοπών ο πρώην πρωθυπουργός δεν έκρυψε την προσωπική του ενόχληση. Τη δημοσιοποίησε με την ομιλία του στα Ανώγεια όπου ζήτησε την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, όπως άλλωστε έκαναν και οι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι που υπήρξαν θύματα των παρακολουθήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς οδεύουμε προς τις εκλογές, δεν θα είναι εύκολη η αναπλήρωση του κενού, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, όπου σχεδόν 14 χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του κόμματος εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς και η δημοτικότητά του παραμένει υψηλή.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον του κ. Καραμανλή πάντα αιωρείται το ενδεχόμενο ανάρρησής του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αξίωμα, πάντως, που αν πραγματικά επιθυμούσε θα μπορούσε να έχει από το 2015, με την υποστήριξη τόσο της Αριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς.
Ο χρόνος επουλώνει πληγές, οι συνθήκες και τα δεδομένα αλλάζουν, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο αυτό να επανέλθει ξανά στο προσκήνιο.
Κάτι πάντως που «εκκρεμεί» και δεν αφορά σε αξιώματα, είναι μια συνολική τοποθέτησή του για την πορεία της χώρας κατά διάρκεια της δικής του διακυβέρνησης αλλά και στην περίοδο που ακολούθησε.
Πρώην πρωθυπουργοί έχουν, θα τολμούσα να πω, την ηθική υποχρέωση να παρεμβαίνουν ουσιαστικά, με παρρησία αλλά και νηφαλιότητα, στα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και απασχολούν την κοινωνία.
Οφείλουν να μοιράζονται με τον λαό του οποίου ηγήθηκαν χαράσσοντας ως ένα βαθμό τη μοίρα του, την εμπειρία και γνώση τους.
Ακόμη και αν διαφωνεί κανείς μαζί τους, οι παρεμβάσεις τους έχουν τη δική τους ιδιαίτερη αξία και δεν μπορεί να μην αποτελούν μέρος του δημόσιου διαλόγου.