Του Απόστολου Κουρουπάκη
Θυμάμαι να βλέπω στην τηλεόραση τους εγκλωβισμένους στην Καρπασία κάθε Αύγουστο ή Ιούλιο, στα καθιερωμένα ρεπορτάζ του καλοκαιριού και να μην καταλαβαίνω και πολλά. Ανθρώπους καθισμένους σε κάποιο καφενείο, άνδρες και γυναίκες στη σειρά για να παραλάβουν συγκεκριμένα προϊόντα από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών. Οι εικόνες αυτές πήραν κατά κάποιο τρόπο μορφή, όταν την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκα και φιλοξενήθηκα στο σπίτι της Τούλας Λιασή στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας. Αφορμή και καλή ευκαιρία γι’ αυτό το ταξίδι ήταν η έκθεση της Τούλας Λιασή στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας, με τον τίτλο «Συγχρονίζοντας την Ιστορία», σε επιμέλεια Ξένιου Συμεωνίδη. Στην έκθεση η Λιασή είχε πάρει αντικείμενα καθημερινής χρήσης από το πατρικό της σπίτι στην Αγία Τριάδα, και τα είχε μεταπλάσει, τους είχε δώσει άλλη διάσταση, τα είχε χρησιμοποιήσει ως εικαστικά υλικά και με τη χρήση του ρήματος «συγχρονίζω» πετύχαινε η έκθεση και τα έργα της να μην τα αντικρίζει ο θεατής μονοθεματικά, αλλά να διαβλέπει σε αυτά μία χρονική πορεία και μια εικαστική αυτοδυναμία.
Φτάνοντας στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας, και στο σπίτι του Σάββα και της Μαρούλας Λιασή, στο οποίο σήμερα η κόρη τους Τούλα Λιασή συνεχίζει μία άτυπη παράδοση ενός via-vai ανθρώπων από ολόκληρη την Κύπρο, και φυσικά από το χωριό, αισθάνθηκα την ορμητικότητα της πρόσφατης ιστορίας να έρχεται καταπάνω μου και χωρίς να το καταλάβω να σκέφτομαι τα πώς και τα γιατί… Ήθελα να τα ανακαλύψω όλα, εκεί και επιτόπου, γνωρίζοντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, και σε κάτι τέτοιες στιγμές αναγνωρίζει κανείς το πόσα πολλά κενά πρέπει να καλύψει για να φτάσει στη γνώση των πραγμάτων…
Μετά την πρώτη ανάσα, στο σπίτι της Λιασή, το μεσημέρι της Παρασκευής ξεκίνησε η ξενάγηση στα μεγάλα ευάερα και ευήλια δωμάτια του σπιτιού. Σε όλα, αλλά και στα βοηθητικά κτήρια υπήρχαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, παλαιότερων εποχών, αλλά και προσωπικά πράγματα, τοποθετημένα σχεδόν εν παρατάξει, αλλά οργανικά τοποθετημένα στους χώρους. Άλλα αντικείμενα είχαν αλλάξει χρήση, και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της σημερινής κατοίκου του σπιτιού, και άλλα είχαν γίνει εικαστικά αντικείμενα. Μία ξενάγηση που έδωσε στα χέρια μου το νήμα που ένωνε τη Δημοτική Πινακοθήκη της Λάρνακας με το σπίτι της Αγίας Τριάδας και με καλούσε νοερά να «ζώσω» τον οίκο της οικογένειας Λιασή, χωρίς να ξέρω από τι πρέπει να τον σώσω ή να τον προστατεύσω, ή αν έχω καν αυτό το δικαίωμα. Η πρώτη πράξη της έκθεσης, το εισαγωγικό της σημείωμα είχε γραφτεί, τουλάχιστον μέσα μου
Στη συνέχεια, συζητώντας με την Τούλα Λιασή για το χωριό και τις εκκλησίες του, μου λέει πως υπάρχει ναός του Αγίου Φανουρίου (που για προσωπικούς λόγους θέλω να επισκεφθώ), ο οποίος βρίσκεται σε χώρο ιδιωτικό, που μπορούμε όμως να τον επισκεφτούμε το απόγευμα –και φυσικά στο πρόγραμμα μπήκε και η ενοριακή Αγία Τριάδα.
Το απόγευμα της Παρασκευής, με την Τούλα Λιασή να έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, βγήκαμε από το σπίτι για να δούμε πρώτα τον Άγιο Φανούριο, και στη συνέχεια να επισκεφτούμε και το κοιμητήριο της κοινότητας, στάση οφειλόμενη, άλλωστε εκεί αναπαύονται ο Σάββας, η Μαρούλα και ο Γιαννάκης Λιασή. Πρώτη στάση λοιπόν στο σπίτι των κατοίκων στην αυλή των οποίων βρίσκεται ο σχετικά νέος ναός του Αγίου Φανουρίου, ο κ. Γιαννάκης μάς οδηγεί μέσα από τον εύφορο κήπο του σπιτιού στον ναό. Περιποιημένος, ήσυχος, στο ταπεινό τέμπλο του εικόνες του οικονόμου Ανδρέα παπα-Αριστοδήμου, της δεκαετίας του 1960. Μεταξύ των δωρητών διακρίνω μερικά ονόματα, όπως του Νικολάου Π. Ττοφορή. Η εφέστια εικόνα του Αγίου Φανουρίου έγινε δαπάνη της Φλουρέντζας Λοΐζου Κατζιώρττα, όπως διαβάζω στο κάτω μέρος της. Οικογένειες της Αγίας Τριάδας, των οποίων η μνήμη περισώζεται ακόμη. Ευχαριστώντας τον κ. Γιαννάκη, και θέλοντας να βιαστούμε για να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα από την ταράτσα της οικίας Λιασή, πορευόμαστε προς το κοιμητήριο της Αγίας Τριάδας, το οποίο ο Σάββας Λιασή πάσχισε να διατηρήσει περιποιημένο. Προχωρήσαμε προς τα μνήματα της οικογένειας Λιασή. Εκεί που ο Σάββας, η Μαρούλα και ο Γιαννάκης Λιασή (που έπεσε στην Κλεπίνη της Κερύνειας, με την Τούλα Λιασή να τον έχει δει για τελευταία φορά στις 11 Αυγούστου 1974, όταν τον πήγαν οικογενειακώς στην Κυθρέα στη μονάδα του), αλλά και άλλοι πολλοί ησυχάζουν στη δική τους γη. Συνειρμικά και βλέποντας την Τούλα Λιασή να κάνει τα πρέποντα στους τάφους των προσφιλών της, μού έρχονται στον νου οι στίχοι του Καρυωτάκη: «Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύει! Οι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνε, ενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνε οι νεκροί γράμματα, βαθιά στα ερέβη».
Φεύγουμε από το κοιμητήριο, τα συναισθήματά μου ατακτοποίητα μέσα μου. Φτάνουμε στο σπίτι, ανεβαίνουμε στο δώμα, στην ταράτσα του σπιτιού για να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα… και να πάλι στίχοι στο μυαλό μου, «Εψές όπου βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα, άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιριολόγια»… Ιστορίες για τον Σάββα, τη Μαρούλα με την περιπετειώδη ταφή και για τον Γιαννάκη, τον πρώτο αγνοούμενο που ετάφη στα Κατεχόμενα, για τη ζωή τους, τα χρόνια του εγκλωβισμού, και της ελευθερίας στο χωριό τους, το πριν και το μετά του 1974. Ερωτήσεις προς την Τούλα Λιασή για εκείνον τον ενάμιση σχεδόν χρόνο που έμεινε στο χωριό, πριν φύγει για σπουδές… τα οποία καταγράφονται στο ημερολόγιο που εξέδωσε, αλλά είναι άλλο να τα διαβάζεις και άλλου να τα ακούς. Η ώρα πέρασε και νά σου κι άλλοι στίχοι: «την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα» (Μεν. Λουντέμης «Μούχρωμα»).
Απαραίτητο προσκύνημα αυτό στον Απόστολο Ανδρέα για χιλιάδες επισκέπτες, τότε και τώρα ακόμα.
Της γης κρικέλια
Την επομένη το πρωί συμφωνήσαμε να πάμε στον Απόστολο Ανδρέα. Σκέφτηκα ότι είναι επιβεβλημένη η επίσκεψή μου σε έναν εμβληματικό τόπο όπως είναι το μοναστήρι του Πρωτόκλητου. Πέρασμα σύντομο από το Ριζοκάρπασο, στάση για λίγο ψωμί, διόδια τέλη για τα γαϊδουράκια που βρίσκονται διάσπαρτα στον δρόμο, όπως μου λέει η Τούλα Λιασή. Το τοπίο λίγο μετά το Ριζοκάρπασο με ξαφνιάζει, τα χρώματά του, η χλωρίδα… σε αντίστιξη με τις παραλίες, σκέφτομαι. Ακόμα δεν ξεκαθάρισα τι ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω ως βαρύ αυτό που έβλεπα, όταν κοιτούσα στα αριστερά προς την ξηρά και εντελώς διαφορετικά όταν κοιτούσα προς τη θάλασσα. Συνταίριαζαν όμως και σκέφτηκα την Αρμονία, θεά και αίσθηση. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης...
Με αυτές τις σκέψεις φτάσαμε στο πρώτο μπλοκ… με λίγο μόνο ψωμί μάς άφησε να περάσουμε το ονάριον –σκέφτομαι αν είναι σωστή αυτή η κίνηση, να εξαρτάται η φύση και τα ζωντανά της από τον άνθρωπο… όπως και να ’χει, φτάνουμε στο προαύλιο της μονής. Άναρχο πάρκινγκ, και λογής-λογής μικροπωλητές, μία μικρή εμποροπανήγυρις, σαν να γιορτάζει κάθε μέρα ο άγιος. Λίγο πριν από την είσοδο στη μονή, παρατηρώ την επιγραφή: «ΜΑΡ 25 1914» στην ανατολική στοά. Τη φωτογραφίζω, υποθέτω ότι πρόκειται για την ημερομηνία κατασκευής ή ανακατασκευής της στοάς. Περπατάμε με την Τούλα Λιασή προς το εσωτερικό της μονής, όπου συναντούμε τον πατέρα Ζαχαρία, οικονόμο του μοναστηριού. Ο παπα-Ζαχαρίας αισθάνομαι πως έχει γίνει ένα με τη μονή την οποία διακονεί, η μορφή του ασκητική. Με στωικότητα χαιρετάει τους πιστούς που τον πλησιάζουν. Πώς πάνε τα πράγματα, τον ρωτώ, «Δόξα τω Θεώ» μού απαντάει, «είμαστε καλά. Βοήθειά μας ο Απόστολος Ανδρέας». Τον αφήνουμε στα συνήθη έργα του. Παίρνω μερικά κεριά από το παγκάρι, το ίδιο κάνουν και άλλοι δίπλα μου, μιλούν τουρκικά, ελληνικά, πιάνει το αφτί μου κάποιους να μιλούν ρωσικά ή κάποια παρεμφερή ακουστικά γλώσσα. Μπαίνω στον ναό, ένα ζευγάρι μιλάει ιταλικά, και μία μητέρα καλεί την κόρη της στα γαλλικά… «εαν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων…». Περιεργάζομαι τον χώρο, αναζητώ σημάδια του πολυτάραχου βίου του. Στον βόρειο τοίχο η εντοιχισμένη πλάκα «ΕΠΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Α΄ 1867 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 15», η ημερομηνία των εγκαινίων του νέου ναού, όπως διαβάζω αργότερα. Προχωρώ προς το εικονοστάσι. Η εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ έγινε «δι’ εξόδων Αναστασίου […]», το 1866… είναι η αρχή μιας νέας ζωής για τη μονή, που έκτοτε δεν έπαψε να ζει, σε αυτή την άκρη της Κύπρου. Παρατηρώ τους άλλους προσκυνητές και επισκέπτες, άλλοι ευλαβείς και άλλοι φιλοπερίεργοι. Προσπαθώ να διαβάσω τα πρόσωπά τους, νιώθω όμως πως δεν ταιριάζουν τέτοια πειράματα σε εκείνον τον χώρο.
Βγαίνω από τον ναό και βρίσκομαι στον μισοχαλασμένο τάφο του ευεργέτη της μονής, του Αριστόδημου Γ. Παπαπέτρου. Στην από μαρμαράκι πλάκα διασώζονται τα εξής: «Α[…]ΟΔΗΜΟΣ Γ. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ | […]ΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ | [… …ΤΩΝ] 7[…]». Ο Αριστόδημος Γιαννακού Παπαπέτρος, ήταν κυβερνητικός υπάλληλος, γεννήθηκε το 1897 και πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου 1967, σε ηλικία 70 ετών. Κληροδότησε στο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα το μεγαλύτερο μέρος από την περιουσία του για την ανέγερση ξενώνα (σεβαστά ποσά έδωσε και στον ναό του Αγίου Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Λάρνακας, στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο παλιό Κοιμητήριο Λευκωσίας και στη μονή του Αγίου Νεοφύτου). Κατηφόρισα προς το αγίασμα, κόσμος πολύς, και έμεινα να κοιτώ τις Κλείδες. Έμοιαζαν απρόσιτες, αν και διακρίνονταν ιστοί σημαιών.
Προχώρησα προς το πάρκινγκ, στο προαύλιο της μονής, εκεί υπάρχει μία στήλη, όπου υπήρχε προτομή του κτήτορα της μονής παπα-Ιωάννη Οικονόμου, που ανεγέρθηκε στις 15 Αυγούστου 1925, από τη διαχειριστική επιτροπή του Αποστόλου Ανδρέα, προς τιμή. Την επιτροπή τότε αποτελούσαν οι: Χ.Ι. Πτωχόπουλλος, Ι. Θεοχάρης, Π.Ζ. Χατζηττάσου, Ι.Ν. Παπαδόπουλος, Ι.Δ. Χατζηζαχαρίας και ακόμα ένα πρόσωπο (δυσανάγνωστο στην επιγραφή), όπως θα διαβάσει ο παρατηρητικός επισκέπτης. Ο παπα-Ιωάννης Οικονόμου, όπως πληροφορεί η στήλη γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1827 και πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1909 (δυσανάγνωστη η ημερομηνία στη στήλη). Η ζέστη και ο ήλιος είχαν αρχίσει να δοκιμάζουν τις φυσικές αντοχές μου, η κρήνη που βρίσκεται λίγο πιο πέρα φυσικά δεν λειτουργεί. Είχα δει όσα μπορούσα να δω ως πρώτη φορά, τέτοιοι εμβληματικοί χώροι σίγουρα δεν είναι της μιας επίσκεψης. Αργά το μεσημέρι ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας. Άλλωστε, είχα ζητήσει στην Τούλα Λιασή να κάνουμε συγκεκριμένες στάσεις, πριν επιστρέψουμε στην Αγία Τριάδα.
Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Ο Σάββας Λιασής ώς τον θάνατό του την είχε στην έγνοια του.
Ο χρόνος σαν σταματημένος
Αργά το πρωί της Κυριακής, ξεκινήσαμε με ξεναγό την Τούλα Λιασή μία βόλτα στο χωριό. Με τα πόδια από το σπίτι της, ανηφορήσαμε προς την πλατεία της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας. Λίγο πριν από τον ναό, ανεβαίνοντας, βρίσκεται εγκαταλελειμμένο πια το δημοτικό σχολείο της κοινότητας. Όπως μου λέει η Τούλα Λιασή λειτούργησε για κάποια χρόνια μετά το 1974, ώσπου έκλεισε, και πλέον έχει ερημώσει. Λίγα πράγματα θυμίζουν ότι κάποτε σε αυτά τα κτήρια άκουγε κάποιος παιδικές φωνές, και δασκάλων παραγγέλματα και νουθεσίες. Αυτό ήταν το σχολείο που δίδασκε η Ελένη Φωκά, με πληροφορεί η Τούλα Λιασή. Απέναντι από το δημοτικό σχολείο βλέπω ένα όμορφο κτήριο, από εκείνα που συναντά κανείς σε ολόκληρη την Κύπρο, τη ρωτώ, αν και εκείνο ήταν σχολείο. Μου λέει πως εκεί στεγαζόταν το λεγόμενο οκτατάξιο δημοτικό σχολείο, στα οποία παρεχόταν ειδική μόρφωση (γεωργική, τεχνική, οικοκυρικά), αναγκαία για τη ζωή στις αγροτικές περιοχές. Σε αυτό το σχολείο φοίτησε και ο Γιαννάκης (σ.σ. Λιασή), μού λέει η Τούλα Λιασή, η οποία σπεύδει να φέρει τα κλειδιά της εκκλησίας από την κάτοικο του χωριού που έχει την ευθύνη του ναού, ώς τον θάνατό του ο Σάββας Λιασής ήταν ο φύλακας άγγελος της εκκλησίας, αλλά και όλων των προσκυνημάτων τής κοινότητας.
Ανοίγει η πόρτα και εισερχόμαστε στον ναό. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ο ναός δεν έχει υποστεί καμία καταστροφή. Παντού υπάρχουν σημάδια του παρελθόντος του, μα και του χωριού... η εκκλησία ανακαινίστηκε επί αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ και εγκαινιάστηκε στις 22 Αυγούστου 1909, με δαπάνες του Νικόλα Χ΄΄ Προκόπη και της συζύγου του Ανδριανής, μεταξύ των ενοριτών που χρηματοδότησαν εικόνες και αγιογραφίες το 1944 είναι η οικογένεια του Χ΄΄ Νικολάου Χ΄΄ Γιάννη και της συζύγου του Μαρσελλούς. Το εικονοστάσιο φτιάχτηκε το 1912, ο άμβωνας έγινε με δαπάνη Χ΄΄ Θεοδ. Ζαχαρ<ία>, η αγία Τράπεζα του 1905 είναι έργο του Γ. Χ΄΄ Μένικου, με δαπάνες της Χ΄΄ Μαρίας Χ΄΄ Ττοφή. Αλλά και πιο ταπεινά έργα, όπως το παγκάρι, που έγινε δωρεά εις μνήμη του Λουκά Ιωαννικίου, στις 23 Μαρτίου 1973. Τέλος, η πλακόστρωση του δαπέδου και η στοά έγιναν τον Μάρτιο του 1970, με δωρεά του Βασίλη και της Μηλίτσας Γιάνναρου, όπως μας πληροφορεί η πλάκα στη νότια είσοδο. Για ακόμη μία φορά το ίδιο το κτήριο κατάφερε να μου διηγηθεί μέρος της ιστορίας του...
Αφού επιστρέψαμε τα κλειδιά του ναού, προχωρήσαμε για μία μικρή βόλτα στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Απέναντι ακριβώς από τον ναό σε μία γωνία, η Τούλα Λιασή μού δείχνει το κτήριο όπου κάθε Τετάρτη τα Ηνωμένα Έθνη μοιράζουν στους εγκλωβισμένους κατοίκους του χωριού διάφορα αγαθά πρώτης ανάγκης. Όπως σημειώνει η Τούλα Λιασή στο ημερολόγιό της: «12 Οκτ [σ.σ. 1974]: Πήραμε (πρώτη φορά τρόφιμα κονσέρβες, πατάτες, μακαρόνια κ.λπ. δωρεάν. Τα έφεραν τα Ηνωμένα Έθνη». Κοντοστέκομαι, παρατηρώ τον ήσυχο εκείνο χώρο, Κυριακή πρωί και σκέφτομαι πόση ενέργεια θα έχει σωρευτεί εκεί... πόσα τηλεγραφήματα του Ερυθρού Σταυρού θα διαβάστηκαν, πόσα νέα θα μαθεύτηκαν, πόσο λάδι και αλεύρι και όχι μόνο θα διανεμήθηκαν. Πόσες ελπίδες θα διαψεύστηκαν και πόσες χαρές και λύπες θα εκφράστηκαν. Εκείνο το πρωί, μα και τις προηγούμενες δύο ημέρες όλα ήταν ήσυχα. Απέναντι, τα δύο πρώην καφενεία του χωριού, κλειστά από χρόνια πια, μιας και έχουν απομείνει ελάχιστοι πια Ε/κ, περίπου 40 μόνιμοι... Συνεχίσαμε να προχωράμε, ελάχιστους κατοίκους συναντήσαμε, παλαιούς ή νεότερους, οι Τούρκοι από τον Πόντο που εγκαταστάθηκαν έχουν πάει διακοπές στα χωριά από τα οποία κατάγονται, έχουν κτίσει ή έχουν αγοράσει εκεί περιουσίες. Ήταν εύφορη η γη της Αγίας Τριάδας και σίγουρα έχει και άλλα μυστικά να μου πει, τα ξωκλήσια της δεν τα είδα, ενώ και ο αρχαιολογικός χώρος της Βασιλικής της Αγίας Τριάδας είναι κλειστός τα Σαββατοκύριακα. Έχω πιάσει το νήμα... θέλω και εγώ να συγχρονίσω την ιστορία που γνώριζα με τις εικόνες και τα συναισθήματα που αποκόμισα από τη θερμή φιλοξενία της Τούλας Λιασή, στο σπίτι της, στο σπίτι που έκτισε ο παππούς της ο Γιαννής το 1936.
Το σπίτι του Σάββα, της Μαρούλας, του Γιαννάκη και της Τούλας Λιασή στην Αγία Τριάδα της Γιαλούσας. Το έκτισε ο παππούς Γιαννής το 1936.
Ο Σάββας Λιασής πριν από τον πόλεμο διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στη Γιαλούσα. Άλλα όμως κέλευαν οι καιροί.
Το εμβληματικό σημείο της Αγίας Τριάδας. Σε αυτό το μαγαζί από τον Οκτώβριο του 1974 έως και σήμερα οι εγκλωβισμένοι/ες λαμβάνουν από τα Ηνωμένα Έθνη προμήθειες για τις καθημερινές τους ανάγκες.