ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το παιδί του λαού

Του Σταύρου Χριστοδούλου

Τα Ιουλιανά

Τα Ιουλιανά

Κατά τα παλαιολιθικά χρόνια, την Ιουλία έλκυαν άντρες όπως ο Άγγελος Αντωνόπουλος για τον ρόλο του συζύγου, ή ο Αλέκος Αλεξανδράκης για τον ρόλο του εραστή. Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις, όταν η λίμπιντο κτυπούσε κόκκινο και οι αντιστάσεις της κατέληγαν να κυλιούνται στα πατώματα, υπέκυπτε στη γοητεία αρσενικών όπως ο Νίκος Κούρκουλος, αλλά ώς εκεί. Άντρες του τύπου «παιδί του λαού», πολύ περισσότερο το ίδιο το παιδί του λαού, κατά κόσμον Νίκος Ξανθόπουλος, ουδέποτε τη συγκίνησαν.

Η αριστερή (με την καλή έννοια) Κουλλίτσα Κυριακού, πάλι, που στα νιάτα της τίμησε το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί, είχε ανέκαθεν έφεση στα λαϊκά αγόρια. Γι’ αυτό και πένθησε τον πρόσφατο χαμό του Νίκου Ξανθόπουλου, στα 89 του χρόνια. Ένας άντρας που έγραψε τη δική του ιστορία με ταινίες όπως το «Περιφρόνα με γλυκιά μου» και εμβληματικές ατάκες του τύπου «όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου»… Η Ιουλία, σεβόμενη τη συναισθηματική φόρτιση της φιλενάδας της, πρότεινε στο καρέ μια ευφάνταστη ιδέα: τη διοργάνωση θεατρικού αναλογίου όπου θα παρουσιαζόταν σε κλειστό κύκλο μια σύγχρονη βερσιόν του Παιδιού του Λαού στην κυπριακή διάλεκτο.

Η στήλη έχει δημοσιεύσει ξανά αποσπάσματα από το μελόδραμα «Το κοπέλλιν της Αργάκας». Πρωταγωνιστής ένα δικό μας παιδί του λαού, το οποίο από νωρίς βρέθηκε αντιμέτωπο με τη σκληρή πλευρά της ζωής. Ένα πτωχό πλην τίμιο χωριατόπαιδο που δέχτηκε μπούλινγκ ως παιδί και χτυπήματα κάτω από τη μέση ως εν ενεργεία πολιτικός. Τον ρόλο – πρόκληση του εξωστρεφούς Φούλη ανέλαβε να ερμηνεύσει ο Κίκης Παραλής, εισοδηματίας, ο οποίος στα 87 του χρόνια συνεχίζει να διαθέτει εξαιρετική άρθρωση και εκφραστικότητα. Τα φώτα χαμήλωσαν κι ακούστηκε μια θλιμμένη μουσική. Τα αυθεντικά λόγια του Φούλη ήχησαν αχνά, με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση:

«Εάν υπάρχει σήμερα πολιτικός πρώτης γραμμής που έχει τα αναγιώματα τα δικά σας, εν είναι άλλος από τον πρόεδρο του ΔΗΣΥ. Εν τζιαι γεννήθηκα ούτε σε τζάκια ούτε σε σαλόνια. Εν μες στις αυλατζιές τζιαι μες στις μάντρες που γεννήθηκα… Ο μακαρίτης ο πατέρας μου σχεδόν ώς τα 100 του επάεννε στο κοπάδι του, αυτό που έκανε από ηλικία οκτώ χρονών. Εν τζιαι λλίο παράδοξο ο φίλος μου ο Νικόλας να εν με τους φτωχούς και τους αδύνατους τζιαι ο πρόεδρος του Συναγερμού που γεννήθηκε μες στη μάντρα που ένα βοσκό τζιαι μια βόσσαινα να εν το κεφάλαιο». (παύση) «Σε κανένα δεντρό που εν έχει καρπούς εν τζιαι σύρνουν πέτρες. Άστους να λέουν ό,τι θέλουν».

Οι κυρίες πάγωσαν, καθώς η σπαραχτική κραυγή του Παραλή τις άγγιξε κατευθείαν στην καρδιά. Ξαφνικά άναψαν όλα τα φώτα και η μουσική έβαλε φωτιά στο συναίσθημα: «Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, λέξη από τα χείλη μας δεν βγαίνει, η σιωπή τα λέει απόψε όλα, τι να πεις και τι να πω…». «Αμηχανία» ψέλλισε ο Κίκης – Φούλης. Κι ύστερα, οι κυρίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα μεγαλειώδες σκηνοθετικό εύρημα: Δύο παραδουλεύτρες από το Καμερούν, μαύρες, πτωχές και μίζερες, εισέβαλαν στο καθιστικό και κάθισαν στην πανάκριβη Eames chair. Ο πρωταγωνιστής Φούλης είχε πλέον τον λόγο, έτσι όπως τα είπε πρόσφατα για την πληγή του μεταναστευτικού:

«Ξέρετε τζιαμέ που μηνίσκουν ποιος τους καθαρίζει; Ναι, στο Πουρνάρα… Έχομεν εργαζομένους να καθαρίζουν τα αποχωρητήρια τζιαι τες κουζίνες. Καλά ρε… Έννα σε ταΐσω, έννα σε τζοιμίσω… Έσσω σου αν ήσουν… (παύση) Πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί. Τζιαι έννεν ρατσισμός τούτον το πράμαν, εν δικαιοσύνη! (παύση) Τα φώτα χαμήλωσαν ξανά. Οι αλλοδαπές αποχώρησαν ντροπιασμένες και ο ήχος από το μπουζουκάκι έφερε ξανά μια θλίψη να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Ο λόγος του Φούλη ήχησε κρυστάλλινος και αιχμηρός, εκθέτοντας στο κοινό του αμείλικτες αλήθειες.

«Ύστερα φέρνει ο φούρνος την πυράν. Εν όπως, ο μη γένοιτο, έχουμεν ένα άξιτεν τζιαι λαλούν έπιασεν τον η τζιεγκιά, όταν εκρύανεν. Ώσπου το τράμμαν εν σε βραστόν σώμα εν νιώθεις τον πόνον. Οι τζιεγκιές οι μεγάλες είναι άμα κρυώσεις…» (παύση) «Όπως κάμνετε τη νύχτα στον Καλό Λόγο που πιάνετε που τον παπά το Άγιο Φως και μεταδίδει το ο ένας στον άλλον και σε ένα λεπτό όλοι οι πιστοί βαστούν τη λαμπάδα αναμμένη... Μην περιμένετε που τον παπά να δώσει το Φως σε όλους. (παύση) Και να σας πω κάτι… Οι δημοσκόποι θα σσιήσουν τα πτυχία τους».

Ο Κίκης Παραλής πήρε μια βαθιά ανάσα, κατέβασε τον τόνο της φωνής του για να αποκτήσει την απαιτούμενη μαγκιά του άντρα του βαρύ του ασήκωτου και είπε: «Ο κόσμος να μας βάλει πας την πιλάντζαν τζιαι να μας ζυάσει. Ποιος βαρεί, για τούτα τα θέματα που απασχολούν την κοινωνία. Ποιος μπορεί να κουμαντάρει το τιμόνι. Όι σχεδόν εφκάλαμεν την προεκλογικήν… Αλλά έννα τα φέρω πούκουππα να ξέρεις! Σε δεκαπέντε μέρες εν θα πιστεύκουν ήντα που να μετρούν στην κάλπην».

Το χειροκρότημα ήταν πηγαίο και αυθόρμητο. Ο Φούλης όμως δεν είχε πει ακόμα τον τελευταίο του λόγο: «Όταν είμαστε ένα μίλι από την κατεχόμενη γη μας δεν είναι αυτά τα τραγούδια που θέλω. Το τραγούδι της Αμμοχώστου να τραγουδήσουμε όλοι μαζί! Χώμα που περπάτησα, γη που νοσταλγώ, χώμα που μ’ ανάστησες Αμμόχωστος…». Αυλαία.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Τα Ιουλιανά

Τα Ιουλιανά: Τελευταία Ενημέρωση