ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αυξάνονται οι ανελαστικές δαπάνες

Μιχάλης Περσιάνης: Η πορεία τους εξακολουθεί να είναι αιτία προβληματισμού, καθώς κινείται γύρω στο 60% των συνολικών

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Θετική είναι η γενικότερη εικόνα των δημοσίων οικονομικών στην Κύπρο, αλλά υπάρχουν αστερίσκοι που χρήζουν προσοχής, αφού συνεχίζεται η αύξηση των ανελαστικών δαπανών, περιλαμβανομένου και του μισθολογίου της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με σημείωμα που απέστειλε στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου, κ. Μιχάλης Περσιάνης, η ανησυχία σε σχέση με το μείγμα δαπανών παραμένει υψηλή, με δεδομένες τις νέες αυξήσεις που καταγράφονται στις ανελαστικές δαπάνες, οι οποίες παραμένουν υψηλές και με αυξητική τάση.

Η αύξηση των ανισορροπιών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όσο το δυνατόν νωρίτερα προς αποφυγή πολιτικά και κοινωνικά επώδυνων αποφάσεων σε μεταγενέστερα χρόνια

Στο σημείωμα που απέστειλε στην Επιτροπή την περασμένη Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της συζήτησης του Προϋπολογισμού του 2025, διαβλέπει πως το υπουργείο Οικονομικών έχει καταβάλει προσπάθεια περιορισμού του ρυθμού αύξησης των ανελαστικών δαπανών, σε σχέση με τον περσινό Προϋπολογισμό, τουλάχιστον ως ποσοστό των συνολικών δαπανών της Δημοκρατίας. Η πορεία, ωστόσο, των ανελαστικών δαπανών κατά τον πρόεδρο του Συμβουλίου εξακολουθεί να είναι αιτία προβληματισμού, καθώς κινείται γύρω στο 60% των συνολικών δαπανών, με αύξησή τους στο 70% μέχρι το 2027, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο δημοσιονομικός «χώρος» για την άσκηση διακριτικής πολιτικής από πλευράς της εκτελεστικής εξουσίας. Εξ αυτών, οι δαπάνες προσωπικού παραμένουν η κύρια κατηγορία δαπανών, η οποία φτάνει στο 31,7% των συνολικών δαπανών του κράτους μέχρι το 2027.

Ο κ. Περσιάνης υπογραμμίζει στο σημείωμα πως, οι αυξήσεις των δαπανών προσωπικού δεν είναι από μόνες τους απαγορευτικές. Εξηγεί, όμως, ότι ο ρυθμός αύξησης, από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται και δεν καθοδηγείται από αυξήσεις στον όγκο, την ταχύτητα ή την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στην οικονομία και στην κοινωνία, αποτελούν όπως εμφατικά λέει, «νεκρό βάρος» για τα δημόσια οικονομικά. «Η ένσταση ως προς τις συνεχείς αυξήσεις του συγκεκριμένου κόστους, αλλά και του κόστους των λειτουργικών δαπανών, έγκειται στο ότι η αυξημένη δαπάνη, πρώτο, δεν αντικατοπτρίζει κάποια βελτίωση των υπηρεσιών για τις οποίες πληρώνει η κοινωνία, και δεύτερο ότι στερεί από την εκτελεστική εξουσία τη δημοσιονομική ευχέρεια για την άσκηση διακριτικής πολιτικής χωρίς να προκαλέσει δημοσιονομικές πιέσεις», σχολιάζει.

Τονίζεται στο σημείωμα που απέστειλε στην Επιτροπή, η υψηλή πιθανότητα για νέες δαπάνες που σχετίζονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, οι οποίες δεν έχουν ακόμα προϋπολογιστεί, και για τις οποίες θα απαιτηθεί δημοσιονομικός «χώρος» τα επόμενα χρόνια. «Έτσι, η αύξηση των δαπανών που δεν έχουν αντίκρισμα ως προς τα οφέλη που αποκομίζει η κοινωνία, και ιδίως ο ρυθμός των αυξήσεων, ενισχύει το δυνητικό ρίσκο για τα δημόσια οικονομικά. Σημειώνουμε πως οι συνολικές λειτουργικές δαπάνες, ως ποσοστό των συνολικών δαπανών, καταγράφουν προσωρινή αύξηση κατά το 2025, με επιστροφή τους στα επίπεδα του 2024 στον χρονικό ορίζοντα του ΜΔΠ (2027). Η συγκεκριμένη εικόνα, όπου το σχήμα του γραφήματος διαγράφει ένα ανάποδο «U», είναι θετική. Επιπλέον, σε απόλυτα ποσά οι ρυθμοί αύξησης των εν λόγω δαπανών παραμένουν περιορισμένοι για την περίοδο 2025-2027», σημειώνει.

Πάνω τα κρατικά έσοδα

Μεταξύ των πυλώνων που αναλύει ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, είναι και τα κρατικά έσοδα. Τα κρατικά έσοδα κατά το Συμβούλιο συνεχίζουν να καταγράφουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης. Φυσιολογικά, η αύξηση των κρατικών εσόδων καθοδηγείται από τον συνδυασμό υψηλών τιμών και του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ. Ωστόσο, εξηγεί ότι ο ρυθμός με τον οποίο ενισχύονται τα φορολογικά έσοδα της Δημοκρατίας παραμένει υψηλότερος του αναμενόμενου, ακόμα και όταν ληφθεί υπόψη ο συνδυασμός ανάπτυξης και πληθωρισμού.

Με βάση τις ενδείξεις, η εκτίμηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου συνάδει και με τις αναλύσεις άλλων φορέων, πως τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα, με τις εισπράξεις του 2024 να αποτελούν το νέο «φυσιολογικό» επίπεδο εσόδων. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι πως οι ρυθμοί αυξήσεων στα κρατικά έσοδα αναμένεται πως θα αρχίσουν να εξαντλούνται κατά την περίοδο 2025-2026 και πως δεν αναμένεται ότι η αυξητική τάση θα συνεχιστεί σε βάθος χρόνου. Κατά το Συμβούλιο, η συγκεκριμένη διαπίστωση πρέπει να αποτελέσει σημαντική παράμετρο στον σχεδιασμό των δαπανών για τον χρονικό ορίζοντα, τόσο του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (μέχρι το 2027) όσο και του προγραμματισμού στο πλαίσιο των νέων Κανόνων Οικονομικής Διακυβέρνησης (μέχρι το 2028).

Σημειώνει επίσης στο σημείωμα πως, το κράτος συνεχίζει τη διαχρονική τάση για μεγέθυνσή του ως ποσοστού του ΑΕΠ, γεγονός που προκαλεί αλυσιδωτά σημεία τρωτότητας για την οικονομία, περιλαμβανομένου και του ενδεχόμενου αραίωσης επενδύσεων, και με μειωμένη ευχέρεια άσκησης πολιτικής κάτω από σενάρια μελλοντικών δυσκολιών. «Ήδη, ένα κράτος του 50% δεν φαντάζει ως απόμακρο ενδεχόμενο, καθώς οι αυξητικές τάσεις συνεχίζονται», σημειώνει.

Διαρθρωτικές αδυναμίες

Σύμφωνα με τον κ. Περσιάνη, η γενικότερη εικόνα των δημοσίων οικονομικών καθοδηγείται από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, τη χαμηλή ανεργία και την ομαλοποίηση του πληθωρισμού, παρά τις νησίδες συνεχιζόμενων αυξήσεων στις τιμές, κυρίως στις υπηρεσίες. Το δημόσιο χρέος διατηρείται σε πτωτική πορεία, με το ενοποιημένο πλεόνασμα να επιτυγχάνεται σε υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου, μέχρι το 2027. «Παρά τα αυξημένα ρίσκα που προκύπτουν, κυρίως εξωγενώς, η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί είναι εντός ακτίνας», εξηγεί.

Ωστόσο, κατά τον κ. Περσιάνη υφίσταται σημαντικό ρίσκο υλοποίησης, κυρίως λόγω του εμπροσθοβαρούς σχεδιασμού, ο οποίος συνεπάγεται πως η επίτευξη των στόχων απαιτεί μείωση δαπανών στα τελευταία έτη του ΜΔΠ. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ολοκληρώνονται το 2028, ενώ το ΜΔΠ ολοκληρώνεται το 2027, συνεπάγεται πως η τήρηση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας χωρίς αναθεωρήσεις, θα απαιτήσει ακόμα ένα έτος συγκράτησης δαπανών, και δη των καθαρών πρωτογενών δαπανών.

Με δεδομένους τους αυξημένους κινδύνους που διαμορφώνονται σε σχέση με την ανάπτυξη, κυρίως λόγω εξωγενών παραγόντων, ο εμπροσθοβαρής χαρακτήρας του προγραμματισμού δαπανών αποτελεί σημαντικό παράγοντα ευαισθησίας των δημοσίων οικονομικών σε δυσμενείς εξελίξεις. Παρά τη μείωση του χρέους, μια υπέρβαση δαπανών πολύ πιθανόν να οδηγήσει στη λήψη μέτρων από πλευράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Η αύξηση των ανισορροπιών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όσο το δυνατόν νωρίτερα προς αποφυγή πολιτικά και κοινωνικά επώδυνων αποφάσεων σε μεταγενέστερα χρόνια όταν τα διαρθρωτικά ζητήματα που δημιουργούνται, θα αρχίσουν να ωριμάζουν», καταλήγει.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X