Του Αθανάσιου Έλλις
Από τις δημόσιες δηλώσεις και την όλη παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν και των υπουργών του στην Αθήνα προκύπτει ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα αποτελεί στρατηγική απόφαση της Αγκυρας, ένα απόλυτα λογικό βήμα στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και της δοκιμαζόμενης σχέσης της Αγκυρας με τη Δύση.
Το ίδιο φυσικά επιθυμεί και η Αθήνα. Οι δυο πλευρές προφανώς εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, με την Ελλάδα να είναι διαχρονικά και διακομματικά υπέρ της καλής γειτονίας, κάτι που δεν ισχύει απαραίτητα με την Τουρκία η οποία κατά περιόδους δημιουργεί εντάσεις με τη συμπεριφορά της.
Ωστόσο, είμαστε σε μια νέα φάση, η χρονική διάρκεια της οποίας θα φανεί, φυσικά, στην πορεία και θα κριθεί όχι μόνο από τα λόγια, αλλά και –κυρίως– τις πράξεις. Προς το παρόν, τα υπαρκτά αγκάθια μεταξύ των δυο χωρών δεν θα εμποδίσουν τη βελτίωση των σχέσεων.
Στην Αθήνα ο Ερντογάν έδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι μπορεί να διατηρεί τις θέσεις του σε συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά με την ενθάρρυνση και του διεθνούς παράγοντα, και πρωτίστως των ΗΠΑ και της Γερμανίας, επιλέγει να εγκαινιάσει μια διαφορετική προσέγγιση για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Την ίδια ώρα, η οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και οι δημοσιονομικές ανάγκες και των δύο χωρών, αποτελούν μία επιπλέον παράμετρο που ενισχύει τη δυναμική της προσέγγισης. Η επιβεβαίωση της ξεκάθαρης υποστήριξης από την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, καθώς και το συγκεκριμένο μέτρο της απελευθέρωσης της θεώρησης των διαβατηρίων Τούρκων πολιτών που θα επισκέπτονται δέκα ελληνικά νησιά, έγιναν δεκτά με ικανοποίηση από την τουρκική πλευρά.
Στη «win-win» προσέγγιση κινήθηκε και η υπογραφή σωρείας συμφωνιών, κάποιες εκ των οποίων, όπως για τις μεταναστευτικές ροές, είναι εξαιρετικά σημαντικές και για τις δυο χώρες και όχι μόνο.
Σε ό,τι αφορά αυτή καθαυτήν τη συνάντηση των δύο ηγετών, αλλά και την κοινή τους εμφάνιση, όλα εξελίχθηκαν μέσα σε ένα προσεκτικά οριοθετημένο πλαίσιο που συνάδει με τη γενικότερη πολιτική των ρεαλιστικών βημάτων που έχει αποφασιστεί και εφαρμόζεται με συνέπεια.
Αξιοσημείωτη η περιγραφή Ελλήνων και Τούρκων ως «αδελφών» από τον Ταγίπ Ερντογάν, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει πως αισθάνεται ιστορικό χρέος να φέρει τις δυο χώρες πιο κοντά τη μία στην άλλη.
Τέλος, στην αναμενόμενη –και από την τουρκική οπτική, δεδομένη– αναφορά του κ. Ερντογάν στην «τουρκική» μειονότητα της Θράκης, ο Ελληνας πρωθυπουργός κινήθηκε στα όρια της διπλωματικής ορθότητας παίρνοντας άμεσα τον λόγο για να απαντήσει με εξαιρετικό τρόπο, ήπιο και πειστικό, πως η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στη Θράκη είναι αρμονική και πως το ελληνικό κράτος αγωνίζεται να διασφαλίσει τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών της μουσουλμανικής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συνθήκη της Λωζάνης, μειονότητας. Απάντησε έτσι θεσμικά και ουσιαστικά σε ένα θέμα για το οποίο ο Τούρκος πρόεδρος επιδεικνύει αυξημένο προσωπικό ενδιαφέρον, και ο οποίος με τη θερμή αντίδρασή του έδειξε όχι απλά να μη δυσφορεί αλλά να ικανοποιείται από τις διαβεβαιώσεις του Ελληνα πρωθυπουργού.