Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Μετά την κρίση των μικρών αμερικανικών τραπεζών που ήρθε σαν «κύμα» και έπληξε την Credit Suisse εν μέσω και άλλων προβλημάτων που υπόβοσκαν, λογικό και επόμενο είναι να υπάρχει φόβος για πιθανές αναταράξεις στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα.
Μέχρι και στη Βουλή εγγράφηκε θέμα για πιθανές επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία από τις εξελίξεις στο διεθνές τραπεζικό σύστημα και θα συζητηθεί στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών στο επόμενο διάστημα. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ενημέρωσε από πλευράς της ότι οι κυπριακές τράπεζες δεν έχουν οποιανδήποτε έκθεση σε ομόλογα AT1 της Credit Suisse, συνεπώς, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου δεν θα υποστεί ζημιά σε σχέση με τα εν λόγω ομόλογα. Η ΚΤΚ σημείωσε παράλληλα ότι, το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου διαθέτει ψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, χαρακτηριστικά που αυξάνουν σημαντικά την ανθεκτικότητα του.
Που βρισκόμαστε και τι επιφυλάσσει το μέλλον για τις κυπριακές τράπεζες; Τρεις οικονομολόγοι – χρηματοοικονομικοί αναλυτές από την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική Τράπεζα εξηγούν τα οικονομικά δεδομένα, τι έχει γίνει μέχρι σήμερα, πως επηρεάζεται η Κύπρος, τι πρέπει να αναμένουμε, αν πρέπει να ανησυχούμε και αν όχι, γιατί.
Ιωάννης Τιρκίδης: Ανθεκτικό επιχειρησιακό μοντέλο οι τράπεζες
Ο Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της Τράπεζας Κύπρου, Ιωάννης Τιρκίδης εξηγεί πως βρισκόμαστε ένα χρόνο μετά την έναρξη ενός κύκλου έντονης νομισματικής σκλήρυνσης στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, έπειτα από μια σχετικά μακρά περίοδο εύκολου χρήματος και εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, συμπληρώνει ότι, υπάρχουν όλων των ειδών τα επιχειρηματικά μοντέλα εντός και εκτός του τραπεζικού κόσμου, που έχουν καταστεί εξαρτημένα από τα χαμηλά επιτόκια. «Καθώς όμως ο κόσμος απομακρύνεται από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, ενδέχεται να εμφανιστούν ρωγμές στον χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και αυτό είναι που είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες, στις ΗΠΑ με τις τράπεζες Silicon Valley και Signature, και στην Ευρώπη με την Credit Suisse στην Ελβετία. Όμως δεν πρόκειται για μεταδοτική ασθένεια, και μάλιστα σε όλες τις περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Credit Suisse, υπάρχουν ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, και οι επιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν γρήγορα από τις αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξαν διοικητικές αποτυχίες και ίσως κανονιστικές ελλείψεις, που επέτρεψαν σε προβλήματα ρευστότητας να μετατραπούν σε προβλήματα φερεγγυότητας, τα οποία με τη σειρά τους οδήγησαν σε προγράμματα διάσωσης, αν και οι αρχές δεν αρέσκονται να τα αποκαλούν έτσι. Καμία από τις βασικές αιτίες αυτής της χρηματοοικονομικής αναταραχής δεν υπάρχει στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα», σχολιάζει.
Ο κ. Τιρκίδης σημειώνει ότι, οι χρεοκοπίες των τραπεζών της Silicon Valley και της Signature στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το αποτέλεσμα των ιδίων των τραπεζών που εκμεταλλεύτηκαν τα προηγουμένως εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια σε αναζήτηση αποδόσεων. Υπογραμμίζει ότι, αγόρασαν μεγάλες ποσότητες μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων σταθερού εισοδήματος, όπως τα κρατικά ομόλογα και τα ενυπόθηκα στεγαστικά χρεόγραφα. Οι καταθέτες όμως ήταν νεοφυείς τεχνολογικές εταιρείες ως επί το πλείστο, που χρηματοδοτούνταν από επιχειρηματικά κεφάλαια και οι καταθέσεις τους ήταν ζεστό χρήμα. «Δεν ήταν οι παραδοσιακές σταθερές καταθέσεις μιας μεγάλης ομάδας καταθετών. Η στρατηγική αυτή κατέρρευσε όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να ανεβάζει τα επιτόκια της για να καταπολεμήσει τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Ο συνδυασμός υψηλότερων επιτοκίων και αυξημένων εκροών καταθέσεων ανάγκασε την τράπεζα, την Silicon Valley σε αυτή την περίπτωση, να πωλήσει τα μακροπρόθεσμα περιουσιακά της στοιχεία με ζημιές. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε ανησυχίες για τη φερεγγυότητά της και σε φυγή καταθετών (bank run), φοβούμενοι οικονομικές απώλειες σε περίπτωση χρεοκοπίας της τράπεζας», σημειώνει.
Ο Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών της BOC εξηγεί ότι η Credit Suisse από την άλλη, είναι μια μεγάλη διεθνής τράπεζα, διαθέτει μια μεγάλη εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και μια πολύ μεγάλη διεθνή δραστηριότητα διαχείρισης πλούτου και ότι η τράπεζα είναι εκτεθειμένη στα ίδια προβλήματα που είναι εκτεθειμένες όλες οι διεθνείς τράπεζες. «Αλλά η Credit Suisse έχει κάνει μερικά εξαιρετικά ανόητα πράγματα τα τελευταία χρόνια και ως αποτέλεσμα, έχει απωλέσει μεγάλα χρηματικά ποσά. Τα προβλήματά της επιδεινώθηκαν όταν οι πελάτες της, ιδίως στον τομέα της ιδιωτικής τραπεζικής, οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως για τη διατήρηση του κεφαλαίου τους, ανησύχησαν και άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους», αναφέρει.
Στη συνέχεια, ο κ. Τιρκίδης συμπληρώνει ότι, «οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος, όπως τα ομόλογα, τιμολογούνται σε σχέση με τα ισχύοντα επιτόκια της αγοράς. Τα νέα ομόλογα που εκδίδονται με υψηλότερα επιτόκια είναι πιο ελκυστικά από τα υφιστάμενα ομόλογα που πληρώνουν χαμηλότερα επιτόκια. Η πώληση των εν λόγω ομολόγων με χαμηλότερες αποδόσεις σημαίνει ότι η τιμή τους πρέπει να μειωθεί για να αντιστοιχεί στην απόδοση που θα έπαιρνε ο επενδυτής από τα νέα, υψηλότερης απόδοσης ομόλογα για το υπόλοιπο της διάρκειας ζωής τους. Το σταθερό εισόδημα είναι μια τεράστια αγορά, αλλά καθοδηγείται από δύο βασικές παραμέτρους, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια. Και τα δύο αυξήθηκαν σημαντικά σε γρήγορο χρονικό διάστημα».
Καμία από τις θεμελιώδεις αιτίες
Ο κ. Τιρκίδης υπογραμμίζει ότι, καμία από αυτές τις θεμελιώδεις αιτίες της χρηματοπιστωτικής αναταραχής δεν υπάρχει στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα. «Δεν είναι μόνο θέμα καλύτερης κανονιστικής ρύθμισης, μιας αξιόπιστης κεντρικής τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξοπλισμένης με μια πλειάδα εργαλείων για τη στήριξη των τραπεζών και την παροχή άφθονης ρευστότητας όταν χρειάζεται. Ούτε είναι το γεγονός ότι οι κυπριακές τράπεζες είναι πολύ καλά κεφαλαιοποιημένες, σε βαθμό που μπορούν εύκολα να συγκριθούν με αξιόπιστες ευρωπαϊκές τράπεζες. Είναι κυρίως η φύση των ισολογισμών τους και οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ιδιωτική οικονομία μετά την κρίση του 2012-14», υπογραμμίζει.
«Οι κυπριακές τράπεζες έχουν περιορισμένη έκθεση σε μακροπρόθεσμους τίτλους σταθερού εισοδήματος και ταυτόχρονα διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα. Κατά μέσο όρο, οι κυπριακές τράπεζες έχουν διπλάσιες καταθέσεις από ό,τι δάνεια, και τοποθετούν το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συμπληρώνει.
Δεύτερον, κατά τον κ. Τιρκίδη, το συνολικό ιδιωτικό χρέος της οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Στο τέλος του 2022, τα δάνεια προς κατοίκους, εξαιρουμένης της κυβέρνησης, ανέρχονταν στο 80% του ΑΕΠ, έναντι 270% του ΑΕΠ στο τέλος του 2012. Επομένως, ο τραπεζικός δανεισμός είναι σχετικά περιορισμένος, συγκριτικά, ενώ τα κεφαλαιακά αποθέματα είναι σημαντικά αυξημένα. Στον ιδιωτικό τομέα, οι εγχώριες επιχειρήσεις καθαυτές έχουν διαφορετικές δομές χρηματοδότησης από ό,τι πριν από την κρίση. Εξαρτώνται πλέον πολύ λιγότερο από τα τραπεζικά δάνεια και οι δαπάνες τους για τόκους είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεών τους.
Ένας τρίτος λόγος κατά τον κ. Τιρκίδη της Τρ. Κύπρου έχει να κάνει με τη διαφορά μεταξύ πραγματικών και ονομαστικών επιτοκίων. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το πραγματικό επιτόκιο, το οποίο είναι το ονομαστικό επιτόκιο μείον του πληθωρισμού. «Καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται, τα εισοδήματα και οι πωλήσεις των επιχειρήσεων αυξάνονται επίσης, γεγονός που βελτιώνει τη θέση τους. Παρά τη σημαντική αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων, τα πραγματικά επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά», σημειώνει.
Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά είναι επίσης πολύ χαμηλότερα από ό,τι πριν από μια δεκαετία, εξηγεί. «Στο τέλος του 2022, τα δάνεια προς τα νοικοκυριά ανέρχονταν στο 40% του ΑΕΠ, και τα περισσότερα από αυτά ήταν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, τα οποία συνήθως έχουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Στο τέλος του 2012, τα δάνεια προς τα νοικοκυριά ήταν τριπλάσια, στο 120% του ΑΕΠ, όταν τα επιτόκια ήταν επίσης υψηλότερα από ό,τι σήμερα. Τα νοικοκυριά, ωστόσο, αποζημιώνονται μόνο εν μέρει για τον υψηλότερο πληθωρισμό, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ορισμένες πιέσεις πληρωμών σε ένα πλαίσιο αύξησης των επιτοκίων».
Στην ανάλυσή του ο κ. Τιρκίδης καταλήγει με το εξής: «Η υποκείμενη ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί σταθερά τα τελευταία χρόνια και η αρχική θέση σήμερα είναι πολύ διαφορετική από ό,τι πριν από μια δεκαετία. Οι τράπεζες έχουν αναδιαρθρώσει τις δραστηριότητές τους, έχουν συρρικνώσει τους ισολογισμούς τους και έχουν ενισχύσει τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους θέση. Η προληπτική εποπτεία έχει ενισχυθεί εντός του εποπτικού πλαισίου της ΕΕ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί σημαντικά και οι δείκτες κάλυψης, δηλαδή οι προβλέψεις που σχηματίζουν οι τράπεζες για να καλύψουν τον κίνδυνο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι σχετικά υψηλοί. Όπως είναι κατανοητό, ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων δημιουργεί συνθήκες στρες στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά τα θεμελιώδη μεγέθη του κυπριακού τραπεζικού συστήματος δεν είναι συγκρίσιμα με τα προβλήματα που ταλαιπώρησαν τις τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες ή ακόμη και την Credit Suisse στην Ελβετία».
Κωνσταντίνος Πιττάλης: Όχι ανησυχία, αλλά ούτε και εφησυχασμός
Ο χρηματοοικονομικός αναλυτής και Διευθυντής Επενδυτικών Σχέσεων της Ελληνικής Τράπεζας, Κωνσταντίνος Πιττάλης εξηγεί με τη σειρά του πως, η πρόσφατη τραπεζική κρίση ξεκίνησε από τρεις μικρομεσαίες περιφερειακές Αμερικάνικες τράπεζες, μετά από ζημιές που προήλθαν από τη ρευστοποίηση Αμερικανικών ομόλογων και την εκροή καταθέσεων. Η κρίση αυτή μεταδόθηκε ραγδαία στην ελβετική τράπεζα, Credit Suisse, λόγω των μεγάλων της προβλημάτων τα τελευταία χρόνια.
Σημειώνει ωστόσο ότι, το εποπτικό πλαίσιο για τις μικρομεσαίες Αμερικάνικες τράπεζες είναι χαλαρότερο από αυτό για τις μεγάλες Αμερικάνικες τράπεζες, καθώς και τις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο διαφέρει αισθητά και εμπεριέχει επιπρόσθετους κινδύνους – μεγάλη εξάρτηση σε καταθέσεις υψηλής μεταβλητότητας και επενδύσεις σε μακροχρόνια ομόλογα, αναλαμβάνοντας αυξημένο επιτοκιακό κίνδυνο – όπως για παράδειγμα αυτό της Silicon Valley Bank.
Στην ανάλυσή του ο κ. Πιττάλης αναφέρει ότι, όσον αφορά την Credit Suisse, η τράπεζα επιβαρυνόταν από πολλαπλά σκάνδαλα, ζημιές, συνεχείς διοικητικές αλλαγές και ατέρμονα σχέδια αναδιάρθρωσης. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την συνεχή απώλεια καταθέσεων τους τελευταίους μήνες, οι οποίες εκροές εντάθηκαν ραγδαία όταν ένας από τους μεγαλομέτοχους της τράπεζας δήλωσε απροθυμία για στήριξη της σε περίπτωση κεφαλαιακής ανάγκης. «Με την σταθερότητα της τράπεζας να κλονίζεται έντονα και τις επιλογές και τα περιθώρια των εποπτικών αρχών να περιορίζονται ασφυκτικά, ακολούθησε η καταναγκαστική πώληση της Credit Suisse, μιας τράπεζας με ιστορία 167 ετών, στην μεγαλύτερη Ελβετική τράπεζα UBS μέσα σε ένα σαββατοκύριακο», σχολίασε.
Δεν έχουν παρόμοια προβλήματα
Ο κ. Πιττάλης τονίζει ότι, στο παρόν στάδιο οι συστημικές κυπριακές τράπεζες δεν είναι αντιμέτωπες με παρόμοια προβλήματα και ότι το κυπριακό τραπεζικό σύστημα είναι πιο υγιές και σταθερό μετά από τις σημαντικές αλλαγές των τελευταίων ετών. Όπως εξηγεί, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών είναι ιδιαίτερα ισχυρή, με κεφαλαιακούς δείκτες σημαντικά ψηλότερους από τις εποπτικές απαιτήσεις. «Οι τράπεζες διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα, ενώ οι καταθέσεις είναι ιδιαίτερα σταθερές. Τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών περιλαμβάνουν κυρίως ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, τα οποία ο μέσος όρος διάρκειας είναι σχετικά χαμηλός. Τα προβληματικά δάνεια έχουν μειωθεί δραστικά, με αποτέλεσμα την σημαντική βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών τους στοιχείων. Η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζών. Επίσης η εταιρική διακυβέρνηση και η διαχείριση κίνδυνων έχουν βελτιωθεί ριζικά, ενώ το εποπτικό πλαίσιο έχει γίνει πολύ πιο αυστηρό. Τέλος, η πορεία των τραπεζών είναι άμεσα συνυφασμένη με τις εξελίξεις στην κυπριακή οικονομία, και επομένως επωφελούνται από τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Συνοψίζοντας, ο χρηματοοικονομικός αναλυτής της Ελληνικής Τράπεζας υπογραμμίζει ότι, οι τρέχουσες εξελίξεις δεν προκαλούν ανησυχία, αλλά ούτε πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. «Απαιτείται εγρήγορση και παρακολούθηση των εξελίξεων για να συνεχίσουν οι συστημικές κυπριακές τράπεζες την θετική πορεία των τελευταίων ετών. Επιπλέον η ανάγνωση της κρίσης αυτής θα πρέπει να αποτελέσει ακόμη ένα κεφάλαιο στο εγχειρίδιο διοίκησης τράπεζων και διαχείρισης κινδύνων για όλους τους εμπλεκομένους», καταλήγει.
Τάσος Γιασεμίδης: Οι κυπριακές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες
Για το πώς και αν επηρεάζει η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS τον τραπεζικό τομέα στην Κύπρο μίλησε στον «ΣΠΟΡ FM 95.0» και την εκπομπή «ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ» ο οικονομολόγος και Διοικητικός Σύμβουλος στην KPMG στην Κύπρο, Τάσος Γιασεμίδης. Όπως εξήγησε, οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που έχουμε δημιουργεί ανησυχία, ωστόσο οι κυπριακές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες. Τόνισε ωστόσο προσοχή, ούτως ώστε να μην υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός.
Ο κ. Γιασεμίδης διευκρίνισε ότι η κρίση στις χρηματαγορές φαίνεται να ελέγχεται και αυτό που ουσιαστικά αναμένουμε να δούμε είναι τα επόμενα βήματα για το πώς θα γίνει η συγκεκριμένη συγχώνευση. «Μπορεί μεν να σταθεροποίησε τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ελβετία και την παγκόσμια οικονομία, όμως δημιουργεί απώλειες σε συγκεκριμένους επενδυτές, ενώ θα πρέπει να δούμε σταδιακά το σχέδιο συγχώνευσης των εργασιών των δύο οργανισμών γιατί τα μεγέθη είναι πολύ μεγάλα». Σχετικά με το αν η εξέλιξη με την Credit Suisse σχετίζεται με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ, ο κ. Γιασεμίδης εξήγησε ότι η πρώτη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εδώ και δύο με τρία χρόνια καθώς υπήρχαν ζητήματα αξιοπιστίας και σκανδάλων.
Η αύξηση επιτοκίων αφαιρεί ρευστότητα από την αγορά
Ερωτηθείς στην εκπομπή «Διασπορά ειδήσεων» αν υπάρχει μια αντίθεση στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε αύξηση των επιτοκίων και μια μέρα αργότερα έκανε λόγο για συντονισμένες δράσεις για να βελτιωθεί η πρόσβαση στη ρευστότητα, ο κ. Γιασεμίδης δήλωσε ότι η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή της την οποία δεν θα ήθελε να αναβάλει ή να ακυρώσει. Αυτή την εβδομάδα, συμπλήρωσε, θα έχουμε τις αποφάσεις της Τράπεζας της Αγγλίας και της Αμερικής οι οποίες ενδεχομένως να αλλάξουν τη στάση τους και να μην υπάρξει οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων. «Υπάρχει μια αντίθεση καθώς η αύξηση επιτοκίων αφαιρεί ρευστότητα από την αγορά. Ωστόσο, αυτή τη φορά στην ανακοίνωση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων». Εκτίμησε ότι αυτό που αναμένουμε το δεύτερο εξάμηνο είναι να υπάρξει μια σταθεροποίηση των επιτοκίων και στη συνέχεια μια μείωση.
Σε σχέση με το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, ο κ. Γιασεμίδης τόνισε ότι είναι ενισχυμένο και κεφαλαιοποιημένο επαρκώς μετά τα γεγονότα του 2013, με καλούς δείκτες ρευστότητας, ακολουθώντας τις αυστηρές οδηγίες της ΕΚΤ και σε ετοιμότητα να απορροφήσει οποιουσδήποτε κραδασμούς. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τον κ. Γιασεμίδη, υπάρχουν δύο ζητήματα.
Πρώτον, αν η οικονομία επιβραδυνθεί τότε όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στην κυπριακή οικονομία θα πρέπει να αξιολογήσουν το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν. Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο συνεχής έλεγχος όσον αφορά τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια αλλά και τα χαρτοφυλάκια επενδύσεών τους ούτως ώστε εκεί και όπου χρειάζεται να λάβουν διορθωτικά μέτρα.