Kathimerini.gr
JASON HOVET, KRISZTINA THAN / REUTERS
Στην Τσεχία το χυτήριο Μπένες Αλάτ κλήθηκε να πληρώσει διπλάσιο λογαριασμό ρεύματος και ενέργειας το παρελθόν έτος, ενώ ο οικονομικός διευθυντής του έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου να συνάψει εκ νέου συμβόλαια με τους πελάτες, ώστε να μπορέσει να τους μετακυλίσει μέρος του οικονομικού άχθους. Η πρόκληση αυτής της οικογενειακής επιχείρησης αποτυπώνεται με τον ίδιο τρόπο και σε χιλιάδες άλλες στην Κεντρική Ευρώπη, τόσο μικρές όσο και μεγάλες, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με την εκτίναξη του κόστους για τα πάντα – από τα εξαρτήματα, τα υλικά και τα μεταφορικά έως την ενέργεια και τα αιτήματα για υψηλότερους μισθούς. «Είμαστε μία ενεργοβόρος εταιρεία, οπότε ο αντίκτυπος είναι μεγάλος», επισημαίνει ο Γιαν Λατ, οικονομικός διευθυντής της Μπένες Αλάτ. «Είμαστε σε διαπραγμάτευση με τους πελάτες μας, ώστε να εντάξουμε και πάλι τον δείκτη τιμών ενέργειας στα συμβόλαιά μας και να ακολουθούμε τις τιμές στην αγορά. Προφανώς και η πρώτη αντίδραση κάθε αγοραστή είναι “αυτό αφορά εσάς ως πρόβλημα”». Εκεί όπου οι επιχειρήσεις κατορθώνουν αποτελεσματικά να μοιραστούν το βάρος, αυτό στη συνέχεια αποτυπώνεται στον πληθωρισμό και ενισχύει τις πιέσεις στις τιμές, οι οποίες στην Κεντρική Ευρώπη εμφανίζουν τη δυναμικότερη άνοδο από οπουδήποτε αλλού στη Γηραιά Ηπειρο.
Ο λόγος είναι πως η ανάκαμψη στην Κεντρική Ευρώπη βασίζεται στην κατανάλωση και στο ότι είναι ανελαστικές οι αγορές εργασίας. Ο βαθμός στον οποίο οι εταιρείες δύνανται να ανεβάσουν τις τιμές στις αρχές του τρέχοντος έτους, μπορεί να καθορίσει και το σημείο αποκορύφωσης του πληθωρισμού και πόσο περισσότερο οι κεντρικές τράπεζες χρειάζεται να σκληρύνουν τη νομισματική τους πολιτική, όπως εκτιμούν οι αναλυτές.
Υπάρχει ένας διογκούμενος κίνδυνος, ο πληθωρισμός να αποδειχθεί πιο ρωμαλέος από όσο αναμένεται. «Οι επιχειρήσεις καταβάλλουν προσπάθεια να μετατοπίσουν το υψηλότερο κόστος τουλάχιστον μερικώς στο καταναλωτικό κοινό και αυτό θα τροφοδοτήσει στη συνέχεια τον πληθωρισμό», υπογραμμίζει ο Μικάλ Μπρόζκα, οικονομολόγος της τράπεζας Komercni Banka στην Πράγα. Το 2021 ολοκληρώθηκε για τις κεντροευρωπαϊκές επιχειρήσεις με χαρούμενη νότα, μια και οι δείκτες επιχειρηματικού κλίματος βελτιώνονταν και η ζήτηση από πλευράς καταναλωτών παρέμενε στέρεη. Η περιφέρεια αντιμετωπίζει παρόμοιες πληθωριστικές πιέσεις με άλλες, ενώ, ταυτόχρονα, έχει και δυναμική αύξηση μισθών, όταν οι δείκτες ανεργίας θεωρούνται από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας ανέφερε ότι ο πληθωρισμός θα αποβεί υψηλότερος του προβλεπομένου, θα φθάσει σε επίπεδα άνω του 9% πιθανώς στις αρχές του 2022, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο να ξεπεράσει και το 10%. Οι αξιωματούχοι της έχουν ήδη αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια, αντιθέτως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία θέλει να παραβλέψει την εκτίναξη τιμών.
Σύμφωνα με έρευνα του ουγγρικού ινστιτούτου GKI, τον Δεκέμβριο οι μικρομεσαίες εταιρείες της χώρας ανέμεναν κατά μέσο όρο αύξηση 15% στα κόστη το 2022, με 20% αύξηση του ελάχιστου μισθού προ των εκλογών στις 3 Απριλίου. Στην Τσεχία έρευνα της συνομοσπονδίας βιομηχάνων της χώρας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία στις πέντε επιχειρήσεις προέβλεπε πως θα αυξήσει τις τιμές κατά τουλάχιστον 10% και το 38% θα τις αυξήσει από 5% έως 10%. Τέλος, οι οικονομολόγοι της Capital Economics αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός είτε θα παραμείνει υψηλός είτε θα αποκλιμακωθεί πλησίον των στόχων πιο αργά από το εκτιμώμενο στις περιπτώσεις της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας – αναλυτές του Reuters αναμένουν πληθωρισμό στην Ουγγαρία στο 5,5% φέτος κατά μέσο όρο, όταν έχει διαμορφωθεί ήδη στο 7,4% σήμερα.