Money Review
Η ενεργειακή κρίση, που σαφώς είχε αρχίσει πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και σε μεγάλο βαθμό ήταν αποτέλεσμα μεθοδεύσεων της Μόσχας, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι έχει αποφέρει ιλιγγιώδη έσοδα στα ταμεία της Ρωσίας. Δεν είναι, όμως, μόνο η Ρωσία που είδε τα έσοδά της να εκτοξεύονται στα ύψη ακολουθώντας τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.
Εξίσου ωφελημένες είναι γενικότερα όσες χώρες εξάγουν ενέργεια, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τον ευρωπαϊκό Βορρά, που κυριολεκτικά πλούτισαν καθώς οι τιμές της ενέργειας έφτασαν στα ύψη και υπερέβησαν κατά πολύ το κόστος της εξόρυξης και της παραγωγής ενεργειακών πόρων. Και όπως επισημαίνουν αναλυτές του κλάδου της ενέργειας, το αποτέλεσμα είναι μια εκτεταμένη μεταφορά κεφαλαίων από τις χώρες που εισάγουν και καταναλώνουν ενέργεια στις χώρες που την παράγουν.
Η Σαουδική Αραβία, για παράδειγμα, πριν από τον πόλεμο εισέπραττε κάθε μήνα περίπου 20 δισ. δολ. από τις εξαγωγές πετρελαίου. Από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και μετά, η αξία των ίδιων μηνιαίων εξαγωγών έχει διπλασιαστεί, φτάνοντας στα 40 δισ. δολ. Είναι ενδεικτικό το δημοσιονομικό της πλεόνασμα που το δεύτερο τρίμηνο έφτασε στα 21 δισ. δολ., καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 50% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Οπως ανέφερε προ ημερών το υπουργείο Οικονομικών του βασιλείου, τα έσοδα από το πετρέλαιο σημείωσαν το δεύτερο τρίμηνο αύξηση 89% σε σύγκριση με το β΄ τρίμηνο του περασμένου έτους. Σημειωτέον ότι από το 2014 και την πτώση των τιμών του πετρελαίου, το βασίλειο των Σαούδ εμφάνιζε κάθε χρόνο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σε ό,τι αφορά την αύξηση των εσόδων, κάτι ανάλογο συνέβη και στην περίπτωση της Νορβηγίας που από την αρχή του πολέμου έως σήμερα έχει δει σχεδόν να τριπλασιάζονται τα έσοδά της από τις εξαγωγές πετρελαίου και πετρελαιοειδών. Το πρώτο τρίμηνο του έτους ο νορβηγικός ενεργειακός κολοσσός Equinor, που ελέγχεται κυρίως από το κράτος, ανέφερε τετραπλάσια έσοδα από εκείνα του πρώτου τριμήνου του 2021. Έτσι τον Μάιο η κυβέρνηση αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τα πετρελαϊκά έσοδα για το σύνολο του έτους στα 97 δισ. δολ., ποσό υπερτριπλάσιο εκείνου που συγκέντρωσε το 2021.
Στον αντίποδα, βέβαια, βρίσκονται οι χώρες που εισάγουν ενέργεια, όπως οι ενεργειακά φτωχές ευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία. Το κόστος των εισαγωγών ενέργειας αθροιστικά για την Ε.Ε. και την Ιαπωνία μαζί είναι πλέον κατά 100 δισ. δολ./μήνα υψηλότερο σε σύγκριση με τα προ πολέμου επίπεδα. Σε ετήσια βάση η αύξηση αυτή ισοδυναμεί με ένα τρισ. δολάρια περισσότερα που καταβάλλουν πλέον όσες χώρες εισάγουν υδρογονάνθρακες στις χώρες που τους παράγουν.
Σε δεινή θέση βρίσκεται και η Ινδία, καθώς το κόστος της ενέργειας που εισάγει είναι σήμερα κατά 50% υψηλότερο από τα προ πολέμου επίπεδα, ενώ τα έσοδά της από τις εξαγωγές της έχουν αυξηθεί μόλις κατά 15%. Σε παρόμοια δύσκολη θέση βρίσκονται άλλες αναδυόμενες οικονομίες που δεν έχουν ενεργειακούς πόρους και αναγκάζονται να εισάγουν ενέργεια, όπως η Βραζιλία, η Τουρκία και η Νότιος Αφρική.
Και βέβαια ούτε λόγος για τη Ρωσία, που στις αρχές του πολέμου εισέρρεαν στα ταμεία της περίπου 800 εκατ. δολ. την ημέρα από τις εξαγωγές ενέργειας. Παρά τις κυρώσεις και τις αντιδράσεις πολλών χωρών που άρχισαν να στρέφονται σε άλλους προμηθευτές για να μη στιγματισθούν ως συνεργαζόμενες με τη Μόσχα, η Bloomberg Economics υπολόγισε προσφάτως ότι τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου θα φτάσουν φέτος στα 285 δισ. δολ. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, τα έσοδα της Ρωσίας μόνο από τις εξαγωγές πετρελαίου έχουν αυξηθεί φέτος κατά 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα του περασμένου έτους. Παράλληλα, η SberCIBInvestment Research υπολογίζει πως το πρώτο τρίμηνο οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές της Ρωσίας είχαν τα μεγαλύτερα κέρδη των τελευταίων σχεδόν δέκα ετών. Ολα αυτά εξηγούν και το πλεόνασμα που σημείωσε το β΄ τρίμηνο η Ρωσία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ανήλθε συγκεκριμένα στα 70,1 δισ. δολ. και ήταν το μεγαλύτερο που έχει καταγράψει η χώρα τουλάχιστον από το 1994. Στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου του έτους, το πλεόνασμα της Ρωσίας έφτασε στα 138,55 δισ. δολ.