Τους λόγους για τους οποίους μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες επιδιώκουν επενδυτικό «άνοιγμα» στις ΗΠΑ, αναλύουν οι New York Times, με αφορμή την απόρριψη από τον Τζο Μπάιντεν της εξαγοράς της αμερικανικής χαλυβουργικής US Steel από την ανταγωνίστριά της, Nippon Steel, λόγω φόβων για την εθνική ασφάλεια.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας, κορυφαίοι Ιάπωνες αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι η ματαίωση της συγχώνευσης θα έθετε ίσως εμπόδια στους οικονομικούς δεσμούς των δύο χωρών.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, το μεγαλύτερο επιχειρηματικό λόμπι της Ιαπωνίας, Keidanren, είχε δηλώσει ότι η επενδυτική κοινότητα των ΗΠΑ «θα αμαυρωθεί» εάν απορριφθεί η προσφορά των 15 δισ. δολαρίων που κατέθεσε η Nippon Steel.
Κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ είχαν ταχθεί κατά της εξαγοράς της εμβληματικής βιομηχανίας χάλυβα της Πενσιλβάνια.
Οι δύο εταιρείες επέκριναν την απόφαση του Αμερικανού προέδρου, κάνοντας λόγο για μια αναθεώρηση «βαθιά διεφθαρμένη από την πολιτική», ενώ χαρακτήρισαν «σοκαριστική» την απόρριψη της εξαγοράς.
Φωτ. Associated Press
Την Παρασκευή, η US Steel και η Nippon Steel δήλωσαν ότι θα εξετάσουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν νομικές κινήσεις.
«Μονόδρομος» το άνοιγμα στις ΗΠΑ;
Όπως εξηγούν οι NYT, η απόφαση του Τζο Μπάιντεν εντείνει τις ανησυχίες της Ιαπωνίας για τους κινδύνους στην αμερικανική πολιτική, ωστόσο, εκτιμάται πως δεν θα εμποδίσει άλλες εταιρείες να επιδιώξουν επενδυτικές συμφωνίες στις ΗΠΑ.
Για πολλές επιχειρήσεις στην Ιαπωνία, το «άνοιγμα» προς τις ΗΠΑ αποτελεί μονόδρομο, καθώς τα τελευταία χρόνια η δυνατότητα επενδύσεων στην Κίνα κατέστη ακόμα δυσκολότερη.
Εδώ και δεκαετίες, οι ιαπωνικές εταιρείες αναζητούν ευκαιρίες ανάπτυξης στο εξωτερικό, καθώς ο πληθυσμός της χώρας γερνάει και μειώνεται, ενώ οι διακυμάνσεις του ιαπωνικού γιεν έχουν θέσει σε κίνδυνο τις εξαγωγικές δραστηριότητες.
Μεγάλο μέρος αυτής της προσπάθειας είχε στο επίκεντρο τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες διεκδικούν επί μακρόν να αποτελέσουν τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο για το Τόκιο.
Ομως, η δραστηριοποίηση των ιαπωνικών εταιρειών στην Κίνα, «προσκρούει» συχνά στην επιλογή του Πεκίνου να ενισχύει τις επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από το κράτος, εις βάρος των ανταγωνιστών τους. Το μερίδιο της Κίνας στις άμεσες ιαπωνικές ξένες επενδύσεις μειώθηκε με σταθερό ρυθμό τα τελευταία 5 χρόνια.
Δασμοί και κίνητρα
Το ίδιο διάστημα, οι ιαπωνικές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν. Από το 2019, η Ιαπωνία είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις στην Αμερική, μία πρωτιά που διατηρεί κάθε χρόνο.
Ενώ ο όγκος των υπό ιαπωνική ηγεσία συμφωνιών στις ΗΠΑ μειώθηκε ελαφρώς πέρυσι, ειδικοί σε θέματα εμπορίου αναμένουν πως οι επενδύσεις θα αυξηθούν και πάλι, όταν αναλάβει καθήκοντα ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό εξηγείται από τον κίνδυνο αύξησης των δασμών, ο οποίος δίνει σε ιαπωνικές και άλλες ξένες εταιρείες μεγαλύτερο κίνητρο να επενδύσουν και να παράγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες έναντι άλλων χωρών, ιδίως της Κίνας.
Φωτ. Associated Press
Σε αυτό το πλαίσιο, ιαπωνικές εταιρείες ενέργειας έχουν θέσει στο «μικροσκόπιο» σειρά πιθανών επενδύσεων, μεταξύ άλλων σε φυσικό αέριο. Παράλληλα, τον περασμένο μήνα, ο διευθύνων σύμβουλος της ιαπωνικής εταιρείας τεχνολογίας SoftBank, Μασαγιόσι Σον, δεσμεύτηκε να επενδύσει 100 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
«Οι ηγέτες των επιχειρήσεων δεν θα ασχοληθούν με μια μοναδική περίπτωση όπως η Nippon Steel και δεν θα λάβουν αποφάσεις για ακύρωση επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες», επισήμανε ο Μασαχίκο Χοσοκάβα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Meisei και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος στο υπουργείο Εμπορίου της Ιαπωνίας.
Τον Δεκέμβριο του 2023, όταν η Nippon Steel ανακοίνωσε τα σχέδιά της για την εξαγορά της US Steel, τα στελέχη της πίστευαν ότι η συμφωνία θα προχωρούσε γρήγορα. Οσο η αμερικανική Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων εξέταζε τη συμφωνία, η ιαπωνική βιομηχανία έστρεψε πλήρως το επενδυτικό της ενδιαφέρον προς τις ΗΠΑ, αποχωρώντας από μια μακροχρόνια κοινοπραξία στην Κίνα που θα μπορούσε να προκαλέσει υποψίες στις ρυθμιστικές Αρχές.
Στο πλαίσιο της προσφοράς της, η Nippon Steel υποσχέθηκε να επενδύσει δισεκατομμύρια στα εργοστάσια της αμερικανικής εταιρείας. Ο Τακαχίρο Μόρι, το στέλεχος της Nippon Steel που ήταν υπεύθυνος για τη συμφωνία, μετέβη επανειλημμένα στις ΗΠΑ για συναντήσεις με περισσότερους από 1.000 υπαλλήλους, τοπικούς αξιωματούχους και άλλους που είχαν συμφέρον από την ολοκλήρωση της εξαγοράς.
Η στάση της Κίνας
Από την πλευρά του, το Πεκίνο επιδιώκει να ενισχύσει τις σχέσεις του με την Ιαπωνία. Τον περασμένο Νοέμβριο, ξεκίνησε εκ νέου να επιτρέπει στους Ιάπωνες υπηκόους να πραγματοποιούν βραχυπρόθεσμες επισκέψεις χωρίς βίζα.
Νωρίτερα τον Σεπτέμβριο, η Κίνα δήλωσε ότι θα επαναφέρει σταδιακά τις εισαγωγές θαλασσινών από την Ιαπωνία, μετά την απαγόρευσή τους, ως «απάντηση» στην απελευθέρωση επεξεργασμένου ραδιενεργού νερού στον ωκεανό από το Τόκιο.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν πως οι κινήσεις αυτές γίνονται εν αναμονή ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο οποίος αναμένεται να επιδεινωθεί όταν αναλάβει τα καθήκοντά του ο Τραμπ.
Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Τσου, στέλεχος του Ινστιτούτου Hudson στην Ουάσιγκτον, «οι ΗΠΑ έχουν μια μακρά ιστορία ως περιβάλλον σταθερότητας και η Κίνα δεν είναι ελκυστικό μέρος για αύξηση των επενδύσεων αυτή τη στιγμή».
«Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ιαπωνία δεν θα νιώσει την ανάγκη να αντισταθμίσει τα “ανοίγματά” της», πρόσθεσε. Τον Ιούλιο, όσο προέκυπταν ενδείξεις ότι η πρόταση της Nippon Steel ίσως απορριφθεί, μία από τις εταιρείες διανομείς της, η Marubeni-Itochu Steel, δήλωσε ότι θα αγοράσει μερίδιο σε ισπανική εταιρεία χάλυβα.
Ατομο με γνώση της αγοράς δήλωσε ότι η Nippon Steel επιθυμούσε διακαώς η Marubeni-Itochu Steel να επεκτείνει την παρουσία της στην Ευρώπη, μια ολοένα και πιο σημαντική αγορά, δεδομένου ότι οι ελπίδες για μεγαλύτερο έρεισμα στις ΗΠΑ εξασθενούσαν.
Πηγή: New York Times