Του Βασίλη Νέδου
Η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προεδρία της Τουρκίας αναπροσαρμόζει τη στρατηγική που φαινόταν ότι προκρίνει η Ουάσιγκτον προκειμένου να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος και να ξεκινήσουν άμεσα επαφές μεταξύ Αθηνών και Αγκυρας. Ο αιφνιδιασμός της Ουάσιγκτον για τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των τουρκικών εκλογών φαίνεται να οδηγεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην ανάγκη να θέσει σε προτεραιότητα άλλες, περισσότερο διμερείς, υποθέσεις που υπάρχουν έναντι της Τουρκίας. Οι Αμερικανοί θα επιμείνουν στη βασική προτεραιότητα την οποία έχουν έναντι της Τουρκίας, δηλαδή την απεμπλοκή της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και συνδέεται, βεβαίως, με τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία. Η Στοκχόλμη παραμένει αυτή τη στιγμή στην αίθουσα αναμονής του Βορειοατλαντικού Συμφώνου λόγω της άρνησης της Αγκυρας. Αν και στην Ελλάδα ο άτυπος «διάλογος» ανάμεσα στον κ. Ερντογάν και την Ουάσιγκτον όσον αφορά τους S-400, τα F-35, τα F-16, αλλά και την ειδική σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία έχει περάσει σχετικά απαρατήρητος, λόγω εγχώριας προεκλογικής περιόδου, η εξέλιξή του θα επηρεάσει πέραν πάσης αμφιβολίας και τα ελληνοτουρκικά.
Τα ενεργειακά
Στο πλαίσιο εξεύρεσης θετικών σημείων προσέγγισης, τόσο σε διμερές ελληνοτουρκικό επίπεδο όσο και με την παραίνεση των ΗΠΑ, ένα από τα βασικά θέματα είναι η ενέργεια. Μέχρι πρότινος προγραμματιζόταν μάλιστα η άμεση μετεκλογική ενεργοποίηση του Τζέφρι Πάιατ (ενδεχομένως και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου), ο οποίος είναι υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Ενεργειακών Πόρων. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η μετάβαση του κ. Πάιατ στην περιοχή μετατίθεται για μετά το καλοκαίρι, προκειμένου να υπάρχει μια πιο σαφής εικόνα και στην Ουάσιγκτον σχετικά με τις πραγματικές ισορροπίες στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αν για τον κ. Πάιατ ένα ταξίδι στην Αθήνα είναι εύκολο, καθώς αφενός γνωρίζει τους πάντες, αφετέρου οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις διανύουν μια άνευ προηγουμένου θετική πορεία, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την Αγκυρα, όπου οι ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο του κ. Ερντογάν και του ΑΚΡ. Στην Ουάσιγκτον δεν μπορεί να αποκλείσουν με βεβαιότητα –όπως άλλωστε τίποτε άλλο σε σχέση με τον κ. Ερντογάν– ότι η επιστροφή σε ακραίους αντιαμερικανικούς τόνους δεν συνδέεται με τις προεκλογικές ανάγκες του Τούρκου προέδρου, αλλά με μια πιο μόνιμη στροφή. Εν ολίγοις, στην Ουάσιγκτον ανησυχούν ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί με πολύ κόπο και σπατάλη πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου για την επαναπροσέγγιση με την Αγκυρα, μπορεί να αντιστραφεί για ακόμη μία φορά.
Οι πιθανές νέες δυσκολίες των σχέσεων Ουάσιγκτον και Αγκυρας το επόμενο χρονικό διάστημα ευλόγως απασχολούν την Αθήνα, όπου υπάρχει πλήρης αντίληψη για τον κίνδυνο εκ νέου υπαγωγής των ελληνοτουρκικών στις αμερικανοτουρκικές αναταράξεις και μάλιστα επί τούτου. Διαγιγνώσκεται δηλαδή ο κίνδυνος, η Αγκυρα να εντείνει τις πιέσεις στην Αθήνα και πολύ περισσότερο στη Λευκωσία, προκειμένου να εκβιάσει την Ουάσιγκτον για τις δικές της απαιτήσεις. Οι πιο απαισιόδοξοι σκέφτονται ότι ο κ. Ερντογάν στην καλύτερη περίπτωση θα τραβήξει το σχοινί, δεν πρόκειται να εισέλθει σε ουσιαστικές συζητήσεις με την Ουάσιγκτον, προεξοφλώντας ότι στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου 2024 ο Τζο Μπάιντεν δεν θα επανεκλεγεί, ανοίγοντας τον δρόμο για στρατηγική επανατοποθέτηση των Αμερικανών –κυρίως στο ζήτημα της Ουκρανίας–, απελευθερώνοντας και την Αγκυρα από τις πιέσεις που βιώνει αυτή τη στιγμή λόγω της προσεκτικής ισορροπίας που διατηρεί με τη Μόσχα.
Ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι αυτός που οδηγεί την Αθήνα στην ανάλυση ότι –ανεξαρτήτως διεθνών ή άλλων εξελίξεων και είτε οι Αμερικανοί εμπλακούν είτε όχι– θα πρέπει αμέσως μετά τις εκλογές να υπάρξουν επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία και μάλιστα στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Αυτή η σκέψη προέκυψε και από τις τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος, μάλιστα, εντόπισε και ως πιθανό σημείο συνάντησης το Βίλνιους της Λιθουανίας, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου, όπου οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να κάνουν μια αρχική συζήτηση.
Επανεκκίνηση
Το «σπάσιμο του πάγου» στις σχέσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επανεκκίνηση κάποιων ελληνοτουρκικών επαφών, δίχως βέβαια να είναι και εγγύηση επιτυχίας. Υπενθυμίζεται η περίφημη συνάντηση –έπειτα από εντάσεις που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε πόλεμο– της Κυριακής της Ορθοδοξίας του 2022 στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από την οποία συμφωνήθηκε να πέσουν οι τόνοι αλλά, αντί αυτού, ακολούθησαν ακόμη πιο επιθετικές δηλώσεις και κινήσεις επί του πεδίου από την Αγκυρα. Υπενθυμίζεται ότι και σε εκείνη την περίπτωση οι τουρκικές αντιδράσεις είχαν έλθει ως άμεσο αποτέλεσμα της πρόσκλησης του κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, η οποία στην Αγκυρα προσμετρήθηκε ως σαφής προτίμηση των ΗΠΑ προς την Ελλάδα.
Περιττό να ειπωθεί ότι στην Αθήνα θεωρούν ότι οι σημερινές εκλογές θα οδηγήσουν σε άνετη επανεκλογή του κ. Ερντογάν. Είναι καταγεγραμμένη στην Αθήνα μια βουβή αλλά υπαρκτή ανησυχία σχετικά με τον πολιτικά κραταιό πια εθνικισμό της Τουρκίας και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας το επόμενο χρονικό διάστημα. Στην Αθήνα, επίσης, εκτιμάται ότι στη νέα κυβέρνησή του, ο κ. Ερντογάν θα προχωρήσει και σε αλλαγές στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας.