

Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η Σωτηρούλα Βασιλείου, δρ Ιστορίας ΑΠΘ και επιστημονική λειτουργός του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ παρουσιάζει στην «Κ» μερικούς από τους Έλληνες Κύπριους που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κατ’ αρχάς ρωτήσαμε τη δρα Βασιλείου αν υπάρχει ασφαλής Ελλήνων Κύπριων που μετέβησαν στην κυρίως Ελλάδα για να πολεμήσουν στο πλευρό των εξεγερμένων Ελλήνων και από πού αντλούμε στοιχεία για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα, μάς λέει πως κατά καιρούς έγιναν υπολογισμοί, οι οποίοι ανέβαζαν τον αριθμό των Κυπρίων, που μετέβησαν στην Ελλάδα, πέραν των 1000. Σημειώνει πως εγκυρότεροι είναι οι υπολογισμοί του καθηγητή Πέτρου Παπαπολυβίου, ο οποίος κατέγραψε περίπου 300 ονόματα και υπολογίζει τον συνολικό αριθμό περί τους 500. Όσον αφορά τον εντοπισμό σε αρχειακά ή άλλα τεκμήρια, η μελετήτρια μάς λέει πώς τεκμήρια της παρουσίας των Κυπρίων αγωνιστών στην Ελλάδα αποτελούν η αλληλογραφία τους με την Κεντρική Διοίκηση και, ακολούθως, το ελληνικό κράτος, η αλληλογραφία τους με πολιτικούς και οπλαρχηγούς του Αγώνα, διπλώματα, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις αναφορικά με τη δράση τους, αιτήσεις των ιδίων αλλά και των απογόνων τους για μετάλλια, αποζημιώσεις και επαγγελματική αποκατάσταση αναλόγως των θυσιών τους, αναφορές στα απομνημονεύματα του Αγώνα, δημοσιεύματα στον Τύπο, το Μητρώο των Ελλήνων υπηκόων του Ελληνικού Προξενείου της Κύπρου (1866) και ποικίλα κειμήλια.Αποδεικτικό αναφορικά με την πολεμική δράση του Θεοφίλου Θησέως. Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος / Αρχείο Αγωνιστών.
Οι αγωνιστές
Ποιες είναι οι εμβληματικότερες, αλλά και οι λιγότερες γνωστές μορφές Ελλήνων Κυπρίων που συμμετείχαν στον Αγώνα και τι απέγιναν μετά το τέλος του Αγώνα; Κύπριοι αγωνιστές συμμετείχαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπως οι Χριστόδουλος Κοκκινόφτας και Ιωάννης Πασαπόρτης, αλλά και ο Αντώνιος Ιακώβου Λοΐζος –πατέρας του εθελοντή της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) Σώζου Λοΐζου και παππούς του ήρωα των Βαλκανικών Πολέμων Χριστόδουλου Σώζου– μετά το τέλος του Αγώνα επέστρεψαν στην Κύπρο. Η δρ Βασιλείου σκιαγραφεί μερικούς μόνο από τους πιο γνωστούς Έλληνες Κύπριους αγωνιστές του 1821.
Αδελφοί Θησείς
«Από τις πλέον εμβληματικές μορφές ήταν οι αδελφοί Κυπριανός, Νικόλαος και Θεόφιλος Θησέως. Η περίπτωσή τους είναι ιδιαίτερη και συνάμα αντιπροσωπευτική του φρονήματος των Κυπρίων, της θέλησής τους για προσφορά και των μετεπαναστατικών διαδρομών τους» και εξηγεί: «Λίγο πριν από το ιουλιανό μακελειό, ο φιλόμουσος έμπορος Κυπριανός Θησεύς διέφυγε στην Ελλάδα. Πρόσφυγας πια, απευθύνθηκε επανειλημμένα στους Υδραίους, ζητώντας τη συνδρομή τους για την απελευθέρωση της Κύπρου, ως νήσου της Ελλάδας. Η έκρηξη της Επανάστασης βρήκε τον πεπαιδευμένο κοσμοπολίτη Νικόλαο Θησέα στη Γαλλία, όπου διατηρούσε ανθηρό εμπορικό οίκο. Ποθώντας να συμβάλει έμπρακτα στον Αγώνα, o Νικόλαος πρωτοστάτησε στη στρατολόγηση και αποστολή στην Ελλάδα ομογενών και φιλελλήνων. Μετά τις σφαγές του Ιουλίου, μετέβη στην Πελοπόννησο, ως πληρεξούσιος επιφανών συμπατριωτών του, ώστε να προωθήσει αίτημα οργάνωσης εκστρατείας για την “Ελευθερίαν της […] πάλαι μεν Μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας Νήσου Κύπρου”. Ωστόσο, η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν δέχθηκε καν να τον ακούσει. Παρά την απογοήτευση, ο Νικόλαος, έμεινε στην Ελλάδα έως τον Ιούλιο του 1824, οργανώνοντας και συντηρώντας στρατεύματα και δίνοντας το παρών σε σημαντικές μάχες. Ο Αρχιμανδρίτης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου Θεόφιλος Θησεύς πρωτοστάτησε στις προσπάθειες για ξεσηκωμό του νησιού, το καλοκαίρι του 1821. Για την πολεμική του δράση στην Ελλάδα, κατά την οποίαν θυσίασε συν τοις άλλοις το ένα χέρι, τιμήθηκε, το 1825, με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Το 1821 οι αδελφοί Θησείς ήταν πλούσιοι και ισχυροί προύχοντες. Το τέλος του Αγώνα και των ελπίδων της Κύπρου για άμεση συμπερίληψη στο ελληνικό κράτος τους βρήκε στερημένους συγγενών, περιουσίας και ισχύος. Η περιουσία των Θησέων στην αλύτρωτη γενέτειρα δημεύθηκε. Από την υπόλοιπη περιουσία, μεγάλο μέρος είχε δαπανηθεί για την οργάνωση και συντήρηση φιλελλήνων και Κυπρίων πολεμιστών.Ο Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς. Μουσείο Μπενάκη.
Υπό το βάρος αυτών των δεδομένων και συνάμα περήφανοι για την πατριωτική δράση τους, μετεπαναστατικά οι αδελφοί Θησέως διεκδίκησαν επανειλημμένα και επίμονα αφενός την εξόφληση των αποδεδειγμένων χρεών του Κοινού των Κυπρίων και του ελληνικού κράτους απέναντί τους αφετέρου επαγγελματική αποκατάσταση, ανάλογη των θυσιών και των προσόντων τους. Πλέον, όμως, το Κοινόν των Κυπρίων ήταν μετριοπαθές και συμβιβαστικό, εστιασμένο στη βελτίωση των όρων διαβίωσης υπό την οθωμανική κυριαρχία και απρόθυμο να καταβάλει χρέη σε εμβληματικούς επαναστάτες. Από την πλευρά του, το ελληνικό κράτος αναγνώριζε τις τεκμηριωμένες εκδουλεύσεις των αδελφών Θησέως. Άλλωστε, χάρη ακριβώς σε αυτές οι Θησείς έγιναν Έλληνες πολίτες, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις. Ωστόσο, τα “ενόντα μέσα” του νεοπαγούς βασιλείου ήταν δυσανάλογα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πλήθους των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων αγωνιστών και των πολεμοπαθών.
Το 1830 ο Κυπριανός Θησεύς εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Ερμούπολη της Σύρου. Τον Ιανουάριο του 1834 διορίστηκε υγειονόμος και το 1836 δικαστής, με μηνιαίες απολαβές 150 δρχ. και 200 δρχ. αντίστοιχα. Ο Νικόλαος Θησεύς διορίστηκε, το 1834, πρώτος πρόξενος της Ελλάδας στη Βηρυτό. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος διορισμός δεν επέλυσε τα βιοποριστικά προβλήματα. Συνεπώς, σύντομα ο Νικόλαος άρχισε να επιζητεί είτε την αναβάθμιση του προξενείου του είτε τη μετάθεση. Τον Νοέμβριο του 1840 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Βουκουρέστι. Ωστόσο, οι διεθνείς εξελίξεις ματαίωσαν την ανάληψη των καθηκόντων του, με συνέπεια την παραμονή στην Αθήνα. Παρά τις επίμονες εκκλήσεις στους κυβερνώντες, από τον Μάιο του 1841 έως και τον θάνατό του το 1854, μοναδικός δημόσιος πόρος του ήταν μια μηνιαία σύνταξη 100 δρχ., “απέναντι παλαιών χρεών”. Ο Θεόφιλος Θησεύς τέθηκε στην υπηρεσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και ως πατριαρχικός έξαρχος υπηρέτησε σε διάφορα μέρη, της Κύπρου συμπεριλαμβανομένης, διεκδικώντας, μάταια, την επιστροφή της δημευθείσας περιουσίας του. Αναγνωρίζοντας, στο μεταξύ, τις εκδουλεύσεις του Κύπριου Αρχιμανδρίτη, το ελληνικό κράτος τον συμπεριέλαβε, τον Φεβρουάριο του 1836, στους πρώτους 437 δικαιούχους του αργυρού αριστείου του Αγώνος 1821-1829.
Ο επίλογος της ιστορίας των Θησέων γράφτηκε το 1872. Συγκεκριμένα, κατόπιν αίτησης των απογόνων τους Ελπίδας και Ελευθερίας, η τελευταία από τις επιτροπές, οι οποίες συστάθηκαν για την αξιολόγηση των αγωνιστικών θυσιών, κατέταξε τον Θ. Θησέως στην Δ΄ τάξη των αξιωματικών και του Ν. Θησέως στην Ε΄ τάξη των αξιωματικών. Συνεπώς, θα έπρεπε συνολικά να καταβληθούν στους απογόνους των αγωνιστών περίπου 17.000 δρχ. Ωστόσο, τα χρέη, τα οποία αναγνώρισε η τελευταία αυτή επιτροπή αξιολόγησης των αγωνιστικών εκδουλεύσεων, έμειναν κατά κανόνα ανεξόφλητα».Μύλος για την άλεση πυρίτιδας, τον οποίον έφερε στην Κύπρο ο αγωνιστής της Ιωάννης Πασαπόρτης. Πινακοθήκη Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Γεώργιος Δαυίδ και Δημήτριος Οικονομίδης
«Το 1821 ο Γεώργιος Δαυίδ Οικονομίδης και η επιφανής οικογένειά του πλήρωσαν τη συμμετοχή στην Επανάσταση με δήμευση περιουσίας και καταδίωξη. Ο ίδιος προσέφερε στον Αγώνα πολεμικές και διοικητικές υπηρεσίες. Το 1833 εντάχθηκε στον διοικητικό μηχανισμό. Ο αδελφός του Δημήτριος Οικονομίδης διετέλεσε, επί Καποδίστρια, γραμματέας του Διοικητηρίου Πόρου, διευθυντής του δασμοτελωνείου του Αργολικού Κόλπου και φροντιστής στη Ναύπακτο. Ελπίζοντας στην ανάκτηση μέρους της πατρικής περιουσίας, το 1830 μετέβη στην Κύπρο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εντάχθηκε ξανά στον κρατικό μηχανισμό. Το 1845, όταν τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος, ήταν τελωνειακός επιθεωρητής.
Χαράλαμπος Μάλης
«Το 1833 ο αγωνιστής Χαράλαμπος Μάλης, ο οποίος συνέβαλε στην Επανάσταση πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, διορίστηκε έπαρχος Κυνουρίας. Ωστόσο, το 1835 βρέθηκε άνεργος. Το 1836 αποφασίστηκε γι’ αυτόν ισόβια σύνταξη 150 δρχ. έναντι των αποδεδειγμένων θυσιών του. Ωστόσο, κατά τους μήνες που ακολούθησαν ούτε διάταγμα εκδόθηκε ούτε χρήματα δόθηκαν. Του απονεμήθηκε, όμως, το 1838, το αργυρό αριστείο. “Εκτός του αριστείου ουδεμίαν άλλην ανταμοιβήν έλαβεν, αποβιώσας απαραμύθητος”, έγραψε, το 1865, η κόρη του Ελισάβετ, αναφερόμενη στην Επιτροπή Αγώνος.
Ιωάννης Σταυριανός
«Ο Λοφίτης συναγωνιστής του Γεωργίου Καραϊσκάκη Ιωάννης Σταυριανός έγινε, το 1834, ένας από τους περίπου εκατό ενωμοτάρχες της Χωροφυλακής. Εγγράμματος ων, το 1839 προήχθη σε υπομοίραρχο και το 1844 σε αντιμοίραρχο. Το 1863 προβιβάστηκε σε ταγματάρχη, με σύνταξη 172 δρχ. Απεβίωσε το 1887, στα 83 του, κληροδοτώντας στην Ιστορία, μαζί με τα άθλα του, τα απομνημονεύματά του και έχοντας αποκτήσει στην Ελλάδα οκτώ παιδιά.
Θεοχάρης Λαπαθιώτης
«Ως ταγματάρχης της Χωροφυλακής αποστρατεύθηκε και ο Θεοχάρης Λαπαθιώτης, γιος του σφαγιασθέντος προκρίτου της Λαπήθου Χατζηηλία, πατέρας του πολυπράγμονος στρατιωτικού Λεωνίδα Λαπαθιώτη και παππούς του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.