Του Βασίλη Νέδου
Η ανθεκτικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον αναβιβάζει σε ένα ιδιότυπο τουρκικό πολιτικό Πάνθεον και επιβεβαιώνει για ποιους λόγους όλοι όσοι προεξοφλούσαν την απότομη εξώθησή του στο περιθώριο, είτε τυφλώνονταν από το αντί-ερντογανικό πάθος τους, είτε απλά δεν κατανοούσαν τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν μεταβάλλει το πολιτικό και κοινωνικό DNA ενός λαού δημογραφικά δυναμικού.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα χρειαστεί δεύτερος γύρος προεδρικών εκλογών στις 28 Μαΐου, είναι απολύτως δεδομένο ότι το σενάριο της πανηγυρικής επικράτησης του ιδιόρρυθμου συνασπισμού των έξι με υποψήφιο πρόεδρο τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου βρίσκεται πλέον στον κάλαθο των αχρήστων.
Η πιθανή επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πέρα από την ιστορικότητά της, σε μια περίοδο τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων που προκύπτουν από την βαθύτατη οικονομική κρίση στη Τουρκία, αλλά και του καταστροφικού σεισμού της 6ης Φεβρουαρίου, υποδηλώνει επίσης ότι ο ιδιότυπος τουρκικός ισλαμισμός δεν αποτελεί συγκυριακή δύναμη αλλά σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής στη γειτονική χώρα.
Επιπλέον, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα ο τουρκικός εθνικισμός παραμένει πυλώνας του πολιτικού συστήματος της γειτονικής χώρας, καθώς τα δύο βασικά κόμματα που τον εκφράζουν (ΜΗΡ του Ντ. Μπαχτσελί και ΙΥΙ της Μεράλ Ακσενέρ), αν και σε διαφορετικό συνασπισμό, συγκεντρώνουν πάνω από 20%, δίχως σε αυτά να προστίθεται το ποσοστό του τρίτου προεδρικού υποψηφίου Σινάν Ογάν.
Η κατάσταση φέρνει στο νου τρία κεντρικά ερωτηματικά τα οποία χρήζουν απαντήσεων:
Καταρχάς, τι θα σημάνει για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Με αρκετά εμφατικό τρόπο το προηγούμενο χρονικό διάστημα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Θάνος Ντόκος στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «Κ της Κυριακής», ξεκαθάρισαν με τρόπο σύντομο και περιεκτικό ότι ουδείς σοβαρός παρατηρητής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αναμένει κάποια αλλαγή στρατηγικής, όποιο όνομα και αν έχει ο άνδρας που θα πανηγυρίσει την ανάδειξή του σε πρόεδρο. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια ανταποκρίθηκε στο κέλευσμα της μακροπρόθεσμης Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για κυριαρχία στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, Βαλκανίων, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής και μια θέση σε κάθε τραπέζι που «μετράει» ανά την υφήλιο. Για την τουρκική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή έχει εκφραστεί μέσα από τη «Γαλάζια Πατρίδα», η Ελλάδα πρέπει να περιοριστεί σε έναν ρόλο κράτους περιορισμένης επιρροής στις θαλάσσιες ζώνες εντός του Αιγαίου και σίγουρα μηδενικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η θέση οδηγεί σε στρατηγικά αναπόφευκτες τριβές ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, δίχως ιδιαίτερες ελπίδες ότι μπορεί να υπάρξει κάποια έντιμη λύση, με τη μεσολάβηση τρίτων ή χωρίς αυτήν.
Σε σημαντικούς κύκλους στην Αθήνα υπάρχει εδραία η πεποίθηση ότι ο Ερντογάν στην τελευταία – όπως φαίνεται – θητεία του στον προεδρικό θώκο δεν θα επιθυμήσει να οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα, και ίσως επιθυμήσει να αφήσει ως κληρονομιά μια ύστατη προσπάθεια να φανεί ως ειρηνοποιός σε μια περιοχή με σημαντικά προβλήματα. Η εκτίμηση αυτή έχει διαψευστεί ξανά, ωστόσο η διεθνής συγκυρία ευνοεί την έναρξη κάποιων συνομιλιών, ώστε και αν αυτές δεν αποδειχθούν ιδιαίτερα εύκολες.
Τι θα γίνει στις σχέσεις Τουρκίας και Δύσης;
Η Τουρκική Δημοκρατία, διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της βασίστηκε πάνω στα θεμέλια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είναι χτισμένη από τους ιδρυτές της με τη βαθιά ιστορική γνώση του δισυπόστατου χαρακτήρα που διαθέτει η γεωγραφική αυτή περιοχή που είναι φυσική «γέφυρα» ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Κανένας, ούτε καν ένας πιο δυτικός ηγέτης δεν θα θυσίαζε τη δυνατότητα της Τουρκίας να μιλάει με την ίδια ευκολία με Ουάσιγκτον, Μόσχα, περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τεχεράνη και το Ριάντ, και σε βάθος με το Πεκίνο ή το Νέο Δελχί. Όπως πολύ σωστά έχει προβλεφθεί από αρκετούς αναλυτές, η Άγκυρα έχει ανάγκη δυτικές επενδύσεις για την ανοικοδόμηση, δίχως, ωστόσο, να την ανταλλάξει αποκόπτοντας τις σχέσεις της με τους υπόλοιπους εταίρους της. Οι δυσκολίες της Αμερικανοτουρκικής σχέσης, όπως αυτές έχουν ξετυλιχθεί το προηγούμενο χρονικό διάστημα είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ίσως χρειαστεί να προχωρήσουν οι σχέσεις Άγκυρας-Δύσης και το επόμενο χρονικό διάστημα. Μια Τουρκία που δεν θα έχει σχέσεις παρά μόνο τυπικές με τη Ρωσία είναι μια χίμαιρα που υπάρχει μόνο στα μυαλά – ολοένα και λιγότερων – γραφειοκρατών στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, το Βερολίνο ή τις Βρυξέλλες.
Ποια η κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας;
Περίπου οι μισοί Τούρκοι ψηφοφόροι επικροτούν το πρόσωπο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και λίγο λιγότερο ψήφισαν εναντίον του. Ψήφισαν έναν «αντί-Ερντογάν» και όχι το πρόσωπο που κατήλθε εναντίον του νυν προέδρου της Τουρκίας. Πιθανή τελική επικράτηση του Ερντογάν θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε μια (αρχικά αόρατη στο ευρύ κοινό) συζήτηση για την επόμενη ημέρα στο ΑΚΡ. Ο Ερντογάν θα μπορέσει να δρομολογήσει τη διαδοχή του μέχρι και το 2028. Τα δύσκολα για τον Ερντογάν συνδέονται με τη διαχείριση της οικονομίας: Μπορεί να φέρει πίσω στη Τουρκία το ΔΝΤ, ο άνθρωπος που περηφανεύεται ότι το έδιωξε; Ίσως όχι. Μη ξεχνάμε ότι το ΔΝΤ είναι ένας θεσμός κατασκευασμένος από το τρέχον σύστημα Διεθνούς Τάξης. Ίσως επιχειρήσει να κινηθεί σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση και τώρα, αν και οι διεθνείς συνθήκες δεν φαίνεται να ευνοούν σε αυτή τη φάση μια τέτοια απόφαση.
Ακόμα και αν την επόμενη εβδομάδα, με κάποιο εκλογικό άλμα, ο Κιλιτσντάρογλου κατόρθωνε την εκλογή του, οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να κινηθεί είναι ήδη ναρκοθετημένες από μια εικοσαετία όπου το νέο κατεστημένο δεν είναι πια ο πάλαι ποτέ κεμαλισμός, αλλά ένας συντηρητικός ισλαμισμός «παντρεμένος» με έναν επιθετικό εθνικισμό στο εξωτερικό.