ΠΗΓΗ: Reuters
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναμένεται να ζητήσει από το προσωπικό του να διαγράψει την κινέζικη εφαρμογή TikTok από τις επαγγελματικές τηλεφωνικές του συσκευές για λόγους ασφαλείας, δήλωσε σήμερα στο Reuters αξιωματούχος της ΕΕ. Πρόκειται για το τελευταίο θεσμικό όργανο της ΕΕ που θα ακολουθήσει την συγκεκριμένη οδηγία.
Η απαγόρευση θα ισχύσει επίσης και για τις ιδιωτικές συσκευές στις οποίες όμως είναι εγκατεστημένα τα email του Κοινοβουλίου καθώς και για άλλες συσκευές που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Σημειώνεται πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της ΕΕ απαγόρευσαν την περασμένη εβδομάδα τοTikTok από τα τηλέφωνα του προσωπικού, για λόγους ασφαλείας.
Ειδικότερα τα στελέχη της Κομισιόν πρέπει να απεγκαταστήσουν την εφαρμογή κοινής χρήσης βίντεο «το συντομότερο δυνατό» και πριν από τις 15 Μαρτίου. «Από τις 15 Μαρτίου, οι συσκευές με εγκατεστημένη την εφαρμογή θα θεωρούνται μη συμβατές με το εταιρικό περιβάλλον», σημειώνεται σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλη στο προσωπικό, ενώ τονίζεται ότι η απόφαση ελήφθη για να προστατευτούν τα δεδομένα της Επιτροπής.
Επίσης χτες, η Οττάβα ανακοίνωσε ότι αποκλείει την κινεζική εφαρμογή TikTok από όλες τις υπηρεσιακές συσκευές της καναδικής κυβέρνησης, με το αιτιολογικό ότι αυτή εγκυμονεί κινδύνους για το απόρρητο των επικοινωνιών και την εθνική ασφάλεια.
Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις στη Δύση ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας βοηθούν την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες πληροφοριών της Κίνας στη συλλογή τεράστιου όγκου δεδομένων από όλο τον κόσμο.
Οι ΗΠΑ, τον Δεκέμβριο, απαγόρευσαν την εφαρμογή σε όλες τις συσκευές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης λόγω φόβων για πιθανή κατασκοπεία από την Κίνα, όπου εδρεύει η μητρική εταιρεία του TikTok, ByteDance.
Το TikTok δηλώνει, από την πλευρά του, «απογοητευμένο» από αυτήν την απόφαση η οποία, όπως καταγγέλλει εκπρόσωπος της κινεζικής εταιρείας, ελήφθη «χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένες ανησυχίες σχετικές με το TikTok για την ασφάλεια» και «χωρίς να έχει προηγηθεί επικοινωνία (σ.σ. της καναδικής κυβέρνησης) με την εταιρεία προκειμένου να συζητηθούν οι όποιες τυχόν ανησυχίες».