Kathimerini.gr
Ο Αΐσα Γασάν Ζεϊντάν από την πόλη Ντάρα σηκώνει την μπλούζα για να δείξει την κοιλιά του. Υστερα τις γάμπες του, που φέρουν την ίδια δερματική πάθηση. Γύρω του συγκεντρώνεται κόσμος που θέλει να παρακολουθήσει τη συζήτηση με τον κρατούμενο της διαβόητης φυλακής Σεντνάγια, αλλά δεν μοιάζει να εκπλήσσεται.
Από την Κυριακή αυτές οι μαρτυρίες κατακλύζουν τη συριακή κοινωνία, που γνώριζε, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, πως στα κελιά του καταστήματος κράτησης της Σεντνάγια, στα βόρεια της Δαμασκού, πολιτικοί κρατούμενοι, εχθροί του καθεστώτος, ασήμαντοι ταραχοποιοί πέθαιναν από βασανιστήρια ή από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, υπό τις οδηγίες του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Ασαντ.
Δεν ήταν οι μόνοι. Στις περισσότερες από 100 φυλακές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της έκπτωτης πλέον συριακής κυβέρνησης, όπως η Σεντάγια ή η Ταντμόρ στην έρημο της αρχαίας πόλης της Παλμύρας, κρατούνταν οι 157.634 Σύροι που είχαν καταδικαστεί από το καθεστώς από τον Μάρτιο του 2011 έως τον Αύγουστο του 2024. Από αυτούς οι 5.274 ήταν παιδιά, σύμφωνα με τα στοιχεία των οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Μάρτιο του 2014 ο αποστάτης του κυβερνητικού στρατού του Ασαντ με το ψευδώνυμο «Καίσαρας» κατάφερε να μεταφέρει εκτός Συρίας 53.276 αρχεία με φωτογραφίες και να τα παραδώσει σε διεθνείς οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η οργάνωση Human Rights Watch τεκμηρίωσε την αυθεντικότητα και επιβεβαίωσε ότι τουλάχιστον 6.786 κρατούμενοι πέθαναν στα χέρια των κυβερνητικών φυλάκων του Ασαντ. Η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε τη φυλακή Σεντνάγια «σφαγείο», μετά την αποκάλυψη ότι χιλιάδες εκτελέσεις έλαβαν χώρα πίσω από τους απροσπέλαστους τοίχους της.
Απροσπέλαστοι μέχρι την επέλαση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης από τις κυρίαρχες συριακές πόλεις μέχρι και την πτώση του Ασαντ τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής. Η εισβολή τους σε φυλακές και η απελευθέρωση χιλιάδων κρατουμένων έως τώρα φέρνουν στο φως πρόσθετα κομμάτια της μακρόχρονης ιστορίας βασανισμών και θανάτων στα κυβερνητικά καταστήματα κράτησης του Ασαντ.
«Ξύλο για 4 χιλιόμετρα»
Τα σημάδια στο σώμα του Αΐσα δεν είναι αποτέλεσμα των δεκάδων τρόπων βασανισμού που εφάρμοζαν οι φύλακες της Σεντνάγια, όπως της «γερμανικής καρέκλας» ή του «ιπτάμενου χαλιού». Αυτά περιλαμβάνουν σπασίματα της σπονδυλικής στήλης και σύνθλιψη του σώματος ανάμεσα σε δύο ξύλινες σανίδες που είναι μόνο ορισμένες από τις μεθόδους που προτιμούνταν εκεί.
Τα σημάδια του Αΐσα είναι αποτέλεσμα των κακουχιών του τελευταίου έτους που βρέθηκε έγκλειστος στη Σεντνάγια και που, όπως εξηγεί ο ίδιος, αποτελούσαν τον καθημερινό έμμεσο τρόπο εξόντωσης των κρατουμένων. «Οταν μπήκα ζύγιζα 120 κιλά», αφηγείται στην «Κ» αυτός ο ισχνός σήμερα 30χρονος άντρας. Ενας καβγάς στον δρόμο λέει πως ήταν η αφορμή της προσαγωγής που από έξι μήνες μετατράπηκε σε επ’ αόριστον κράτηση και έληξε μόνο με την εισβολή στη φυλακή των μαχητών της τζιχαντιστικής HTC και των άλλων δυνάμεων, που με την κατάληψη της εξουσίας στη Συρία άνοιξαν και τις πύλες της Σεντνάγια.
Ο Αΐσα δεν βασανίστηκε όπως άλλοι. Βρισκόταν, άλλωστε, στη «λευκή φυλακή», στο παράρτημα για τις «ήπιες» καταδίκες. Εκεί η μέρα τελείωνε στις επτά το απόγευμα και το πρώτο γεύμα δινόταν στη μία το μεσημέρι – αν ήταν γεύμα. Ενα αυγό ή μια κουταλιά τοπικού λάμπνε και τρεις μερίδες ψωμιού την ημέρα, αποτελούσαν το πρόγραμμα σίτισης των κρατουμένων. «Το βράδυ ένα τέταρτο μιας πατάτας», λέει ο Αΐσα.
«Θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκα μέσα, υπάρχει ένας μεγάλος διάδρομος μέχρι το κελί, τριών – τεσσάρων χιλιομέτρων. Με χτύπαγαν καθ’ όλη τη διάρκεια, δεν ξέρω ποιος, αλλά συνέχεια, από την ώρα που ξεκίνησα να τον διασχίζω μέχρι το τέλος του», λέει. Αλλά δεν είναι αυτό που θυμάται πιο έντονα από τη Σεντνάγια. «Το πιο τρομακτικό πράγμα ήταν που είδα τον φίλο μου νεκρό μέσα στο κελί. Οχι από βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά από την έλλειψη φαγητού και το κρύο».
«Αυτό που με πληγώνει πιο πολύ»
Την Κυριακή ο Αΐσα Γασάν Ζεϊντάν είδε το κελί του να σπάει. Δεν είχε τίποτα μαζί του, μόνο τα ρούχα που φόραγε, ούτε τηλέφωνο, ούτε τον τρόπο να γυρίσει σπίτι του. Εφυγε απλώς από τη Σεντνάγια με τα πόδια. Στον δρόμο τον βρήκε ένας άγνωστος άντρας με αμάξι. Θυμάται ακόμα το όνομα του Αμπού Μοχάμαντ που τον μάζεψε, του έδωσε φαγητό και στέγη για μία ημέρα, μέχρι να επικοινωνήσει με την οικογένειά του, και ένα εκατομμύριο συριακές λίρες (περίπου 70 ευρώ) για μια νέα αρχή.
Ο Αΐσα, που τον γνωρίσαμε στο σουκ Κασκούλ, τη γειτονιά που τώρα διαμένει, αναζητά κάποιου είδους δικαίωση για να επουλώσει το τραύμα της παραμονής του στη Σεντνάγια. «Αυτό που με πληγώνει περισσότερο από όλα είναι η ηλικία των βασανιστών της Σεντνάγια», λέει στην «Κ». «Εγώ γεννήθηκα το 1995 και εκείνοι στα μέσα του 2000. Ηταν δέκα χρόνια μικρότεροι από εμένα και μπορούσαν να κάνουν αυτά τα πράγματα».