
«Μετά τον τρόμο, η ευφορία. Oταν, την Τετάρτη, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέβαλε για 90 ημέρες την πιο παράλογη και καταστροφική δέσμη δασμών που είχε εξαγγείλει, ύστερα από κατάρρευση των χρηματιστηρίων, ο δείκτης S&P 500 σημείωσε άλμα 9,5%. Πρόκειται για την ταχύτερη ημερήσια άνοδο σε σχεδόν 17 χρόνια» παρατηρεί σε ανάλυσή του ο Economist.
Τα πιο σκοτεινά σενάρια για την παγκόσμια οικονομία, που μέχρι τότε ανησυχούσαν τους επενδυτές, μοιάζουν τώρα λιγότερο πιθανά. Φαίνεται πως υπάρχει κάποιο όριο στις χρηματιστηριακές απώλειες που είναι διατεθειμένος να υπομένει ο πρόεδρος. Και μετά το χάος που προκάλεσε η εξαγγελία των «αμοιβαίων» δασμών την προηγούμενη εβδομάδα, αυτή η εξέλιξη προσφέρει τουλάχιστον κάποια ανακούφιση, σημειώνει ο Economist.
«Ομως ας μη συγχέουμε τη διάσωση από την καταστροφή με την επιτυχία. Ο “σεισμός” που προκάλεσε ο Τραμπ στο παγκόσμιο εμπόριο δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Κατέλυσε τις σταθερές εμπορικές σχέσεις που η Αμερική οικοδομούσε επί μισό αιώνα, αντικαθιστώντας τις με αυθαίρετες αποφάσεις που ανακοινώνονται στο Twitter – πολλές φορές χωρίς καν οι ίδιοι του οι σύμβουλοι να γνωρίζουν τι επακολουθεί. Την ίδια στιγμή, βρίσκεται ακόμη σε ανοιχτή εμπορική αντιπαράθεση με την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο».
Οι αγορές και οι επιχειρήσεις διεθνώς υπέστησαν τη συμπίεση του σοκ. Η πρώτη εξαγγελία δασμών από τον Τραμπ προκάλεσε διεθνή κατάρρευση των αγορών. Ο S&P 500 υποχώρησε κατά περίπου 15%. Τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα ξεπουλήθηκαν, καθώς τα hedge funds κλήθηκαν να διαχειριστούν τις τοποθετήσεις τους. Το δολάριο, που θεωρείται «ασφαλές καταφύγιο», επίσης έχασε αξία. Μετά την αναβολή των δασμών, τα χρηματιστήρια σημείωσαν εντυπωσιακή ανάκαμψη. Η κεφαλαιοποίηση της Nvidia μεταβλήθηκε εντός της ίδιας ημέρας κατά πάνω από 430 δισ. δολάρια.
Ακόμη όμως και με την προσωρινή αναστολή, τα επιτόκια των αμερικανικών ομολόγων παραμένουν υψηλά. Οι μετοχές διεθνώς βρίσκονται 11% κάτω από τα υψηλά του Φεβρουαρίου, και όχι αδικαιολόγητα. Ο Τραμπ έχει ήδη αυξήσει τον μέσο όρο των αμερικανικών δασμών πάνω από το 25% από τον Ιανουάριο, ενώ προαναγγέλλει επιπλέον επιβαρύνσεις, ακόμη και για φάρμακα. «Οι σύμβουλοί του επιδεικνύουν αφοπλιστική αδιαφορία για τις επιπτώσεις των δασμών στην οικονομία. Πιστεύουν ότι οι ξένοι πληρώνουν το κόστος και πως οι απώλειες στην αγορά πλήττουν μόνο τους πλούσιους. Ομως η υποχώρηση του δολαρίου σχεδόν εγγυάται ότι οι δασμοί θα εκτινάξουν τις τιμές για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ, ροκανίζοντας τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών. Η συνέπεια: μείωση στην κατανάλωση, ακόμη και σε αμερικανικά προϊόντα, πολλαπλασιαζόμενη από την ανασφάλεια που φέρνουν οι διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου», σημειώνει ο Economist.
Πιο πολύ από ένα ακριβές ύψος των δασμών, οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από σταθερούς κανόνες στο παγκόσμιο εμπόριο για να σχεδιάσουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους. Για παράδειγμα, η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO) το 2001 δεν συνοδεύτηκε από ιδιαίτερη μείωση δασμών από πλευράς ΗΠΑ. Ομως οι επιχειρήσεις ένιωσαν ασφάλεια ότι δεν θα ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος – κάτι που οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως ισοδυναμούσε, στα αποτελέσματα, με μείωση των δασμών κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο Τραμπ έχει πλέον ακυρώσει αυτό το κλίμα βεβαιότητας, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τους εμπορικούς τους εταίρους. Οι κινήσεις του αγνοούν ακόμα και συμφωνίες που έχει ήδη υπογράψει κατά την πρώτη του θητεία. Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς επιδιώκει με αυτήν τη 90ήμερη αναστολή: είναι αλληλοαναιρούμενοι στόχοι του να αποσπάσει παραχωρήσεις και ταυτόχρονα να επαναπατρίσει θέσεις εργασίας στη βιομηχανία. Αν μειωθούν οι δασμοί, δεν θα επιστρέψει σε αμερικανικό έδαφος η παραγωγή. Αν πάλι οι εμπορικοί εταίροι θεωρήσουν ότι ο Τραμπ στρέφεται στον προστατευτισμό, γιατί να κάνουν παραχωρήσεις; Και ακόμη κι αν όλοι οι δασμοί αρθούν, η «Ημέρα της Απελευθέρωσης» θα μείνει στη μνήμη κάθε επιχείρησης που χτίζει παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Σε κάθε περίπτωση, η κόντρα του Τραμπ με την Κίνα παραμένει ανοιχτή και δύσκολα θα τερματιστεί. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα φτάνουν το 125%, ενώ της Κίνας το 84%. Πρόκειται για επίπεδα που απειλούν να καταστρέψουν τις εμπορικές ροές μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, οι οποίες μέχρι τώρα παρέμεναν άρρηκτα συνδεδεμένες, παρά την πολιτική ένταση.
Ο Τραμπ δηλώνει πως «η Κίνα θέλει συμφωνία». Ομως, όπως και με όσα υποστηρίζει για τους συμμάχους της Αμερικής, μόνο αυτός γνωρίζει τι ακριβώς εννοεί με αυτό. Για πάνω από μία δεκαετία, οι Δυτικές χώρες έχουν πολλά παράπονα από την εμπορική πολιτική της Κίνας που έχει παραβιάσει το πνεύμα των οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η κρατικο-καπιταλιστική της δομή και οι επιδοτήσεις δύσκολα συνάδουν με μια διαφανή, βασισμένη σε κανόνες δομή. Και τα τεράστια εμπορικά της πλεονάσματα οφείλονται εν μέρει στη χαμηλή εσωτερική κατανάλωση. Τίποτα από αυτά δεν κάνει φτωχότερη την Αμερική στο σύνολό της, αλλά ενισχύει την εικόνα αθέμιτου εμπορίου, ειδικά για τους εργαζόμενους που έχασαν τις δουλειές τους.
Αναμέτρηση υπερδυνάμεων
Μια καταστροφική και απρόβλεπτη σύγκρουση με επιβολή δασμών όμως δεν ήταν ποτέ η κατάλληλη προσέγγιση (ειδικά όταν ορισμένα προβλήματα στην Κίνα είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζονται). Οι αμοιβαίοι δασμοί προκαλούν βαθύτατη οικονομική ζημιά και ενδεχομένως αυξάνουν και τον κίνδυνο στρατιωτικής έντασης. Η πιο ελπιδοφόρα στρατηγική για τις ΗΠΑ θα ήταν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με συμμάχους σε μια ζώνη ελευθέρου εμπορίου αρκετά μεγάλη ώστε να πιέσουν την Κίνα να αλλάξει εμπορική πολιτική. Αυτή ήταν η φιλοσοφία πίσω από τη Συμφωνία Ειρηνικού (TPP), την οποία ο Τραμπ κατήργησε «με το καλημέρα» της πρώτης του θητείας. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ μιλά τώρα για νέα εμπορική συμφωνία με συμμάχους και κοινό μέτωπο προς την Κίνα. Ομως, μετά τις πιέσεις και τις υπαναχωρήσεις της Αμερικής, δύσκολα οι σύμμαχοι θα την εμπιστευθούν ξανά.
«Αυτή είναι η κοντόφθαλμη φύση της απερίσκεπτης ατζέντας Τραμπ. Μέσα σε μόλις δέκα ημέρες ο πρόεδρος γκρέμισε τις παλιές βεβαιότητες που στήριζαν την παγκόσμια οικονομία, αφήνοντας πίσω του χάος και αβεβαιότητα. Ισως το χειρότερο κύμα να έχει κοπάσει για την ώρα. Ομως θα χρειαστεί πολύς καιρός για να ξαναχτιστεί ό,τι χάθηκε», καταλήγει ο Economist.