ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μπορεί η Ευρώπη να αποφύγει τον εμπορικό πόλεμο;

Αναλυτές απαντούν στην «Κ» αν η Ε.Ε. έχει αντίδοτο στην απειλή των δασμών

Της Αλεξάνδρας Βουδούρη

Μια μαύρη τρύπα βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής εξουσίας στην Ευρώπη. Το 2025 ξεκινά κάπως δυσοίωνα με βαριά κληρονομιά προκλήσεων από το 2024, με τη νέα πολιτική ηγεσία των θεσμικών οργάνων να ξεκινά την πενταετή θητεία της αντιμέτωπη με ένα εκ νέου «εξωγενές σοκ». Το 2019 ήταν η πανδημία της COVID-19, φέτος είναι η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

Η απειλή εξ Αμερικής έρχεται σε μια πολιτική συγκυρία ιδιαιτέρως ανησυχητική για την Ευρώπη, που πάσχει από «κενό εξουσίας», όπως παραδέχθηκε πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι. Η πολιτική αρρυθμία στη Γαλλία και στη Γερμανία αναμένεται να συνεχίσει να προκαλεί τριγμούς το πρώτο εξάμηνο του έτους στο «μπλοκ», που καλείται ωστόσο άμεσα να λάβει και να εφαρμόσει αποφάσεις που αφορούν την επιβίωσή του στην παγκόσμια «ζούγκλα» – για την οποία προειδοποίησε, τον περασμένο Νοέμβριο, ο Γάλλος πρόεδρος.

Οι πρώτες νάρκες

«Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα συμβεί τους πρώτους μήνες του 2025. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο και ασταθές πολιτικό και γεωπολιτικό περιβάλλον», τονίζει στην «Κ» ανώτατος Ευρωπαίος διπλωμάτης, που απαριθμεί συγχρόνως προκλήσεις και ταυτόχρονα προτεραιότητες της νέας χρονιάς: ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, ο διαρκής πολιτικός και γεωπολιτικός μετασχηματισμός των χωρών της Μέσης Ανατολής, ο πιθανός εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, η ανάγκη σταδιακής απεξάρτησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και της άμυνας. Την ίδια στιγμή, και η νέα Κομισιόν, αναφέρει η ίδια πηγή, «θα πρέπει άμεσα να καταλήξει σε συνεκτικά σχέδια για το εμπόριο και την άμυνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία του “μπλοκ” από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που έχει θέσει προτεραιότητα την επανεξισορρόπηση των εμπορικών ελλειμμάτων με την Ε.Ε. μέσω δασμών, αλλά και επαναπροσδιορισμό της δέσμευσης της Ουάσιγκτον έναντι της ευρωπαϊκής ασφάλειας».

Διόλου τυχαία, η πολωνική προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε –που αναλαμβάνει τα ευρωπαϊκά ηνία το τρέχον εξάμηνο– «θέτει ως προτεραιότητα την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα», σημειώνει o Γκούντραμ Βολφ, καθηγητής Oικονομικών στο Université Libre των Βρυξελλών, ειδικός στην ευρωπαϊκή δημόσια πολιτική και ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Bruegel. Για τον ίδιο, πάντως, «η συζήτηση γύρω από την ευρωπαϊκή άμυνα προχωράει πλέον με γοργούς ρυθμούς, ενώ η πρόεδρος της Κομισιόν δημιούργησε θέση επιτρόπου Aμυνας, με ισχυρή εντολή να διασφαλίσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την ετοιμότητα της Ευρώπης, ώστε να αντιμετωπίσει τη Ρωσία». Ωστόσο, «εκτός από τον αμιγώς στρατιωτικό σχεδιασμό και την προετοιμασία, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής βάσης είναι ζωτικής σημασίας», επισημαίνει, καθώς το βασικό ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν σχετικά άμεσα οι Ευρωπαίοι θα είναι η εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων, που κατά τον Βολφ, «θα πρέπει να συνδυαστούν με βαθύτερη ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς».

Εκείνο που θεωρείται κρίσιμο, λόγω και της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στην Ευρώπη, είναι όχι μόνον η παραγωγή περισσότερων όπλων γρήγορα, αλλά και με πιο οικονομικό τρόπο. Ενδεχομένως, να υπάρχει μια «ευκαιρία», σημειώνει ο Βολφ, «να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί από στρατιωτικής άποψης και από άποψης κόστους».

Ο προϋπολογισμός 2028-2034

Ο Ερίκ Μορίς, αναλυτής Eυρωπαϊκής Πολιτικής και Θεσμών του European Policy Center στις Βρυξέλλες, συμφωνεί ως προς αυτό, υπενθυμίζοντας ότι το πρώτο εξάμηνο του 2025 «θα αρχίσουν οι συζητήσεις για τον επόμενο πολυετή προϋπολογισμό, για την περίοδο 2028-2034, με βασικό ερώτημα πώς θα χρηματοδοτηθούν οι κύριες προτεραιότητες της Ε.Ε. – άμυνα, κλιματική και ενεργειακή μετάβαση, καινοτομία στις ψηφιακές τεχνολογίες». Για τον ίδιο, λόγω της τρέχουσας γεωπολιτικής αστάθειας «το ζήτημα του κοινού δανεισμού θα επανέλθει επιτακτικά και η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα βρίσκεται υπό πίεση να αποδεχθεί κάποιου είδους κοινή χρηματοδότηση για την άμυνα».

Θεωρητικά, τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να κάνουν αρκετά και υπάρχουν πολλές ιδέες ήδη, αναφέρει η Τζεζίν Βέμπερ, μέλος της ομάδας γεωστρατηγικής του German Marshall Fund σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, «όπως αμυντικά ομόλογα ή εξαίρεση των εθνικών αμυντικών δαπανών από τα όρια χρέους για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.». Για τη Βέμπερ, ωστόσο, η ατζέντα διαμορφώνεται ήδη κυρίως από την Κομισιόν, που υπολογίζει ήδη ότι απαιτούνται 500 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία. Αλλωστε, υπενθυμίζει ότι κατά το πρόσφατο παρελθόν «ιδέες της Κομισιόν –όπως η χρήση του ευρωπαϊκού μηχανισμού για την ειρήνη (EPF) ως εργαλείου για τη χρηματοδότηση στρατιωτικής στήριξης για την Ουκρανία– απέδειξαν ότι το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. μπορεί να είναι ένας γεωπολιτικός και παράγοντας ασφάλειας». Ολα θα εξαρτηθούν πάντως «από την πολιτική βούληση των κρατών-μελών», τονίζει η Βέμπερ, και ενώ το ζήτημα θα απασχολήσει το πρώτο και άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που θα διεξαχθεί αρχές Φεβρουαρίου.

Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ με τον εθνικιστή Ούγγρο ομόλογό του Βίκτορ Oρμπαν, στο περιθώριο συνόδου, τον περασμένο Μάρτιο. Λόγω των πιέσεων που θα ασκήσουν τα λαϊκιστικά, εθνικιστικά κόμματα σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη, το μεταναστευτικό αναμένεται να αποτελέσει προτεραιότητα της Κομισιόν και το 2025. [A.P./Virginia Mayo]

Ουκρανικός γρίφος

Βασικό ερώτημα, ωστόσο, και ο πιο άμεσος γεωπολιτικός κίνδυνος για την Ευρώπη στην αυγή του νέου έτους θα είναι εάν ο Τραμπ «επιβάλει ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, εκθέτοντάς την, όπως και την Ευρώπη, σε μακροπρόθεσμη ρωσική απειλή», τονίζει ο Ερίκ Μορίς. «Ποιες εγγυήσεις ασφαλείας θα μπορέσουν να παράσχουν οι Ευρωπαίοι στο Κίεβο και πώς θα μπορέσουν να εντείνουν τις αμυντικές τους ικανότητες, ώστε να να προετοιμαστούν για μια μακροπρόθεσμη αποτροπή της Ρωσίας;» αναρωτιέται. Κατά το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του έτους, βέβαια, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υπήρξαν μάλλον ασαφείς ως προς τις προθέσεις τους σχετικά με το εάν και κατά πόσον μπορούν να προσφέρουν «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ουκρανία, ενώ ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τους προειδοποίησε ότι απαιτούνται «εγγυήσεις» και από τις ΗΠΑ για να διασφαλιστεί η ειρήνη. «Το 2025 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ευρώπη, καθώς ο κόσμος θα αναμένει να δει πώς θα στηρίξει την Ουκρανία», επισήμανε –μετά το τέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου– η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει πια τις «προνομιακές» σχέσεις που απολάμβανε επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν.

Δεν είναι όμως μόνον η Ουκρανία που αποτελεί άμεσο γεωπολιτικό κίνδυνο, αλλά και ο «ενδεχόμενος πλήρης μετασχηματισμός της περιφερειακής τάξης στη Μέση Ανατολή, που θα έχει επίσης σοβαρό αντίκτυπο στην Ε.Ε.», σχολιάζει η Τζεζίν Βέμπερ, η οποία υπογραμμίζει παράλληλα και την «ανεπίλυτη πρόκληση της μετανάστευσης», που λόγω και της τρέχουσας ασαφούς κατάστασης στην περιοχή θα αναδειχθεί σε προτεραιότητα για την πρόεδρο της Κομισιόν. Στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Φον ντερ Λάιεν δεσμεύθηκε, πάντως, ότι έως τον Μάρτιο θα έχει τουλάχιστον «απάντηση» σε ό,τι αφορά την πολιτική των επιστροφών, θα έχει προσδιορίσει μια ευρωπαϊκή προσέγγιση του ορισμού των «ασφαλών τρίτων χωρών», ενώ θα «τρέξει» ήδη από αρχές του χρόνου συμφωνίες –κατά το πρότυπο της Τυνησίας και της Αιγύπτου– με Ιορδανία και Μαρόκο για την αποτροπή νέων μεταναστευτικών ροών. Η προτεραιοποίηση του μεταναστευτικού εξηγείται και λόγω του ό,τι και το 2025 «τα λαϊκιστικά, εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη θα ασκούν πιέσεις», σχολιάζει ο Ερίκ Μορίς. Η ίδια πίεση, άλλωστε, θα δυσχεραίνει παράλληλα «τη λήψη αποφάσεων για όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την Ουκρανία, το κλίμα, τη μετανάστευση, αλλά και τον πολυετή προϋπολογισμό», ενώ την ίδια ώρα, λόγω των πρόωρων εκλογών στη Γερμανία και της συνεχιζόμενης πολιτικής κρίσης στη Γαλλία, τα κράτη-μέλη δύσκολα θα καταλήγουν σε «κοινές λύσεις για την αντιμετώπιση κινδύνων και απειλών», υπογραμμίζει.

Νέος ρόλος στην Κομισιόν

Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, πάντως, δεν συμμερίζονται τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με την πολιτική και οικονομική αρρυθμία του γαλλογερμανικού άξονα. «Η κρίση της γαλλογερμανικής ατμομηχανής έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια», αναφέρει στην «Κ» ανώτατος Ευρωπαίος διπλωμάτης, που βλέπει παράλληλα κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των νέων πολλαπλών κρίσεων από την Κομισιόν. Υπενθυμίζει εξάλλου ότι αρκετές πολιτικές κατευθύνσεις –ειδικά σε ό,τι αφορά έναν πιθανό εμπορικό πόλεμο με τον Τραμπ– θα πρέπει να καθοδηγηθούν από το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε.

Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνεί η Τζεζίν Βέμπερ, που άλλωστε εκτιμά πως «εάν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς (σ.σ. στα ευρωπαϊκά προϊόντα), η Κομισιόν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο – αλλά αυτό θα έβλαπτε τις ευρωπαϊκές οικονομίες και τους καταναλωτές». Για την ίδια, εναλλακτικά –όπως άλλωστε έχει ήδη ανακοινώσει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν–, η Ε.Ε. θα μπορούσε «να αγοράσει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες». «Η επιδίωξη οικονομικού κατευνασμού του Τραμπ μπορεί να είναι ο δρόμος που θα επιλέξει τελικά η Ε.Ε., ιδίως επειδή θα ικανοποιήσει τις προθέσεις διαφόρων κρατών-μελών και δεν θα διακινδυνεύσει μια ανοιχτή διατλαντική σύγκρουση, την οποία φοβούνται», τονίζει. Για τον Γκούντραμ Βολφ, «η Ε.Ε. χρειάζεται σαφή στρατηγική, που θα βασιστεί σε διαπραγματεύσεις, όπου η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει ως αντάλλαγμα την αγορά περισσότερων αμερικανικών προϊόντων, αλλά έχοντας προηγουμένως ετοιμάσει αντίποινα σε περίπτωση που ο Τραμπ τελικά επιβάλει δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούμε περισσότερο μια μακροοικονομική στρατηγική, προκειμένου να ανταποκριθούμε στο επερχόμενο ασυνάρτητο μείγμα πολιτικής του νέου προέδρου των ΗΠΑ».

Παράλληλα, ο χρόνος για την Ε.Ε. φαίνεται να εξαντλείται σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ισχνής παραγωγικότητας και ανάπτυξης, του τεχνολογικού χάσματος με τις ΗΠΑ και την Κίνα –που υπογράμμισε και η περίφημη έκθεση Ντράγκι– αλλά και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Η Φον ντερ Λάιεν έχει ήδη δεσμευθεί, πάντως, να καταθέσει –εντός των πρώτων 100 ημερών της νέας Κομισιόν– την απάντησή της έναντι των προτάσεων του Ιταλού τεχνοκράτη, στο πλαίσιο μιας «πυξίδας ανταγωνιστικότητας», ώστε να ενισχύσει την καινοτομία, να στηρίξει τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια και να αντιμετωπίσει παράλληλα το συνεχιζόμενο ενεργειακό κόστος, που φαίνεται ότι προκαλεί τεράστια ζητήματα στη βιομηχανία της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας. Η ισχνή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με τον γαλλικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό θα συνεχίσει να απασχολεί τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής το νέο έτος, σημειώνει η Τζεζίν Βέμπερ. Ενα όμως είναι σαφές, λέει, ότι «θα χρειαστεί περισσότερη χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφαλείας, της οικονομικής κατάστασης και για την προώθηση της πράσινης μετάβασης».

Με τη διαπίστωση συμφωνεί και ο Γκούντραμ Βολφ, που θεωρεί άλλωστε ότι και για το 2025 βασική πρόκληση για την Ευρώπη θα είναι η κλιματική αλλαγή και ο χρόνος εφαρμογής αποφάσεων σε σχέση με τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. «Οσο καθυστερούμε, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνει, εκτιμά ωστόσο ότι «το πολιτικό σύστημα φαίνεται προσώρας να πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση