
Η αποσύνδεση ΗΠΑ – Κίνας δεν είναι πλέον πολιτικό σύνθημα. Την τελευταία δεκαετία οι αμερικανικές κυβερνήσεις είχαν μετριάσει τις επιθετικές αναφορές τους στην Κίνα, τονίζοντας πως η ασιατική χώρα θα μπορούσε να είναι πιθανός εταίρος. Αυτή η αισιοδοξία έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανισθεί.
Οι τιμωρητικοί, σαρωτικοί δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων εξαλείφουν την προσέγγιση «μικρή αυλή, ψηλός φράχτης» των προκατόχων του που έκαναν τις ΗΠΑ να υψώσουν εμπόδια σε τομείς εμπορίου, ιδίως σε ευαίσθητες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, ενώ παράλληλα επιδίωκαν συνεργασία με το Πεκίνο σε άλλους τομείς. H Κίνα του Σι Τζινπίνγκ υπόσχεται επίσης να «πολεμήσει μέχρι τέλους», γεγονός που φανερώνει μια επιτάχυνση στη σταδιακή μέχρι πρότινος αποσύνδεση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Ενώ ο πρώτος εμπορικός πόλεμος του Τραμπ το 2018 απέτυχε να τερματίσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από την κινεζική βιομηχανία, οι νέες αυξήσεις δασμών στο 145% απειλούν να καταστρέψουν μεγάλο μέρος του διμερούς εμπορίου ύψους 582 δισ. δολαρίων το 2024. Ο Λευκός Οίκος εξαίρεσε τα smartphones, τους υπολογιστές και άλλα ηλεκτρονικά είδη, αλλά μελετάει επίσης τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας που προκύπτουν από αυτές τις αλυσίδες εφοδιασμού που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα.
Εν τω μεταξύ, οι δασμοί του Τραμπ σε άλλες χώρες, οι οποίοι πλέον περιορίζονται στο 10% μέχρι τις αρχές Ιουλίου, θέτουν σε κίνδυνο τις κινεζικές εξαγωγές σε τρίτες χώρες, όπως το Βιετνάμ, που αποστέλλουν αγαθά σε καταναλωτές των ΗΠΑ. Το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες στο 13,4% μεταξύ 2017 και 2024, ενώ πλέον αντιπροσωπεύει μόνο το ένα τρίτο των αμερικανικών εισαγωγών από την Ασία σε σύγκριση με το ήμισυ το 2018. Επειτα υπάρχει η ιδιοκτησία της Κίνας σε αμερικανικά ομόλογα ύψους 1,1 τρισ. δολαρίων, ίσως ο πιο δύσκολος οικονομικός δεσμός. Τα δολάρια βοηθούν το Πεκίνο να διαχειριστεί το γουάν. Δεν είναι προφανές τι άλλο θα μπορούσε να αγοράσει η Κίνα εάν πουλούσε τους τίτλους. Και η αγορά περιουσιακών στοιχείων σε γουάν θα οδηγούσε σε μια ανεπιθύμητη ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος σε μια εποχή που το Πεκίνο προσπαθεί να βγάλει την οικονομία από μια σπείρα χρέους – αποπληθωρισμού. Οι κινεζικές εταιρείες δεν είχαν ποτέ τεράστια τοπική παρουσία στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία τους στη χώρα συνεχίζουν να σταθεροποιούνται. Αυτή η τάση θα επιταχυνθεί, ειδικά εάν οι ΗΠΑ καταφέρουν να αναγκάσουν την κινεζική ByteDance να αποσυνδέσει τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία της εφαρμογής viral βίντεο TikTok.
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ αρνήθηκε επίσης να αποκλείσει την πιθανότητα διαγραφής μετοχών. Μέχρι τον Μάρτιο υπήρχαν 286 κινεζικές εταιρείες εισηγμένες στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ, με συνολική κεφαλαιοποίηση 1,1 τρισ. δολαρίων. Οι αμερικανικές εταιρείες διακινδυνεύουν πολύ περισσότερα στην Κίνα, από άποψη εσόδων, αλλά η εξάρτηση μειώνεται. Η αλυσίδα καφέ Starbucks, λ.χ., είχε 7.594 ανοιχτά καταστήματα στη Λαϊκή Δημοκρατία από τον Σεπτέμβριο του 2024, 26% περισσότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια, αλλά τα καθαρά έσοδα από την Κίνα είναι μόλις το 8,3% του παγκόσμιου συνόλου, καταγράφοντας πτώση μίας ποσοστιαίας μονάδας κατά την ίδια περίοδο. Ομοίως, η Apple και η Tesla κερδίζουν περίπου το ένα πέμπτο των καθαρών εσόδων τους από την Κίνα, ελαφρώς χαμηλότερα από ό,τι ήταν πριν από δύο χρόνια. Η σταδιακή επιδείνωση της σινο-αμερικανικής σχέσης θα επιταχυνθεί, καθώς εταιρείες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ακόμη και φοιτητές πανεπιστημίων έκαναν ήδη «το καθήκον τους» επιταχύνοντας την αποσύνδεση. Από αυτή την άποψη, ο δεύτερος εμπορικός πόλεμος του Τραμπ με την Κίνα φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.