Harvard Health Publishing
Από τη δεκαετία του 1960, οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές είναι τα πιο αποτελεσματικά φάρμακα στην αντιμετώπιση και στη διαχείριση πολλών καρδιολογικών παθήσεων. Σήμερα, αποτελούν μία από τις κατηγορίες φαρμάκων που συνταγογραφούνται περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Οι β-αποκλειστές χρησιμεύουν στην αντιμετώπιση ενός μεγάλου εύρους προβλημάτων που σχετίζονται με την καρδιά και –ίσως το καλύτερο απ’ όλα– είναι οικονομικά, συνεπώς ευρέως διαθέσιμα για την πλειονότητα», λέει ο καρδιολόγος δρ Patrick O’Gara από το συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital. Διαβάστε για τον μηχανισμό δράσης τους, ποιοι μπορεί να τα χρειάζονται και πώς η χρήση τους έχει μεταβληθεί (ή παραμείνει αμετάβλητη) με τα χρόνια.
Ο μηχανισμός δράσης των β-αποκλειστών
Οι β-αποκλειστές μειώνουν την αρτηριακή πίεση και επιβραδύνουν την καρδιακή συχνότητα. Η διαδικασία λειτουργεί ως εξής: Πολλά κύτταρα στον οργανισμό διαθέτουν τους λεγόμενους β υποδοχείς. Υπάρχουν β υποδοχείς στην καρδιά, στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, στους πνεύμονες, στους νεφρούς, ακόμη και στον εγκέφαλο. Τους υποδοχείς αυτούς διεγείρουν οι ορμόνες του στρες, η επινεφρίνη (αδρεναλίνη) και η νορεπινεφρίνη (νοραδρεναλίνη). Οι επιδράσεις τους ποικίλλουν ανάλογα με το όργανο. Στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία, η επινεφρίνη και η νορεπινεφρίνη έχουν την τάση να επιταχύνουν την καρδιακή συχνότητα, να εντείνουν τη δύναμη των συσπάσεων του καρδιακού μυός και να προκαλούν συστολή των τοιχωμάτων των αγγείων.
Οι β-αποκλειστές, μέσω του μηχανισμού λειτουργίας τους, αναστέλλουν τους β υποδοχείς. Η δράση αυτή εμποδίζει την επινεφρίνη και τη νορεπινεφρίνη να προσδεθούν σε αυτούς τους υποδοχείς και κατά συνέπεια αναστέλλεται η δράση τους εντός των κυττάρων. Με τον τρόπο αυτόν, μειώνεται ο φόρτος για την καρδιά, επιβραδύνεται η καρδιακή συχνότητα και μειώνεται η αρτηριακή πίεση. Από το πλήθος των διαθέσιμων β-αποκλειστών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων, οι γιατροί χορηγούν κυρίως τη μετοπρολόλη ή την καρβεδιλόλη.
Παλιές και νέες χρήσεις
Πολλές από τις αρχικές χρήσεις των β-αποκλειστών που σχετίζονται με την καρδιά παραμένουν ίδιες στο πέρασμα των δεκαετιών. Παραδείγματος χάριν, οι ασθενείς λαμβάνουν β-αποκλειστές για την αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής (ΚΜ), ενός ακανόνιστου και γρήγορου ρυθμού της καρδιάς. Τα άτομα με στεφανιαία νόσο τούς λαμβάνουν για την πρόληψη της στηθάγχης.
Οι γιατροί εδώ και χρόνια συνιστούν τη λήψη ενός β-αποκλειστή εάν έχετε αίσθημα καρδιακών παλμών ή «φτερουγίσματος» της καρδιάς (αίσθηση πως προσπερνάτε έναν παλμό, ότι οι παλμοί σας είναι περισσότεροι από το κανονικό ή ακανόνιστοι), που προκαλείται από πρόωρες κοιλιακές συστολές. Μπορεί επίσης να σας συνταγογραφήσουν το φάρμακο ως μέρος της τυπικής θεραπείας για καρδιακή ανεπάρκεια – μια πάθηση κατά την οποία η καρδιά δεν εξωθεί αρκετό αίμα ώστε να τροφοδοτεί τον οργανισμό σας με το οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται.
Ωστόσο, η χρήση των β-αποκλειστών έχει εξελιχθεί σε ορισμένους τομείς. Για μια μεγάλη περίοδο, οι β-αποκλειστές αποτελούσαν τη βάση για την αντιμετώπιση της υπέρτασης. Σήμερα, οι γιατροί έχουν στη διάθεσή τους πιο αποτελεσματικές θεραπείες, όπως τους αποκλειστές διαύλων ασβεστίου, τους αναστολείς ΜΕΑ και τους αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης. «Οι β-αποκλειστές μπορεί ακόμη να συνταγραφηθούν, εάν οι άλλες θεραπείες δεν έχουν αποτέλεσμα», λέει ο δρ O’Gara.
Οι β-αποκλειστές παίζουν καίριο ρόλο στην αντιμετώπιση της καρδιακής προσβολής. Οι περισσότερες καρδιακές προσβολές (εμφράγματα) οφείλονται σε ανεπαρκή ροή αίματος προς ένα τμήμα της καρδιάς, κάτι που στερεί τον καρδιακό ιστό από το οξυγόνο που έχει ανάγκη. Στα άτομα που νοσηλεύονται για καρδιακή προσβολή χορηγείται ένας β-αποκλειστής ώστε να επιβραδυνθεί η καρδιακή τους συχνότητα και να μειωθεί το στρες στα κύτταρα του μυοκαρδίου, γεγονός που βοηθά στο να περιοριστεί η μόνιμη βλάβη. Στο παρελθόν, η λήψη β-αποκλειστών συνεχιζόταν επ’ αόριστον μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, για προστασία από μελλοντική καρδιακή προσβολή. Ωστόσο, νέες έρευνες υποδεικνύουν ότι αυτό ίσως δεν είναι απαραίτητο σε ασθενείς των οποίων η καρδιά δεν έχει υποστεί βλάβη.
Σε μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στις 18 Απριλίου 2024 στο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 5.020 άτομα (μέσος όρος ηλικίας 65 έτη), τα οποία είχαν υποστεί καρδιακή προσβολή και δεν παρουσίαζαν σημαντική βλάβη στην καρδιά βάσει κλάσματος εξώθησης τουλάχιστον 50%. Το κλάσμα εξώθησης αντικατοπτρίζει το πόσο καλά η αριστερή κοιλία της καρδιάς εξωθεί το αίμα. Ένα κλάσμα εξώθησης άνω του 50% πιθανότατα σημαίνει ότι δεν υπάρχει σημαντική βλάβη στην καρδιά.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη κατανεμήθηκαν τυχαία ώστε να λάβουν έναν β-αποκλειστή ημερησίως ή εικονικό φάρμακο. Παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο διάστημα 3,5 ετών. Ακολούθως, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι β-αποκλειστές δεν παρείχαν κανένα συνολικό όφελος. Ο κίνδυνος δεύτερης καρδιακής προσβολής ή θανάτου από οποιοδήποτε αίτιο ήταν παρόμοιος, ανεξάρτητα από το εάν οι συμμετέχοντες έλαβαν τον β-αποκλειστή ή το εικονικό φάρμακο. Επίσης, οι δύο ομάδες δεν διέφεραν σημαντικά όσον αφορά τον κίνδυνο νοσηλείας για κολπική μαρμαρυγή ή καρδιακή ανεπάρκεια.
Σύμφωνα με τον δρα O’Gara, τα ευρήματα αμφισβητούν τη συμβατική πεποίθηση ότι οι β-αποκλειστές είναι καθολικά ωφέλιμοι και απαραίτητοι έπειτα από καρδιακή προσβολή. «Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να αποτελέσουν αφετηρία μιας συζήτησης σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο των β-αποκλειστών για αυτούς τους ασθενείς», λέει. «Εάν δεν υπάρχει βλάβη από την καρδιακή προσβολή, πολλοί ασθενείς μπορούν να έχουν καλή πορεία λαμβάνοντας θεραπεία με ασπιρίνη και μια στατίνη σε υψηλή δόση για προστασία από μια επόμενη καρδιακή προσβολή». Όπως κάθε φάρμακο, οι β-αποκλειστές έχουν παρενέργειες. Οι πιο κοινές είναι η βραδεία καρδιακή συχνότητα και το αίσθημα κρύου, κόπωσης ή ληθαργικότητας. Εάν παρουσιάζετε οποιοδήποτε από τα παραπάνω συμπτώματα, συζητήστε με τον γιατρό σας για να τροποποιήσετε τη δοσολογία σας.
Πέρα από την καρδιά
Οι β-αποκλειστές έχουν χρήσεις που δεν σχετίζονται με την υγεία της καρδιάς, όπως η πρόληψη των κρίσεων ημικρανίας, η μείωση του τρέμουλου στα χέρια και η μείωση της εφίδρωσης, της ταχυπαλμίας και του κοκκινίσματος στο πρόσωπο, που συνδέονται με το άγχος. Οφθαλμικές σταγόνες β-αποκλειστών συνταγογραφούνται τακτικά για τη μείωση της πίεσης στα μάτια σε άτομα με γλαύκωμα.