Τα Ιουλιανά
Μια έκπληξη περίμενε την Ιουλία Παλαιολόγου Ουίλσον στη συμβολή των οδών Νεχρού και Αιγύπτου. Το σκυλί ξέφυγε από τον έλεγχό της, έτρεξε μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο και στάθηκε μπροστά από ένα παπά γαβγίζοντας επίμονα. «Έντγκαρ!» φώναξε η χήρα, αλλά ευθύς πάγωσε, όταν αντίκρυσε το πρόσωπο του ηλικιωμένου άντρα. Το νηφάλιο χαμόγελό του ήταν σαν να σήκωσε μανιασμένους ανέμους και να έριξε την Ιουλία απότομα στα βράχια.
«Θεός ο Τεό!» έλεγαν στα παλαιολιθικά 70s οι κυρίες της αστικής Λευκωσίας. Ώσπου η μικρή μας πόλη παραληρούσε με την είδηση – βόμβα ότι «Ο Τεό αφιερώθηκε στον Θεό». «Μα ο Τεό Καστρινός; O μπον βιβέρ, ο εραστής, ο ευσταλής, ο λεβέντης μας;» ολοφυρόταν ο γυναικείος πληθυσμός. «Αυτός!» ήταν η κοφτή απάντηση. Και προτού προλάβουν οι κυρίες να συνέλθουν από το σοκ, τους πήρε όλους η ροζ φήμη παραμάζωμα: Αιτία για τη στροφή του Τεό στα θεία ήταν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας!
Ποιος αφήνει τριαντάφυλλα στο τερέν του Field Club πριν από κάθε αγώνα της Ιουλίας Παλαιολόγου Ουίλσον; «Ποιο είναι το όνομα του Ρόδου;» κόχλαζε το ερώτημα στα κοσμικά σαλόνια. «Cherchez la femme» είπε μια ξινή της αγγλόφωνης Δεξιάς και στράφηκε προς την Ιουλία. Εκείνη έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Κι έπειτα, έπιασε τον Τεό στην άκρη και του ζήτησε να λογικευτεί. «Είμαι παντρεμένη γυναίκα. Δεν μπορώ!» εκλιπάρησε. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον συναντούσε. Ύστερα από χρόνια, κάποιος είπε πως ο Τεό έγινε πάτερ Θεόφιλος και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Παρά τις δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε, ο πατήρ Θεόφιλος παρέμενε εξαιρετικά γοητευτικός. Πήρε τον Έντγκαρ Άλαν Πόε από το λουρί και τον παρέδωσε στην Ιουλία. Περπάτησαν αντάμα σιωπηλοί την οδό Ομήρου. Και τότε, ψιθυριστά στην αρχή κι έπειτα πιο θαρραλέα, οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη άνοιξαν μια πλατιά λεωφόρο που έφτανε ώς τα χρόνια της ανέφελης νεότητάς τους…
«Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς / Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς / Μες στη μέση της θάλασσας / Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς / Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς / Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς / Άκου, άκου / Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς; / Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς; / Είμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω. Μ’ ακούς / Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς».
«Είναι ανώφελο…» ψιθύρισε η Ιουλία. Η ένταση των συναισθημάτων την απόκαμε καθώς την πλημμύριζαν οι αναμνήσεις. «Είμαστε δύο ξένοι στην ίδια πόλη» μουρμούρισε και ο παπάς γέλασε, γιατί αναγνώρισε στον μελοδραματικό της τόνο την Ιουλία που κάποτε αγάπησε. «Είμαστε δύο ξένοι σε μια ξένη χώρα» είπε εκείνος. «Αλλά ακόμα κι έτσι, εγώ θα συνεχίσω να δοξάζω τον άγιο έρωτα».
«Ήσουνα πάντοτε ρομαντικός Τεό. Ή μήπως πρέπει να πω… πατέρα Θεόφιλε; Όμως η αγριότητα των καιρών που ζούμε δεν αντέχει τους ρομαντικούς. Κάποτε ήταν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη… Και τώρα; Τώρα κατρακυλήσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι. Στον Μαυρίκιο και την Ιλάειρα! Ένα φτηνό ριάλιτι για να σπάνε πλάκα οι μεσημεριανές εκπομπές». «Είμαστε δύο ξένοι σε μια ξένη χώρα» επανέλαβε ο παπάς με συννεφιασμένο πρόσωπο. «Ούτε εγώ αναγνωρίζω πια αυτό τον τόπο» πήρε φόρα η Ιουλία κι αρχίνησε να απαριθμεί τους λόγους που την οδήγησαν να σηκώσει τα χέρια ψηλά.
«Ζούμε σε μια χώρα όπου πρώην υπουργός ποζάρει με το μαγιό της κάτω από τα χλωμά φώτα του εγχώριου lifestyle. Και γιατί να μας κόφτει, θα μου πεις; Καθόλου δεν μας κόφτει βεβαίως η Ακατανόμαστη, αλλά όταν διαβάζω πως “…απολάμβανε στιγμές χαλάρωσης στην πισίνα ξενοδοχείου αφού πλέον δεν νοσεί με κορωνοϊό” σκέφτομαι πως μας αξίζει σίγουρα κάτι καλύτερο από αυτό».
Επειδή όμως ο εχθρός του γελοίου είναι το γελοιωδέστερο, σκάει η είδηση για τους παπάδες που πήραν τα όπλα στο πεδίο βολής «Φανός». Άναυδο το χριστεπώνυμο είδε τις φωτογραφίες των Ράμπο με τα ράσα, να κρατάνε οπλοπολυβόλα και περίστροφα, λίγο πριν τσουγκρίσουν τα ποτηράκια τους στο αρχονταρίκι του εξωκλησίου της Παναγίας Παναγιώτισσας στον Πρωταρά. «Τι ζούμε και δεν το μαρτυρούμε, πάτερ Θεόφιλε; Πώς φτάσαμε ώς εδώ, αγαπητέ μου Τεό;» είπε η Ιουλία και σωριάστηκε σ’ ένα από τα φουτουριστικά παγκάκια της Ζάχα.
Η σιγαλιά της πλατείας καταλάγιασε τα φουρτουνιασμένα της συναισθήματα. Η Ιουλία κοίταξε προς το παλιό Δημαρχείο κι ένιωσε τη σκιά του χρόνου να πέφτει βαριά επάνω τους. «Το ξέρεις ότι το 1930, όταν κτίστηκε, λειτούργησε ως οικογενειακό καμπαρέ; Λούνα Πάρκ, το λέγανε». Εκείνος κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Σαν να της έλεγε, συνέχισε… «Μαθαίνω ότι ξεκίνησαν εργασίες αποκατάστασης». «Ο αδυσώπητος χρόνος» απάντησε ο παπάς κι έκλεισε τα χέρια της στις παλάμες του.
Αργά το βράδυ, όταν έσβησαν τα φώτα στο διαμέρισμα της Κωστή Παλαμά, αναδύθηκαν από το πιο βαθύ πηγάδι της ψυχής της τα λόγια της Μαλβίνας: «Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν». Κεράκι στον Άγιο Βαλεντίνο, σκέφτηκε η Ιουλία και χαμογέλασε.