Για δεκαετίες, η Ελβετία θεωρείτο «παράδεισος» της ασφάλειας δικαίου για τους επενδυτές ομολόγων και μετοχών. Η κατάρρευση της Credit Suisse αποκάλυψε κάποιες «πικρές» αλήθειες.
Στην κούρσα για τη διάσωσης της Credit Suisse, η ελβετική κυβέρνηση υπογράμμισε την ανάγκη για σταθερότητα καθώς και την ψήφιση έκτακτου νομοθετικού διατάγματος με το οποίο θα παρακάμψει δύο βασικές πτυχές της ανοιχτής αγοράς: τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού και τα δικαιώματα των μετόχων. Εν συνεχεία, οι ομολογιούχοι ανακάλυψαν διαγραφή της αξίας ομολόγων τους ΑΤ1 17,3 δισ.δολαρίων.
Πέρα από το αίσθημα ντροπής που προκάλεσε η κατάρρευση της τράπεζας, νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι οι παραπάνω τρεις απρόσμενες κινήσεις εγείρουν κάποια θεμελιώδη ερωτήματα ως προς την υπεροχή του ελβετικού τραπεζικού νόμου και σπείρουν τους σπόρους της αμφιβολίας ως προς την τοποθέτηση κεφαλαίων στην χώρα από ξένους επενδυτές.
«Οι ξένοι επενδυτές μπορεί να αμφιβάλουν για το εάν η Ελβετία είναι η κατάλληλη χώρα όταν δεν επιβάλεται το γράμμα του νόμου», αναφέρει ο Peter V.Kunz, καθηγητής Οικονομικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Μπορεί η χώρα να μην κινδυνεύει, όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος προσφυγής στη δικαιοσύνη μετά την παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών.
Ο Kern Alexander, καθηγητής Νομικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης συμφώνησε ότι η διαχείριση της κρίσης συνοδεύθηκε από έναν «πανικόβλητο» τρόπο υπονόμευσης των νόμων και μαζί και της ίδιας της Ελβετίας.
Ανακοινώνοντας τη συμφωνία, η ελβετική κυβέρνηση επικαλέστηκε ένα άρθρο του Συντάγματός της που της επιτρέπει να εκδίδει προσωρινά διατάγματα για να ξεπεράσει την επικείμενη απειλή σοβαρών διαταραχών για τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια. Σε αυτή την περίπτωση, παρέκαμψε τη νομοθεσία για τα δικαιώματα των μετόχων σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων.
Εν συνεχεία, η πρόεδρος της Finma, Μarlene Amstad, ερωτήθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου το βράδυ της Κυριακής εάν η ελβετική κυβέρνηση αγνόησε τις ανησυχίες περί ανταγωνισμού προωθώντας μία τέτοια συγχώνευση. Η αξιωματούχος απάντησε ότι η χρηματοοικονομική σταθερότητα κατέστησε αναγκαίο να παρακαμφθούν οι ανησυχίες για τον ανταγωνισμό.
«Το ρυθμιστικό πλαίσιο μας δίδει τη δυνατότητα να παρακάμπτουμε τον ανταγωνισμό στο όνομα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», εξήγησε.
Από κοινού Credit Suisse και UBS θα ελέγχουν καταθέσεις ύψους 333 δισ.φράγκων (360 δισ.δολαρίων), περισσότερους κατά 115 δισ.φράγκα από την ανταγωνίστριά τους Raiffeisen, σύμφωνα με τη UBS.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πλήγμα προς τους επενδυτές ήταν η απόφαση της ρυθμιστικής αρχής να διαγράψει την αξία ομολόγων 17,3 δισ.δολαρίων στην κατηγορία ΑΤ1 που είχε εκδώσει η Credit Suisse.
Tα ομόλογα ΑΤ1 καθιερώθηκαν μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτές θα επωμίζονται μέρος του κόστους και όχι οι φορολογούμενοι. Αυτό σημαίνει ότι λειτουργούν ως κεφαλαιακό μαξιλάρι σε περιόδους πίεσης. Το παράδοξο είναι ότι το χρέος αυτός σε άλλες τράπεζες της Ευρώπης και της Βρετανίας τυγχάνει μεγαλύτερης προστασίας.
Ακόμη και εάν οι κίνδυνοι αυτών των ομολόγων έγιναν σαφείς στους επενδυτές την ώρα που αναλάμβαναν αυτό το ρίσκο, η διαφορά με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη σημαίνει απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι οι ομολογιούχοι αποζημιώνονται πρώτα πριν από τους μετόχους.
«Πολλές αγωγές θα ακολουθήσουν, γεγονός που αντικατοπτρίζει την αλλαζονική και λανθασμένη συμπεριφορά των ελβετικών αρχών», αναφέρει ο Jacob Kirkegaard, κάτοχος διδακτορικού στο Peterson Institute for International Economics.
Το Ethos Foundation, του οποίου τα 246 συνταξιοδοτικά ταμεία μέλη του με υπό διαχείριση ενεργητικού ύψους 370 δισ.φράγκων, έχει απειλήσει ότι θα προσφύγει στη δικαιοσύνη.
moneyreview.gr με πληροφορίες από Bloomberg